Η τραγωδία έφερε βίαια στο προσκήνιο ό,τι είναι επίσης γνωστό σε πλειάδα άλλων τομέων του δημόσιου βίου: στην υγεία, στην παιδεία, στον πολιτισμό, σχεδόν παντού. Αποκάλυψε ακόμα τον απύθμενο κυνισμό των κυβερνώντων (και των φίλιων ΜΜΕ), την ευθυνοφοβία τους, εν τέλει το φόβο και την «άριστη» φαιδρότητά τους (φανερή και στο σκονάκι του λογογράφου του απερχόμενου υπουργού).

Κάτι που όμως συχνά μας διαφεύγει (ενώ δεν θα έπρεπε) είναι αυτό το ίδιο το γεγονός των κινηματικών αντιστάσεων που τόσο άμεσα, σχεδόν αυθόρμητα εμφανίστηκαν σε τόσες πόλεις –χωρίς κεντρική καθοδήγηση, χωρίς το κάλεσμα κάποιου μείζονος θεσμικού παράγοντα. Κάτι μας δείχνει αυτή η άμεση αντίδραση, στον ακριβή αντίποδα της κυρίαρχης (πλην ιδεολογικά υποβολιμαίας) ερμηνείας της περιόδου που διανύουμε, η οποία υποστηρίζει ότι η κοινωνία είναι παθητική ή και αδιάφορη. Είναι αλήθεια ότι η κοινωνία τραυματίστηκε βάναυσα από την ήττα του μεγάλου κινήματος ενάντια στη λιτότητα (προπαντός το ΟΧΙ που ανερυθρίαστα έγινε ΝΑΙ), όμως ούτε έγινε ούτε και θα μπορούσε ποτέ να γίνει παθητική. Ή, αλλιώς, το πρόβλημα δεν ήταν ποτέ κοινωνικό, ήταν πάντοτε πολιτικό. Ποιος ο πολιτικός απολογισμός στην τρέχουσα συγκυρία;

Εκατοντάδες απλοί πολίτες (με εύστοχες αναρτήσεις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης), κινηματικά στελέχη και οργανώσεις, αλλά και κομματικοί φορείς της Αριστεράς, διατύπωσαν και δημοσιοποίησαν εξαιρετικές αναλύσεις που καταδεικνύουν και πιστοποιούν το έγκλημα και τις συστημικές του καταβολές. Όμως η ενεργός πολιτική παρέμβαση στον ωκεανό της λαϊκής οργής –η ενεργός πολιτική– δείχνει για άλλη μια φορά ελλιπής. Οι αναλύσεις κινδυνεύουν έτσι να μείνουν μετέωρες, με περαιτέρω αποτέλεσμα η συζήτηση να τείνει να πολωθεί στο αδιέξοδο «εσείς με τις επιτροπές εμπειρογνωμόνων» σας κι «εμείς με τις καταγγελίες της απύθμενης φαυλότητάς σας». Οι κοινωνικές αντιστάσεις χρειάζονται κάτι περισσότερο, χρειάζονται πολιτική.

Το ερώτημα που πρέπει τώρα να απαντηθεί είναι, με άλλα λόγια, το γνώριμο τι κάνουμε; –που στις περιστάσεις σημαίνει συγκεκριμένες προτάσεις για το πώς οι λαϊκές αντιστάσεις θα κλιμακωθούν, πώς οι κινηματικές δράσεις θα ανασυντάξουν το κατά περίπτωση καταρρακωμένο ηθικό των ευρύτερων λαϊκών στρωμάτων, πώς το εξακολουθητικό έγκλημα ενάντια στην κοινωνία που έχει σήμερα αποκαλυφθεί θα συνδεθεί με την καθημερινότητα της πλειοψηφίας –λ.χ., τη σχέση του δολοφονικά κατατμημένου και ξεπουλημένου ΟΣΕ με τον «Ηρακλή» και τα κόκκινα δάνεια, το Χρηματιστήριο Ενέργειας και τις τιμές του ηλεκτρικού– όχι απλώς ως επεξηγηματική ανάλυση (που είναι βέβαια αναγκαία), αλλά ως πρόταση δράσης.

