Στην εκπομπή, παρόλο που διαφημίστηκε (και δυσφημίστηκε) ως η συστημική απάντηση στην αντιπολεμική συναυλία στα Προπύλαια η οποία «δεν θα κρατούσε ίσες αποστάσεις» (δηλαδή, δεν θα κατακεραυνωνε και τους νατοϊκούς σχεδιασμούς), οι καλλιτέχνες κράτησαν τελικά ήπιους αντι-πολεμικούς τόνους, με εξαίρεση το μικρό μονόλογο του Σαββόπουλου, ο οποίος και έκλεισε την εκπομπή.
Ο Σαββόπουλος, λοιπόν, εξακολουθεί να διχάζει. Και εξακολουθεί να διχάζει κυρίως τους εξ αριστερών, γιατί από τους εκ δεξιών κάποιοι δεν ενδιαφέρθηκαν ποτέ για την περίπτωση του, ενώ άλλοι και αγαπούν τη μουσική του και δεν είχαν ιδιαίτερο λόγο να διαφωνήσουν με τις επιλογές του των τελευταίων τριών δεκαετιών.
Σε αυτό το σημείωμα θα ήθελα να ασχοληθώ με δυο κριτικές που γίνονται στο Σαββόπουλο, μιας από πολιτικής σκοπιάς, και μιας από καλλιτεχνικής (δυο κριτικές οι οποίες αποτελούν η μια συμπλήρωμα της άλλης, καθώς και η δεύτερη δεν εκπορεύεται από μια ειλικρινή αποτίμηση των τραγουδιών του, αλλά αποτελεί μια για ιδεολογικούς λόγους απόρριψη τους, η οποία παριστάνει την αισθητική κριτική.
Χαρά να σε γιαούρτωνα εκεί που ρητορεύεις
Αυτό που προσάπτουν στον Δ.Σ. οι απογοητευμένοι πρώην (ή νυν και αεί) οπαδοί του, είναι μια στροφή προς τη συντήρηση (ή συχνά, και πιο συγκεκριμένα, προς τη «Δεξιά»), τους διαχειριστές της εξουσίας, και το συστημικό λόγο.
Στροφή η οποία βιώθηκε περίπου ως προδοσία.
Η αρχή της μεταστροφής τοποθετείται, ανάλογα τα γούστα του καθενός, σε κάποιο σημείο της δεκαετίας του ογδόντα, με κοινά αποδεκτό σημείο χωρίς επιστροφή τον δίσκο το «Κούρεμα» του 1989, στον οποίο προέτρεπε στιχουργικώς τους Έλληνες να ψηφίσουν «το Μητσοτάκ» για να φύγει το ΠΑΣΟΚ.
Για ορισμένους αυτό ήταν ζήτημα «καιροσκοπισμού» που αποσκοπούσε σε μεγάλες μπίζνες. Αλλά πόσο μπορεί να θεωρηθεί καιροσκοπισμός το να πηγαίνεις ενάντια στην ιδεολογία του μεγαλύτερου μέρους του κοινού σου, εκτός αν έτσι εξασφαλίζεις μαζικότερο κοινό, ή προσβάσεις τις οποίες αλλιώς δεν θα είχες. Ο Σαββόπουλος όμως, λόγω του μισού αιώνα πορείας του την εποχή του «Κουρέματος» αλλά και του μεγέθους του, μπορούσε να έχει όποιου είδους πρόσβαση επιθυμούσε με ελάχιστες παραχωρήσεις (π.χ. στο ΠΑΣΟΚ τη δεκαετία του ’80, στο εύκολο σουξέ σε οποιαδήποτε στιγμή, κλπ), διατηρώντας ταυτόχρονα ανέπαφο το κοινό του, τα συναυλιακά έσοδα του, αλλά και τα αριστερά του γαλόνια. Δεν θα ήταν άλλωστε ούτε ο πρώτος, ούτε ο τελευταίος.
