της Τ.Μ. 

Τα κανάλια μετέδιδαν: Οι αρχηγοί των κομμάτων και η κυβέρνηση Παπαδήμου είχαν καταλήξει σε συμφωνία για το πακέτο μέτρων του νέου μνημονίου που βρισκόταν σε ψήφιση στην βουλή την Κυριακή 12 Φεβρουαρίου 2012. Μεταξύ  των μέτρων περιλαμβανόταν η μείωση του κατώτατου μισθού, κατάργηση 150.000 θέσεων εργασίας από το δημόσιο τομέα, ατομικές ή επιχειρησιακές συμβάσεις με την λήξη των κλαδικών, περικοπές στις επικουρικές συντάξεις, κατάργηση των Οργανισμών Εργατικής Κατοικίας και Εστίας, και πολλά άλλα και ακόμα χειρότερα που ήρθαν αργότερα και έγιναν αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινής μας ειδησεογραφίας και πραγματικότητας.

Θα κατεβαινάμε στην πορεία μαζί με την παρέα μου, που ήδη από την περίοδο του φοιτητικού κινήματος  και της εξέγερσης του Δεκέμβρη είχαμε δεθεί πολύ και γνωρίζαμε τους κινδύνους της αστυνομικής βίας και καταστολής και τους δρόμους διαφυγής. Θέλοντας και μη, είχαμε αποκτήσει αρκετή εμπειρία και είχαμε εμπιστοσύνη μεταξύ μας για το πώς να αντεπεξέλθουμε και να γυρίσουμε σπίτια μας σώοι και ασφαλείς, σωματικά ακέραιοι και το κυριότερο, εκτός ΓΑΔΑ.

Καθώς ετοιμαζόμουν να βγω από το σπίτι με σταματάει η μάνα μου, φαρμακοποιός τότε, και μου λέει “θα κατέβω και εγώ μαζί σου. Έχουμε συνάντηση με το Σύλλογο Φαρμακοποιών στα Προπύλαια”, σκέφτομαι  εκεί δηλαδή που θα έκαναν ομιλία οι σγχωρεμένοι Θοδωράκης και Γλέζος για να “απλώσουν τη ΣΠΙΘΑ στη συνείδηση των πολιτών”. Στη διαδρομή, κάπου στην Πατησίων, η μάνα μου με ρωτάει τι να προσέξει στην πορεία, και της δίνω ένα σωληνάριο Riopan. “Δε με ενοχλεί το στομάχι μου σημέρα καλέ, τι να το κάνω αυτό” αναρωτιέται, και της εξηγώ πώς να το χρησιμοποιήσει στην πολύ πιθανή περίπτωση που θα φάνε δακρυγόνα.

Σγχωρεμένη και η μάνα μου τώρα, και ακόμα θυμάμαι τα χρόνια που πέρασαν από τότε και δε μπορώ να ξεχάσω- ούτε αντέχω να θυμάμαι πόσο έντονη ήταν η οργή εκείνης της μέρας. Έχανε η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα. Όλων των ειδών οι σύλλογοι, οι παρατάξεις, κινήσεις πολιτών, συνδικάτα, ό,τι μόρφωμα είχε απομείνει από τις κατειλημμένες πλατείες της προηγούμενης χρονιάς του 2011. Πολύς κόσμος.

Όσο νύχτωνε τα επεισοδία μεταξύ διαδηλωτών και αστυνομίας γίνονταν όλο και πιο βίαια. Το κέντρο της πόλης ήταν πολιορκημένο. Και ο κόσμος δεν έφευγε και δεν υποχωρούσε, θα έκανε ένα κύκλο το τετράγωνο να συνέλθει από τα δακρυγόνα και τις κρότου λάμψης και θα συνέχιζε από κάποιο άλλο σημείο. Βρισκόμουν ακινητοποιημένη επί της Σταδίου, σοκαρισμένη να κοιτάω τους κινηματογράφους Αττικό και Απόλλων να καίγονται. Η πόλη ήταν μπαρουτιασμένη. Κοιτώντας ψηλά, διαπίστωσα ότι είχαν αρπάξει τα σύρματα της γραμμής του τρόλλευ και ότι η κατάσταση γινόταν πολύ πιο επικίνδυνη από όσο είχα φανταστεί. Ο κόσμος εξαγριωμένος, ανάκατος από όλων των ειδών τις ιδεολογίες και υπόβαθρα, έκανε συντονισμένα ντου στις αστυνομικές δυνάμεις. Μια βόλτα στους υπόλοιπους κεντρικούς δρόμους, στην Ακαδημίας, τη Χαριλάου Τρικούπη και την Πανεπιστημίου και την Ομόνοια επιβεβαίωνε την έκταση της οργής και της πυρπολημένης πόλης. Η ατμόσφαιρα ήταν αποπνικτική. Τι να έκανε άραγε η μαμά μου; ‘Ας έχει γυρίσει σπίτι, να μην έχω έγνοια. Από τη τσάντα και το μπουφάν αναγνωρίζω κάπου στο βάθος τους φίλους μου. Χαθήκαμε μετά, μες στα χρόνια που ακολούθησαν, λίγο ο ένας στο εξωτερικό, λίγο η άλλη με πολλή δουλειά, λίγο ο καθένας το βιολί του. Αλλά εκείνη την ημέρα, είχαμε όλοι μας το πρόσωπο της ελπίδας, ξυραφένια βλέμματα και μάτια λέιζερ.

Έχουν περάσει δέκα χρόνια από εκείνη τη μέρα. Και από τότε το μυαλό μου δεν προφταίνει να απαριθμήσει πόσα ακόμα γεγονότα βιώσαμε και έχουν χαραχτεί στη συλλογική μνήμη. Το ίδιο καλοκαίρι, η Χρυσή Αυγή θα έμπαινε στη Βουλή, και 8 χρόνια αργότερα θα καταδικαζόταν για εγκληματική οργάνωση. Τρία χρόνια μετά θα μπαίναμε στο νέο τρίτο μνημόνιο, θα ζούσαμε τα capital control, τις ανεπιτυχείς διαπραγματεύσεις με τους “θεσμούς”. Μετά η προσφυγική κρίση, τώρα η πανδημική κρίση. Εν αναμονή για την επόμενη ενεργειακή κρίση, την περιβαλλοντική κρίση, την κρίση ακρίβειας, κρίση ταυτότητας, ουκρανική κρίση… Από τη μια κρίση στην άλλη.

Και από τη μια απώλεια στην άλλη. Οριστικές απώλειες, φυσικοί θάνατοι και κινηματικοί θάνατοι. Φιλίες ή έρωτες που δεν άντεξαν στο χρόνο. Φιλοδοξίες και όνειρα που στριμώχτηκαν σε μια γκαρσονιέρα στα Πατήσια. Και συνεχώς μια εξαντλημένη προσπάθεια να γαντζωνόμαστε από ένα ελάχιστο κίνητρο για να τσουλήσει το αύριο. Αλλά το κίνητρο για να πάει καλύτερα η επόμενη μέρα είναι σαν τον αναπτήρα που ψάχνεις εκνευρισμένα στην τσέπη σου- είσαι σίγουρος ότι κάπου εκεί πρέπει να είναι, αλλά δε το βρίσκεις.. μέχρι να σου προσφέρει κάποιος άλλος τη φωτιά.