της Μίκας Αγραφιώτου

Όλα δείχνουν πως όχι απλά συνηθίσαμε στον κίτρινο τύπο, αλλά έχει μπει ως ανάξιος αντικαταστάτης στην θέση της επίσημης δημοσιογραφίας. Η Ολλανδή δημοσιογράφος Ingeborg Beugel δεν έφερε μόνο στην επικαιρότητα το έγκλημα που λαμβάνει χώρα με τις επαναπροωθήσεις προσφύγων στο Αιγαίο, αλλά κατέδειξε στα διεθνή μέσα την βαθιά κρίση της διαχείρισης και προώθησης της αλήθειας έτσι όπως γίνεται πράξη σε μια αυταρχική κυβέρνηση. Δια στόματος του πρωθυπουργού μάθαμε ότι στην Ελλάδα «δεν συνηθίζονται οι ευθείες ερωτήσεις από δημοσιογράφους» γιατί δεν είναι στην «κουλτούρα μας». Αλλά, το κύριο πρόβλημα δεν είναι μόνο ότι ειπώθηκε αυτό δια στόματος του πρωθυπουργού -κάτι που θα έπρεπε να προσβάλλει κάθε πολίτη που σέβεται τον εαυτό του και το δημοκρατικό πολίτευμα. Τα πράγματα σοβαρεύουν όταν αυτή η δημοσιογραφική «κουλτούρα» της μεροληψίας έχει όντως κατακλύσει τον δημόσιο λόγο, από τα τηλεοπτικά ΜΜΕ μέχρι τα έντυπα και τις δημοσιογραφικές διαδικτυακές σελίδες.

Δεν είναι ότι πέφτουμε από τα σύννεφα και δεν περιμέναμε τη δολοφονία χαρακτήρα και τον αισχρό μισογυνισμό που δέχτηκε η Ingeborg Beugel τις επόμενες ώρες της λεκτικής διένεξης με τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Ότι δεν περιμέναμε αυτό το σμήνος κωνώπων που αποκαλούνται «έγκριτοι δημοσιογράφοι» να βγει παγανιά προστατεύοντας το Μαξίμου και τους παρατρεχάμενούς του. Ούτε πέσαμε από τα σύννεφα όταν το ΣΚΑΙ επέλεξε να έχει κεντρική είδηση την φράση «Και λίγα της είπε», σαν να τοποθετείται πελάτης καφενείου της γειτονιάς και όχι ένα από τα μεγαλύτερα τηλεοπτικά κανάλια της ελληνικής τηλεόρασης. Η επίσημη δημοσιογραφία στην Ελλάδα έχει εδώ και χρόνια ξεπεράσει το στάδιο να αποτελεί μια πηγή διαφορετικών ερμηνευτικών τάσεων της επικαιρότητας. Είχε διαβεί τον Ρουβίκωνα του κιτρινισμού ήδη πριν από τα χρόνια της οικονομικής κρίσης.

Είναι ότι αυτή η γενικευμένη αχρειότητα δεν αντέχεται. Ότι η διασπορά ψευδών και κίτρινων ειδήσεων στα μούτρα μας από «έγκριτους» δημοσιογράφους έχει χτυπήσει ταβάνι εδώ και καιρό, με τη μεγαλύτερη πλειονότητα τους να εργάζεται πυρετωδώς και ξεκάθαρα για το κυβερνητικό σχήμα και τον δεξιό και ακροδεξιό λόγο. Η ελληνική δημοσιογραφία δεν έχει κλειδώσει, απλά, τις πένες της. Φαίνεται πως τις έχει σπάσει οριστικά.

Έτσι, έχουμε συνηθίσει τόσο σε αυτή την αχρειότητα, με αποτέλεσμα τα πολιτικά μας αντανακλαστικά όλο και να φθείρονται, όλο και να λιποτακτούν προς τα πίσω. Έχουμε φτάσει, πλέον, σε έναν Χαξλεϊκό δημοσιογραφικό «θαυμαστό καινούριο κόσμο».

Η δημοκρατία ως ελευθερία λόγου χρησιμοποιείται μόνο κατ’ επίφαση, ως ένα πρόσχημα για να ακούγονται οι τοποθετήσεις και οι απόψεις περισσότερο της άκρας δεξιάς και του ακραίου λόγου της, παρά μια συνολική παρουσίαση όλων των πολιτικών και κοινωνικών θέσεων. Ας θυμηθούμε και τη συστηματική δολοφονία χαρακτήρα των ντόπιων μη κυβερνητικών δημοσιογράφων. Ας θυμηθούμε την επίθεση που δέχτηκαν μέσα στον καιρό των lockedowns οι λιγοστοί ανεξάρτητοι δημοσιογράφοι, με τους περιορισμούς των προφίλ τους στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Μάλιστα, μέσα σε αυτόν τον «θαυμαστό καινούριο κόσμο», οι ακραίες αυτές θέσεις παρουσιάζονται με περισσό θράσος ως οι «θέσεις της πλειοψηφίας», ως αυτά που πιστεύει ο περισσότερος κόσμος, κατασκευάζοντας φαντασιακές κοινές γνώμες οι οποίες φορτώνονται στις πλάτες όλων μας. Έτσι, οι πολίτες γινόμαστε και οι άτυποι «συνεργάτες» στη συστηματική αλλοίωση όχι μόνο της αλήθειας, αλλά του ίδιου του δημοκρατικού πολιτεύματος.