Το σφάλμα του Σαββόπουλου είναι μάλλον, ότι, σε κάποια κρίση της μέσης ηλικίας, και μετά από δύο και πλέον δεκαετίες στα πολιτιστικά πράγματα, υπέπεσε στο Νεστοριανισμό. Με αυτό δεν εννοώ την ομώνυμη χριστολογική αίρεση, αλλά την προσπάθεια να παίξει το ρόλο του «σοφού Νέστορα», ενός κοινής αποδοχής γέροντα, ο οποίος συμβουλεύει την εξουσία και νουθετεί την κοινωνία ― απολαμβάνοντας δε τις αντίστοιχες τιμές και διακρίσεις.
Κάτι καθόλα αποδεκτό, για το οποίο λίγοι θα είχαν αντίρρηση αν ζούσαμε σε μια δημοκρατική, φιλόξενη, απροβλημάτιστη, και ευημερούσα Ελλάδα. Σε μια χώρα χωρίς σοβαρό διακύβευμα, δηλαδή, στην οποία οι συμφιλιωτικές περί των κοινών απόψεις του όποιου «σοφού γέροντα», δεν θα απευθύνονταν σε ένα λαό διαιρεμένο, φορτωμένο με πολλά προβλήματα, και αντιμέτωπο με τεράστιες ορατές ή υποβόσκουσες κρίσεις.
Αν δηλαδή οι κυβερνώντες δεν ήταν αυτοί που είναι, το κράτος δεν ήταν αυτό που είναι, και η διαχείριση των δημοσίων πραγμάτων δεν γίνονταν με τον τρόπο που γίνεται, και δεν έφερνε τα αποτελέσματα που φέρνει.
Σε μια τέτοια ιδανική Ελλάδα, η ταύτιση του Σαββόπουλου με το λόγο της εξουσίας, θα ήταν ένα αδιάφορο θέμα. Άλλωστε και στην ελάχιστα ιδανική, αλλά τουλάχιστον προσωρινά ευημερούσα, Ελλάδα των 00s, μια τέτοια ταύτιση απογοήτευσε μεν ως διάψευση των (ψυχολογικών και ιδεολογικών) προβολών μέρους της κοινωνίας προς στο πρόσωπο του Δ.Σ. (και ως υπενθύμιση των προσωπικών συμβιβασμών του καθενός), αλλά πέρασε πολύ πιο ήσυχα.
Με άλλα λόγια, ακόμα και αν ο Σαββόπουλος στάθηκε στο πλευρό της εθνικής Γιάννας το 2004, δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι και οι περισσότεροι Έλληνες είτε γιόρτασαν μαζί τους το χατ τρικ Ολυμπιακών Αγώνων, Euro, και Eurovision, είτε κράτησαν κλειστή τη μύτη τους, και δεν παραπονέθηκαν ιδιαίτερα.
Μετά το 2008-2010, όμως, και απέναντι σε μια ανοικτά εχθρική εξουσία, η οποία μοιράζει «βρώμικο ψωμί», σπρώχνει εκατομμύρια στην φτωχοποίηση, και εκατοντάδες χιλιάδες να συμπληρώνουν εκ νέου «αιτήσεις για τη Γερμανία», η συστηματική ταύτιση του Δ.Σ. με το συστημικό λόγο (από το ευρώ που «σαφώς το προτιμάει» το 2015, έως τη στήριξη στο Μητσοτάκη, τη συμμετοχή στο πανηγύρι του «Ελλάδα 2021», έως την πρόσφατη απολιτίκ αντιπολεμική δήλωση που εξαφανίζει όποια άλλη ευθύνη ―σε μια χώρα με μισό αιώνα πικρής εμπειρίας του ατλαντικού συμφώνου, και του πόσο «ελεύθερα» αποφασίζουν την συμμετοχή τους τα μικρά κράτη) εκλαμβάνεται ως κάτι βαρύτερο.
