Αναφερόμενος στον χρόνο που κατατίθεται στη Βουλή ο νέος εκλογικός νόμος, ο υπουργός είπε ότι η κυβέρνηση της ΝΔ είναι συνεπής σε όσα είχε πει προεκλογικά και κατέθεσε μέσα στο πρώτο εξάμηνο της διακυβέρνησής της, τον εκλογικό νόμο.
«Ο κ. Μητσοτάκης, πριν τις εκλογές, είχε πει ότι ο εκλογικός νόμος θα κατατεθεί στη Βουλή στο πρώτο διάστημα της κυβερνητικής της δραστηριότητας. Αυτό κάνει. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης είχε πει ότι ο εκλογικός νόμος που θα καταθέσει η κυβέρνηση, θα είναι αναλογικότερος αλλά θα διασφαλίζει την κυβερνησιμότητα», υπογράμμισε ο κ. Θεοδωρικάκος και πρόσθεσε: «Η κατάθεση του εκλογικού νόμου, σε αυτό το διάστημα και με αυτό περιεχόμενο, είναι μια πράξη πολιτικής αξιοπιστίας και εντιμότητας, απέναντι στο σύνολο της ελληνικής κοινωνίας, απέναντι στους πολιτικούς μας αντιπάλους, σε ό,τι αφορά και τον χρόνο κατάθεσης του νομοσχεδίου και το περιεχόμενο. Με αυτό το σχέδιο εκλογικού νόμου, ξεκαθαρίζουμε τους όρους του εκλογικού ανταγωνισμού, 3,5 χρόνια πριν από τη λήξη της 4ετίας της παρούσας κυβέρνησης. Είμαστε σε πολύ μεγάλη απόσταση από τις εκλογές, οι οποίες θα πραγματοποιηθούν στο τέλος της 4ετίας, σε 3,5 χρόνια δηλαδή, γιατί κανένας απολύτως λόγος δεν υπάρχει για πρόωρη προσφυγή στις κάλπες. Η κατάθεση του εκλογικού νόμου, από τώρα, καθαρίζει το πολιτικό τοπίο και ξεκαθαρίζουν και οι όροι του εκλογικού ανταγωνισμού».
Ταυτόχρονα, ο υπουργός Εσωτερικών επισήμανε ότι η κυβέρνηση, από θέση αρχών, είναι υπέρ της διαρκούς προσπάθειας για συγκλίσεις, συνεργασίες και την επίτευξη των μέγιστων δυνατών συναινέσεων. «Τις θεωρούμε απαραίτητες τις συναινέσεις, στην δύσκολη περίοδο που διέρχεται η χώρα, στην περίοδο αντιμετώπισης σοβαρότατων εθνικών κινδύνων και προκλήσεων από τους εξ ανατολών γείτονες. Αλλά είναι και θέμα γενικότερης κουλτούρας και για την παράταξή μας, και για μένα προσωπικά, ότι πρέπει να υπάρξουν οι μέγιστες δυνατές συνεργασίες, ειδικά σε κεφαλαιώδη θέματα. Να μην έχετε καμία αμφιβολία ότι αυτό θα πράξουμε με επόμενες νομοθετικές πράξεις του υπουργείου Εσωτερικών, για μείζονα ζητήματα που αφορούν την αυτοδιοίκηση και το κράτος, διότι, στη δική μου αντίληψη, δεν μπορεί κανείς να κάνει μεταρρυθμίσεις και τομές, αν αυτές δεν έχουν έναν ευρύ χρονικό ορίζοντα και δεν διασφαλίζουν μεγάλες συναινέσεις», είπε ο υπουργός Εσωτερικών.
Ο κ. Θεοδωρικάκος σχολίασε και τη στάση του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης. «Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν υποστηρίζει σήμερα την απλή αναλογική, από θέση αρχών. Εάν η σημερινή αξιωματική αντιπολίτευση ήθελε, από λόγους αρχών, να ψηφίσει και να υλοποιεί την απλή αναλογική, θα έπρεπε να το έχει κάνει το πρώτο διάστημα της κυβερνητικής της θητείας. Εκλεγήκατε τον Ιανουάριο του 2015 και κυβερνήσατε την χώρα μέχρι τον περασμένο Αύγουστο, οπότε η κυβέρνηση παραιτήθηκε και οδηγηθήκαμε σε εκλογές, από υπηρεσιακή κυβέρνηση. Θα μπορούσε ο ΣΥΡΙΖΑ να έχει ψηφίσει την απλή αναλογική το πρώτο της εξάμηνο, αν το έκανε στη βάση αρχών. Το έκανε πολύ καιρό αργότερα», είπε και σημείωσε ότι «ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, στην παρούσα φάση, είναι όμηρος εσωκομματικών ισορροπιών, οι οποίες περιλαμβάνουν μια τάση του κόμματός του, η οποία, για λόγους ιδεοληπτικούς, υπερασπίζεται την απλή αναλογική».
Αναφερόμενος στο νέο εκλογικό νόμο, ο υπουργός Εσωτερικών είπε ότι το σχέδιο που καταθέτει η κυβέρνηση είναι μια εξέλιξη, μια βελτίωση των νόμων που είχε διαμορφώσει ο κ. Σκανδαλίδης, ως υπουργός Εσωτερικών, και στη συνέχεια ο σημερινός Πρόεδρος της Δημοκρατίας Προκόπης Παυλόπουλος, την εποχή που ήταν υπουργός Εσωτερικών του Κώστα Καραμανλή.
«Αυτό το σχέδιο είναι σαφώς αναλογικότερο και ανταποκρίνεται στις ανάγκες της σημερινής Ελλάδας. Η αναλογικότητα προκύπτει από το κλιμακωτό μπόνους και δεν δίδεται το μεγάλο μπόνους των 50 εδρών, ανεξάρτητα από το ποσοστό του πρώτου κόμματος, όπως ίσχυε με τον προηγούμενο νόμο. Με έναν τέτοιο νόμο εξελέγησαν πρωθυπουργοί, ο Γιώργος Παπανδρέου από το ΠΑΣΟΚ, ο Αλέξης Τσίπρας από τον ΣΥΡΙΖΑ, ο Αντώνης Σαμαράς και ο Κυριάκος Μητσοτάκης από τη ΝΔ», παρατήρησε ο υπουργός και επισήμανε ότι για πρώτη φορά προβλέπεται μπόνους σε συνασπισμό κομμάτων αρκεί ο μέσος όρος των ψήφων που λαμβάνει ο συνασπισμός στις εκλογές να είναι μεγαλύτερος από την εκλογική δύναμη του δεύτερου κόμματος.