Σύμφωνα με τον ίδιο, μετά την ανασυγκρότηση του κλάδου, «οι τράπεζες θα μπορέσουν να συνεισφέρουν ξανά στη χρηματοδότηση της ελληνικής οικονομίας και να διατηρήσουν την παρουσία τους στην ευρύτερη περιοχή της Νοτιοανατολικής Ευρώπης, όπου ελέγχουν σχεδόν το ένα τρίτο της τραπεζικής αγοράς». 
 
Ο κ. Προβόπουλος στο άρθρο του υπογραμμίζει ότι σε λίγους μήνες «η εικόνα θα διαφέρει αισθητά από τις επτά μεσαίες και μεγάλες και περισσότερες από δέκα μικρές τράπεζες, που υφίσταντο μέχρι πρόσφατα». 
 
Όπως τονίζει χαρακτηριστικά, «τα μερίδια αγοράς των τραπεζών που θα προκύψουν διασφαλίζουν τον ανταγωνισμό, ενώ θα επιτρέψουν στις τράπεζες να επωφεληθούν από τις οικονομίες κλίμακας και τις συνακόλουθες συνέργειες». 
 
Ο ίδιος υπογράμμισε ότι η ολοκλήρωση της διαδικασίας της ανακεφαλαιοποίησης «θα έχει ως αποτέλεσμα μεγαλύτερες και καλά κεφαλαιοποιημένες τράπεζες, αυξημένη εμπιστοσύνη εκ μέρους των καταθετών και δυνατότητα επανόδου στις αγορές κεφαλαίων». 
 
Όπως γράφει ο κ. Προβόπουλος, η Τράπεζα της Ελλάδος, σε συνεργασία με την τρόικα, έθεσε ως στόχο τη δημιουργία ενός βιώσιμου τραπεζικού τομέα με ισχυρή κεφαλαιακή θέση, αναγνωρίζοντας τον σημαντικό του ρόλο στην πορεία της οικονομίας. 
 
Σημειώνει δε, ότι η στρατηγική αυτή στοχεύει στην ενίσχυση των βιώσιμων τραπεζών και την εξυγίανση των μη βιώσιμων προστατεύοντας στο ακέραιο την χρηματοπιστωτική σταθερότητα.        
 
Περιγράφει τη μεγάλη επιδείνωση όλων των βασικών δεικτών της ελληνικής οικονομίας, η οποία όπως επισημαίνει είναι αντίστοιχη του αμερικανικού κραχ, διαβλέπει ωστόσο ότι έχουν αρχίσει να μπαίνουν τα θεμέλια για μια πιο ανταγωνιστική και δυναμική οικονομία.
 
Τα τελευταία τρία χρόνια η Ελλάδα σημείωσε σημαντική πρόοδο στην αναδιάρθρωση της οικονομίας της. Η δημοσιονομική προσαρμογή είναι εντυπωσιακή: παρά την ύφεση, που καθιστά εξαιρετικά δυσχερή την προσπάθεια, το πρωτογενές έλλειμμα έχει περιοριστεί κατά 9 εκατοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ.      
 
Πρόοδος σημειώνεται και στο θέμα της ανταγωνιστικότητας: Η κατά 30% σωρευτική απώλεια της ανταγωνιστικότητας κόστους από το 2001 θα έχει ανακτηθεί πλήρως μέχρι το τέλος της επόμενης χρονιάς. Η βελτιούμενη ανταγωνιστικότητα έχει συμβάλει στον περιορισμό κατά τα δύο τρίτα του ελλείμματος τρεχουσών συναλλαγών σε σχέση με το 2008.           
 
Αναφερόμενος στα τεκταινόμενα στον τραπεζικό τομέα, ο διοικητής της ΤτΕ υποστηρίζει: «Το ελληνικό τραπεζικό σύστημα ήταν διεθνώς ανταγωνιστικό και είχε υγιή θεμελιώδη μεγέθη.

Όμως, η κρίση δημόσιου χρέους άσκησε μεγάλες πιέσεις στις τράπεζες, καθώς βρέθηκαν αντιμέτωπες με σημαντική εκροή καταθέσεων, αποκόπηκαν από τις διεθνείς αγορές και κατέγραψαν μεγάλες απώλειες από το PSI. Υπό το βάρος αυτής της αρνητικής συγκυρίας, κινδύνευσε η σταθερότητα του τραπεζικού συστήματος.

 Σε αυτό το περιβάλλον, η Τράπεζα της Ελλάδος, σε συνεργασία με την τρόικα, έθεσε ως στόχο τη δημιουργία ενός βιώσιμου τραπεζικού τομέα με ισχυρή κεφαλαιακή θέση, αναγνωρίζοντας τον σημαντικό του ρόλο στην πορεία της οικονομίας.

Η στρατηγική μας στοχεύει στην ενίσχυση των βιώσιμων τραπεζών και την εξυγίανση των μη βιώσιμων προστατεύοντας στο ακέραιο την χρηματοπιστωτική σταθερότητα».  

 
Ο διοικητής της ΤτΕ εκτιμά τέλος ότι στο τέλος της διαδικασίας ανασυγκρότησης του τραπεζικού συστήματος θα έχουν συγκροτηθεί τρεις μεγάλοι και ισχυροί όμιλοι, μαζί με μερικές ακόμα μικρότερες τράπεζες.   
 
Από τώρα και μέχρι τον προσεχή Απρίλιο, οι επενδυτές θα κληθούν να μετάσχουν στις αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου, οι οποίες θα έχουν την πλήρη στήριξη του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας. 
 
Η ολοκλήρωση της διαδικασίας θα έχει ως αποτέλεσμα μεγαλύτερες και καλά κεφαλαιοποιημένες τράπεζες, αυξημένη εμπιστοσύνη εκ μέρους των καταθετών και δυνατότητα επανόδου στις αγορές κεφαλαίων.