Με άλλα λόγια, στον πόλεμο που δέχθηκε η Ελληνική κοινωνία από το 2008 και μετά, πολλοί θεωρούν ότι ο Δ.Σ. στάθηκε όχι απλά μακριά, αλλά από την άλλη πλευρά των χαρακωμάτων.
Κάτι το οποίο δεν αγνοήθηκε ως θέμα «συντηρητισμού» της ηλικίας. Αφενός επειδή, για παράδειγμα, οι κατά τι μεγαλύτεροι Μίκης Θεοδωράκης και Μανώλης Γλέζος, με όλα τα όποια λάθη τους, δεν υπέπεσαν σε κάτι τέτοιο, ενώ ταυτόχρονα πολλοί νεαρότεροι έσπευσαν με την πρώτη ευκαιρία να δηλώσουν την υποταγή τους στην εξουσία.
Και αν αυτό που σε διασκεδαστές του συρμού θεωρήθηκε απλός καιροσκοπισμός, στην περίπτωση του Δ.Σ. μέτρησε ως προδοσία, είναι επειδή, όσο και να ήθελε να είναι «ό,τι είναι, και ό,τι τραγουδάει για εμάς», αποτέλεσε παρόλα αυτά, για δεκαετίες, το σύμβολο μιας μεγαλύτερης υπόθεσης.
Σε κάθε περίπτωση, αν η χειρονομία του «Κουρέματος» εξέφρασε μια θεμιτή διαμαρτυρία, η οποία παρεξηγήθηκε ή συκοφαντήθηκε (άλλωστε το ΠΑΣΟΚ του 1989 είχε όντως καταντήσει δυσώδες, και «το Μητσοτάκ» ως λύση για την εκδίωξη του δεν το πρότεινε μόνο ο Σαββόπουλος, αλλά και το ίδιο το ΚΚΕ, το οποίο μάλιστα συγκυβέρνησε μαζί του), ο ίδιος ο Δ.Σ. δεν στάθηκε το ίδιο συνεπής απέναντι στον εαυτό του.
Όταν στα μέσα της δεκαετίας του ’90, και στο όνομα του «εκσυγχρονισμού», πλάκωσε στη χώρα ένα ΠΑΣΟΚ χειρότερο σε ήθος, κόστος, και γενικότερες συνέπειες για τη χώρα, από εκείνο για το οποίο μας προέτρεπε κάποτε να ξεφύγουμε ψηφίζοντας «το Μητσοτάκ», ο ίδιος φάνηκε να το καλοδέχεται, χαιρετίζοντας τη συνθηματολογία για την «ευρωπαϊκή προοπτική» της χώρας και την μπουρδολογία για την «Ελλάδα στους ισχυρούς της Ευρώπης».
Αν δηλαδή, το σκάνδαλο Κοσκωτά, υπήρξε λόγος παρέμβασης εκ μέρους του Δ.Σ., με ποια λογική το «εκσυγχρονιστικό» φαγοπότι (με τις υπερ-κοστολογημένες στο τριπλάσιο αττικές οδούς, το νέο αεροδρόμιο, τα υποβρύχια που γέρνουν, τη Siemens, τη διάλυση της Ολυμπιακής, το σκάνδαλο του χρηματιστηρίου, τα Ολυμπιακά έργα, τις τραπεζικές φούσκες και αλλαξοκωλιές, τη καταλήστευση των ασφαλιστικών ταμείων, και εντέλει, την πανηγυρική πτώχευση και το άνευ όρων μνημονιακό ξεπούλημα της χώρας), όχι μόνο δεν ήταν, αλλά η εποχή και οι κυβερνήσεις τους εκθειάστηκαν;
Το «πολιτικό» πρόβλημα με τον ύστερο Δ.Σ. δεν είναι η δήθεν εμπορευματοποίηση ή το κυνήγι του όποιου κέρδους, ούτε μια στροφή προς τη Δεξιά, ή προς τη «βαθιά μας ζωή, τη συντηρητική».