Πρόκειται για κομβικό καθήκον των τριτοβάθμιων συνδικαλιστικών οργανώσεων και των κομμάτων της Αριστεράς. Για την ακρίβεια είναι ο λόγος ύπαρξής τους, και κρίνονται καθημερινά και αδιάλειπτα από το βαθμό και την ποιότητα με την οποία επιτελούν –ή δεν επιτελούν– αυτό το καθήκον. Αρκεί άραγε στις περιστάσεις, μια απλή στάση εργασίας, ή ακόμη και μια 24ωρη απεργία; Δεν είναι οι συνθήκες ώριμες ώστε τα αιτήματα (που, όπως γλαφυρά έγραψε ο Μάριος Διονέλλης στις Πίσω Σελίδες, μας έκαναν να ανακαλύψουμε «τον ελέφαντα στο δωμάτιο»), να τροφοδοτήσουν την επιδίωξη διάχυσης, εμβάθυνσης, συντονισμού και πολιτικοποίησης των διάχυτων κινηματικών δράσεων;

Ποια αιτήματα θα τεθούν και πώς, ποιες διεθνικές κινηματικές συμμαχίες θα διεκδικηθούν, και πώς θα επιχειρηθεί η κλιμάκωση; Δεν είναι, λ.χ., ώρα για μια 48ωρη γενική απεργία; Δεν πρέπει να τεθεί τώρα το αίτημα για παραίτηση της κυβέρνησης, και άμεσης επανεθνικοποίησης των σιδηροδρόμων, όχι με διευθύνοντες συμβούλους και μάνατζερ, αλλά με έλεγχο των εργαζομένων και της κοινωνίας που καλύτερα απ’ τον καθένα γνωρίζουν τι χρειάζεται; Δράσεις όπως αυτές είναι ο εφιάλτης της κυβέρνησης, αυτό είναι που με κάθε τρόπο θέλει να αποφύγει, ώστε το ζήτημα να θαφτεί στον ακατάσχετο ορυμαγδό των ΜΜΕ που –όπως έχει επίσης εύστοχα επισημανθεί– δεν στοχεύουν μόνο στη βραχυπρόθεσμη πλαισίωση της πραγματικότητας, στοχεύουν κυρίως στις αντιληπτικές μας κατηγορίες, στο μυαλό μας.

Εύλογα ίσως υπό το φως –ή, καλύτερα, τη σκιά– της εμπειρίας, ο ερευνητικός προβληματισμός των τελευταίων δεκαετιών εστιάζει την προσοχή του στη διερεύνηση του ερωτήματος γιατί μεγάλες κινηματικές δράσεις («συγκρουσιακοί κύκλοι» κατά τη συναφή ορολογία) μετά από ένα σημείο φθίνουν –και οι παράγοντες που επισημαίνονται είναι πολλοί: κάματος, καταστολή, πολιτική ανεπάρκεια, μεταξύ άλλων. Όμως για τους ενεργούς και ανιδιοτελείς δρώντες, το μείζον ερώτημα είναι το αντίθετο: συνίσταται στο πώς είναι δυνατόν –κλιμακούμενες– οι δράσεις αυτές να επιφέρουν απτά πολιτικά αποτελέσματα, να επαναφέρουν την ελπίδα μέσα στο ζόφο, να αναδιατάξουν άρδην το σκηνικό. Κάτι τέτοιο είναι ολότελα δυνατό αλλά, όπως μαρτυρά και η πλούσια ιστορική εμπειρία, προϋποθέτει τις κατάλληλες πολιτικές παρεμβάσεις όχι ως θεωρία αλλά ως πράξη. Οι συνδικαλιστικές οργανώσεις και οι πολιτικοί φορείς που απευθύνονται στα λαϊκά στρώματα από αυτές τις παρεμβάσεις τους θα κριθούν.

Ο Σεραφείμ Ι. Σεφεριάδης είναι Καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, Life Member στο Πανεπιστήμιο του Cambridge και Διευθυντής του Εργαστηρίου Συγκρουσιακής Πολιτικής (https://lcp.panteion.gr/)