Στην πλάτη μας ήθελαν και κατάφεραν -η κυβέρνηση και τα συστημικά ΜΜΕ- να φορτώσουν την πανδημία του covid-19, με την περιβόητη «ατομική ευθύνη» ως το μοναδικό μέσο διασποράς του ιού, παραβλέποντας τεχνηέντως το κατακερματισμένο υγειονομικό σύστημα -που, μεταξύ μας, ε δεν μας αξίζει και όλας, από τη στιγμή που δεν τηρούμε τα μέτρα κατά γράμμα. Στην πλάτη μας έχουν φορτωθεί οι 16.500 νεκροί της πανδημίας, έτσι και αλλιώς. Αντίστοιχα, στην πλάτη μας προσπάθησαν  να φορτωθεί ο επικείμενος θάνατος από απεργία πείνας του Δημήτρη Κουφοντίνα τον περσινό Μάρτιο, στις πλάτες μας οι κρατούμενοι ασθενείς του covid-19 στις φυλακές που ήταν ασφυκτικά στοιβαγμένοι. Τα δικά μας χέρια θέλουν να βάψουν με αίμα όταν βγαίνουν οι απανταχού βιτζιλάντηδες και μιλάνε με παρρησία για επαναφορά της θανατικής ποινής και της εφαρμογής του μωσαϊκού νόμου σε κάθε εγκληματική πράξη που λαμβάνει χώρα -ανεξαρτήτου ποινικής βαρύτητας.

Ειδικά στο θέμα των pushbacks -των επαναπροωθήσεων- και γενικά του προσφυγικού, εκεί και αν θέλουν να βάψουν τα δικά μας χέρια με το αίμα των προσφύγων που περνάνε τα ελληνικά σύνορα. Εκεί, μάλιστα, η αχρειότητα και η χυδαιότητα έχουν φτάσει σε τέτοιο βάθος, που η απώθηση κατατρεγμένων ανθρώπων με οποιονδήποτε τρόπο έχει λάβει τη σημασία της «εθνικής υπεράσπισης». Το να πυροβολείς ανθρώπους στα σύνορα, να βουλιάζεις βάρκες, να τους αφήνεις στο έλεος τους να πνιγούν καταμεσής του πελάγους, αποτελεί τμήμα του εθνικού αφηγήματος. Με τελείως ωμό τρόπο, τα νεκρά σώματα αποτελούν τιμή και εθνική υπερηφάνεια για ορισμένους αυτοαποκαλούμενους «πατριώτες». Και αυτούς τους κάποιους, η συστημική δημοσιογραφία προσπαθεί αναιδώς να τους παρουσιάσει ως το συντριπτικό «όλον».

Και εκεί είναι που ως πολίτες, πρέπει και εμείς με τη σειρά μας να απομονώσουμε αυτές τις ακραίες φωνές που θέλουν να μας κάνουν συνενόχους στα οποιαδήποτε εγκλήματα εναντίον των ανθρώπινων δικαιωμάτων, εκεί είναι που δεν πρέπει να ανεχόμαστε κλειδωμένες και σπασμένες δημοσιογραφικές πένες. Η Ingeborg Beugel μας θύμισε ότι το κύριο χρέος του δημοσιογράφου δεν είναι να χαϊδεύει τα αυτιά κανενός, ούτε να νταντεύει πολιτικές περσόνες -ακόμα και αυτή του πρωθυπουργού. Είναι να αναδεικνύει την αλήθεια με κάθε τρόπο, να απαιτεί εξηγήσεις, να στριμώχνει στον τοίχο τους ιθύνοντες. Η βασική δουλειά του δημοσιογράφου -ο κώδικας δεοντολογίας, όπως λένε- είναι να λειτουργεί ως μηχανισμός προστασίας της δημοκρατίας με κάθε τρόπο και κάθε μέσο, όχι να αυτό-λογοκρίνεται και να στρογγυλοποιεί τον λόγο του για να μην «προσβάλλει» προσωπικότητες και συνειδήσεις.

Και αυτό ακριβώς το λειτούργημα του δημοσιογράφου το έχουμε ξεχάσει, αφήνοντας τις αντιδράσεις των κωνώπων να αναμοχλεύονται στην επιφάνεια, ένα σμήνος που προσπαθεί να καλύψει σθεναρά τον ελεύθερο δημοσιογραφικό λόγο. Όλοι εμείς, που προσπαθούμε να τοποθετούμε στα κείμενά μας τις comme il faut λέξεις και φράσεις που δεν θα ενοχλήσουν πολύ περισσότερο από όσο χρειάζεται, που σκεφτόμαστε παραπάνω από μια φορά αν αυτά που γράφουμε μπορούν να δημοσιευτούν όσο το δυνατόν πιο επίκαιρα αλλά αναίμακτα, πρέπει να πάρουμε λίγο θάρρος από την κυρία Beugel. Η αξιοπρέπεια είχε πάντα βαρύ το τίμημα.

 

** Ο τίτλος του κειμένου προέρχεται από παράφραση του τίτλου «Πράξεις Πολίτου και Αντιδράσεις Κωνώπων» του Μάνου Χατζιδάκι.