Είναι μια ροπή προς ένα κακώς εννοούμενο «νοικοκύρεμα» (η οποία δεν αντιβαίνει σε αριστερές ευαισθησίες, αν περιορίζονται στον πολιτισμικό τομέα). Η ίδια ροπή που, ως πολιτική πρόταση και αίτημα μερίδας του λαού, ονομάστηκε «εκσυγχρονισμός».
Το νοικοκύρεμα αυτό, βέβαια, ταυτίζεται πάντα με τις προσπάθειες μιας τεχνοκρατικής εξουσίας (από τον «υπεύθυνο λογιστή» Σημίτη που θα «βάλει μια τάξη», έως την Τρόικα, και τον Κυριάκο Μητσοτάκη), η οποία δήθεν μας «εξευρωπαϊζει» ― ενώ στην πραγματικότητα μας καταστρέφει οικονομικά, πολιτικά, κοινωνικά, και πολιτισμικά.
Σε κάθε περίπτωση, ο Δ.Σ., δεν είναι παρά από τους πιο διακριτικούς εκφραστές αυτού του ρεύματος, από το οποίο τις τελευταίες δεκαετίες πέρασαν Ποταμίσια ψάρια και Ψαριανοί, «κινήσεις των 58», Κουβέληδες, Προταγκωνιστές, Αθηναϊκές Φωνές και Αθηναϊκές Επιθεωρήσεις του Βιβλίου, Σώτες, Ράμφοι, και άλλοι «ελβετόψυχοι» (κατά τον πανούσιο όρο).
Ο παλιάτσος ληστής
Όπως ήδη είπαμε, η οργή για την «προδοσία» του Σαββόπουλου δεν περιορίζεται στα πολιτικά. Επεκτείνεται σε επίκριση της καλλιτεχνικής του δουλειάς.
Έτσι, ένα άρθρο που διαδόθηκε αρκετά (από κακεντρεχή σε κακεντρεχή, και από προδομένο οπαδό σε προδομένο οπαδό) χαρακτηρίζει στο Σαββόπουλο «στα πάντα του ψεύτικο», απαξιώνοντας το σύνολο του έργου του.
Θα ασχοληθώ λίγο με τις κατηγορίες του συγκεκριμένου άρθρου, γιατί το θεωρώ ενδεικτικό μιας επιδερμικής και κακοπροαίρετης προσέγγισης στο έργο του Διονύση Σαββόπουλου, την οποία συναντάει κανείς συχνά σε σχόλια ή κριτικές.
Το κείμενο ανοίγει με τον ισχυρισμό «δεν υπάρχει ούτε μια λέξη στο έργο του [Σαββόπουλου] που να είναι δική του» κάτι στο οποίο ο αρθρογράφος κατέληξε «μετά από μελέτη».
Αυτή η κατηγορία δεν είναι λάθος αν ιδωθεί τοις μετρητοίς: πράγματι, το μέγα πλήθος των λέξεων στο έργο του Σαββόπουλου δεν ανήκει στον ίδιο αλλά στην Ελληνική γλώσσα ― ο ίδιος ευθύνεται μόνο για τη διάταξή τους.
Αστειεύομαι φυσικά, έλα όμως που ο αρθρογράφος αυτό που λέει το εννοεί. Ευτυχώς, αν συνεχίσει κανείς την ανάγνωση της «κριτικής» με ελάχιστη προσοχή θα καταλάβει γρήγορα ότι πρόκειται για ασυναρτησίες, με ανούσιες κατηγορίες του στυλ: έκλεψε το στυλ του Λούτσιο Ντάλα και κουρεύτηκε ή άφησε μαλλιά σε συγχρονισμό μαζί του, εως καταγγελίες για κλοπή του Ντυλαν, του επιπέδου ότι όταν ο τελευταίος έγραψε το “The lonesome death of Hattie Carol” o Σαββόπουλος έγραφε την “Θανάσιμη μοναξιά του Αλέξη Ασλάνη”, και όταν ο Ντίλαν έγραφε το εννιά-λεπτο πολιτικό “The Hurricane” για ένα μποξέρ που κατηγορήθηκε άδικα για δολοφονία, ο Σαββόπουλος απάντησε με το “Μακρύ ζεϊμπέκικο για τον Νίκο Κοεμτζή”.
Ασφαλώς κάποιος που δεν μπορεί να δει τη αστρονομική στιχουργική, μουσική, και υφολογική διαφορά μεταξύ του Hurricane και του Ζεϊμπέκικου για τον Νίκο Κοεμτζή, οι οποίες καθιστούν το δεύτερο ένα απόλυτα πρωτότυπο έργο, και ότι η «αντιγραφή» περιορίζεται στην ιδέα «ας κάνω ένα μεγάλο πολιτικό τραγούδι για έναν ποινικό κατηγορούμενο» δεν έχει ιδέα από μουσική και στίχο ― για να το πω κομψά.
Το ίδιο φυσικά ισχύει για την Θανάσιμη Μοναξιά, ένα μοναδικής ομορφιάς στιχούργημα, ή τις «Πίσω μου σελίδες» (για το οποίο ο Σαββόπουλος κατηγορείται ότι έκλεψε τον τίτλο του ντυλανικού “My back pages”. Λες και ο τίτλος ή η ιδέα «ας γράψω ένα τραγούδι για το παρελθόν μου» είναι η ουσία ενός έργου. Οπότε τι Ενάτη Συμφωνία του Μπετόβεν, τι Ενάτη Συμφωνία του Ντβόρζακ (άσε που αμφότεροι οι παλιοκλέφτες δανείστηκαν λαϊκά μουσικά μοτίβα στο έργο τους). Αν το είχε προσέξει, ο κριτικός ασφαλώς θα κατήγγειλε και την κλοπή του «γιε γιε» στο «Βιετνάμ Γιε Γιε» από «She loves you, yeah yeah yeah» των Beatles. Και που να άκουγε για τις αντιγραφές τίτλων και πλοκής αρχαίων τραγωδιών από τους κοινούς κλέφτες Ρακίνα και Σαίξπηρ.
Η μισή κριτική στο συγκεκριμένο άρθρο αναλώνεται σε τέτοιες ανοησίες, και η άλλη μισή σε «κλοπές» στυλ, ενδυμασίας, ή και εμπειριών.
Βέβαια, αν η ιδέα του να φορέσει κάποιος γιλέκο και τιράντα σαν το Λούτσιο Ντάλα είναι «κλοπή» άξια αναφοράς σε μια καλλιτεχνική υποτίθεται κριτική, τότε τι να πει κανείς για τις άπειρες μπάντες που «έκλεψαν» το κούρεμα και την σκηνική παρουσία των Beatles, των Stones και των Who, που αντέγραψαν (στο λουκ, τα ρούχα, το γραφιστικό στυλ, και τα σκηνικά εφέ) τα πρώτα ψυχεδελικά συγκροτήματα, το χίπικο στυλ (με τις καμπάνες, τα χαϊμαλιά και τα κεντημένα τζιν) ή το punk look (με τις παραμάνες, τα σκισμένα ρούχα, και τις μοϊκάνες), και ούτω καθεξής.
Αν μη τι άλλο, σε σχέση με τις ανωτέρω κατηγορίες (που αφορούν κορυφαίους μουσικούς του εξωτερικού που υιοθέτησαν μαζικά τα ίδια ρούχα, στυλ, και άλλα στοιχεία του συρμού), εδώ ο Σαββόπουλος αντιγράφοντας ειδικά τον Λούτσιο Ντάλα παρουσιάζεται ως το αντίθετο των κατηγοριών του συγγραφέα: ακραία επιλεκτικός και με πολύ προσωπική αίσθηση του τι στυλ θέλει να υιοθετήσει.
Ο κριτικός αποφεύγει να μιλήσει για τη μουσική, πέρα από την κατηγορία ότι «παρουσίασε για δικά του» τραγούδια του Ντύλαν όπως τον «Άγγελο Εξάγγελο» και τον «Παλιάτσο και Ληστή», ή κάποιο του Ντάλα (εννοεί το «Ο χρόνος που περνά»), πριν αναφέρει ότι είναι διασκευές ― εννοεί ότι τα έπαιζε καμιά φορά σε συναυλίες πριν δισκογραφηθούν με τις σχετική επισήμανση.
Βέβαια όλα αυτά τα τραγούδια ήταν ήδη διάσημα, και κανείς δεν προσπάθησε να ξεγελάσει κανέναν, ούτε κανείς που είχε στοιχειώδη ακούσματα θα μπορούσε να τα θεωρήσει του Σαββόπουλου, ώστε να έχει νόημα μια προσπάθεια «εξαπάτησης».
Ο «Παλιάτσος και ο Ληστής» λ.χ. είχε ήδη διασκευαστεί από τον Πουλικάκο (από τον οποίο πήρε τους στίχους και τους άλλαξε ο Δ.Σ.), ενώ ήταν ήδη διάσημο κομμάτι, τόσο από την επιτυχία του Χέντριξ, όσο από το κοινό που παρακολουθούσε φανατικά τον Ντύλαν στην Ελλάδα (και πριν και κατά τη Χούντα). Αντίστοιχα, υπήρχε ένα τεράστιο κοινό Ελλήνων αριστερών που σπούδαζε ή δραστηριοποιούνταν στην Ιταλία και γνώριζε τον Λούτσιο Ντάλα και το τραγούδι του (εξίσου μεγάλη επιτυχία). Με άλλα λόγια, η ιδέα ότι ο Σαββόπουλος τα «παρουσίασε για το δικά του» δεν στέκει ούτε δευτερόλεπτο.
Περιέργως το άρθρο δεν αναφέρεται στην περίπτωση που έκλεψαν τον ίδιο το Σαββόπουλο ― όταν ένας Ιταλός συνθέτης δανείστηκε τη μελωδία της Συννεφούλας για ένα σάουντρακ, και την παρουσίασε ως δική του πολύ μετά την εδώ κυκλοφορία της.
Ούτε άλλωστε γίνεται αναφορά στα δεκάδες «κλασσικά» πλέον κομμάτια του Διονύση Σαββόπουλου, τις καινοτομίες του στη μελωδία, το στίχο και την παραγωγή, την πρώτη αβίαστη προσέγγιση ροκ και ελληνικής παραδοσιακής μουσικής ―στο αυθεντικό Ζεϊμπέκικο, στο Μπάλο (που, εκτός των άλλων, εισάγει στο ροκ τα βαλκανικά πνευστά δεκαετίες πριν το Μπρέγκοβιτς), στη Μαύρη Θάλασσα, κλπ.
Ήδη ότι πετυχαίνει, από τον πρώτο του μόλις δίσκο, να καθιερωθεί και να φέρει την δική του πρόταση σε μια εποχή όπου κυριαρχούσε το λαϊκό, η μελοποιημένη ποίηση, και ο γλυκερός στίχος στο στυλ του «νέου κύματος», είναι μεγάλο κατόρθωμα.
Ακόμα και η ντυλανική επιρροή αποτελούσε κατόρθωμα, δεδομένου ότι έγινε στα μέσα του εξήντα, με διαφορά μερικών μόλις ετών από την εμφάνιση του ίδιου του Ντύλαν, και τη στιγμή που οι Ελληνικές ροκ μπάντες παρουσίαζαν το νιοστό σέικ, μπαλάντες στυλ Πωλ Ανκα, και ήδη απαρχαιωμένη για τα δεδομένα του εξωτερικού ποπ τύπου Ολύμπιανς. Διπλό μάλιστα κατόρθωμα αν αναλογιστεί κανείς ότι η ελληνική μουσική σκηνή είχε έως και το 2000 (και την έλευση του διαδικτύου και της εύκολης πληροφόρησης) αρκετή χρονοκαθυστέρηση σε σχέση τις εξελίξεις στο εξωτερικό, σε βαθμό που ένας εκ των «γαλαζοαίματων» της ελληνικής ροκ να καθιερωθεί στις αρχές του ’80 με μουσικές που είχαν ήδη ξεπεραστεί στο εξωτερικό από δεκαετίας.
Ούτε βέβαια ο Σαββόπουλος «ξεγέλασε» τους συναδέλφους του, οι οποίοι από τον Θεοδωράκη και το Χατζιδάκι, έως τον Λοϊζο και τον Κηλαηδόνη ή και σημερινούς όπως ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου, και συνεργάστηκαν μαζί του και αναγνώρισαν την αξία του, τόσο την μουσική, όσο και την στιχουργική (την τελευταία άλλωστε αναγνώρισαν και ποιητές, από τον «μελίρρυτος» στις κριτικές του προς τρίτους Ντίνο Χριστιανόπουλο, έως τον Ευγένιο Αρανίτση).
Αλλού ο αρθρογράφος ανακαλύπτει έκθαμβος ότι ο «Ήλιε, ήλιε αρχηγέ» είχε πάρει την κεντρική ιδέα και μικρές φράσεις από το σχετικό ποίημα του Πρεβέρ. Μόνο που ελάχιστοι μοιράζονται την έκπληξη, ή το θεωρούν οτιδήποτε εκτός από μια δημόσια γνωστή επιρροή, δεδομένου ότι και ο ποιητής και το ποίημα ήταν διάσημα στην Ελλάδα, και πολύ αγαπητά στο αριστερό κοινό σε μια εποχή που ήταν πολύ περισσότερο διαβαστερό (sic) και ενημερωμένο. Ο ίδιος ο Πρεβέρ, άλλωστε, μαζί με τον Αραγκόν και μερικούς ακόμη, ήταν από τους ανεπίσημους ποιητές του γαλλικού κομμουνιστικού κόμματος, και από τους πιο αγαπημένους της Γαλλικής νεολαίας, συμπεριλαμβανομένων των χιλιάδων Ελλήνων που σπούδαζαν τότε στο Παρίσι.
Ούτε αναφέρεται πουθενά ότι με παρόμοια επιχειρήματα αντιμετωπίστηκε ο ίδιος ο Ντύλαν, και υπάρχουν τόνοι κατηγοριών για το πως έκλεψε τον τάδε ή το δείνα στίχο από κάποιο blues ή κάποιο ποίημα του 16ου αιώνα, αλλοίωσε εκείνον, ή δανείστηκε την τάδε παραδοσιακή μελωδία, από ανθρώπους που αγνοούν ότι όλα τα παραπάνω εμφανίζονται σε κάθε μείζονα ποιητή, μουσικό, και τραγουδοποιό, και που αδυνατούν να δουν τις κολοσσιαίες διαφορές του νέου έργου, και το πως ενσωματώνει, αλλάζει, μετουσιώνει, και εξελίσσει συχνά το αρχικό δάνειο.
Αυτά βέβαια είναι ψιλά γράμματα για όσους θεωρούν το Μακρύ Ζεϊμπέκικο για το Νίκο:
ως «αντιγραφή» του Hurricane:
με το σκεπτικό ότι ο Σαββόπουλος (πράγματι) εμπνεύστηκε να γράψει ένα τραγούδι με θέμα μια δολοφονία ακούγοντας το πρώτο, και αφού και τα δυο είναι (πράγματι) μεγάλης διάρκειας.
Πόσο μάλλον που, όπως μαθαίνουμε στο αυτοβιογραφικό βιβλίο του φίλου του Ντύλαν, Λούι Κεμπ, ο δεκαπεντάχρονος Ντύλαν έδωσε τη πρώτη του παράσταση παίζοντας μουσική για τα παιδιά της κατασκήνωσης που βρίσκονταν. Το ίδιο δηλαδή που έκανε και ο Σαββόπουλος, την ίδια περίπου εποχή, σε κατασκήνωση της Θεσσαλονίκης σύμφωνα με το βιβλίο για το Σαββόπουλο του Κώστα Μπλιάτκα. Εξ απαλών ονύχων, δηλαδή, και πριν αμφότεροι γίνουν γνωστοί, υπήρξε αντιγραφέας του Ντύλαν ο Σαββόπουλος.
Αν και, αν κάποιος ήταν πιο μερακλής, θα μπορούσε να κατηγορήσει τον ίδιο Ντυλαν για αντιγραφή του Σαββόπουλου. Όταν ο Σαββόπουλος έστησε τις παραστάσεις του στο Κύτταρο (1972-1974) με τσιρκολάνικη παρουσίαση, συνδυάζοντας τη συναυλία με παλαιστές του δρόμου, ζογκλερικά, θεατρικά δρώμενα, θέατρο σκιών, και guest εμφανίσεις, ο Ντύλαν θα ακολουθήσει την αμέσως επόμενη χρονιά (1975) με το Rolling Thunder Revue, μια περιοδεία στις ΗΠΑ που πατάει στην ίδια ακριβώς ιδέα.
Ακόμα και η κατηγορία του κοπιαρίσματος της «θρησκευτικής στροφής» του Ντύλαν (ο οποίος στα τέλη των 70ς στράφηκε στο Χριστιανισμό) από το Σαββόπουλο, είναι τελείως ξεκαρφωτη και εκτός γενικότερου πλαισίου. Αφενός ο Σαββόπουλος δεν επέδειξε ιδιαίτερο θρησκευτικό ζήλο, ούτε άρχισε να γράφει θρησκευτικά τραγούδια όπως ο πρώτος (η σχετική «απόδειξη» του αρθογράφου είναι ο στίχος «του θεού η χάρη μας φυλάει απ’ τα σουξέ»).
Αφετέρου ο αρθρογράφος, παρουσιάζοντας την περίπτωση του Δ.Σ. ως μεμονωμένη επιρροή από τον Ντύλαν, αγνοεί το ευρύτερο πλαίσιο της εποχής, το οποίο περιλαμβάνει μια γενικότερη στροφή στην εσωτερική αναζήτηση μετά το ναυάγιο των αιτημάτων του ’60, η οποία στη Αμερική πήρε τη μορφή της στροφής στο χριστιανισμό, τον βουδισμό κλπ, ενώ την ίδια εποχή π.χ. ο Λεονάρντ Κοέν θα επανανακαλύψει την ιουδαϊκή του κληρονομιά και ταυτόχρονα θα ασχοληθεί σοβαρά με το ζεν, ενώ ο Κατ Στηβενς θα μεταστραφεί στον ισλαμισμό ως Γιουσούφ Ισλάμ.
Στην Ελλάδα, η αντίστοιχη αναζήτηση, μετά την εμπειρία των κοινωνικό-πολιτικών αδιεξόδων της πρώιμης μεταπολίτευσης, πήρε τη μορφή στροφής στις δημοφιλείς τότε «εναλλακτικές πνευματικότητες» για μερικούς, και στο ενδοσκοπικό ρεύμα της νεο-ορθοδοξίας για άλλους (ανάμεσα τους και αρκετούς από την παρέα του Σαββόπουλου). Χωρίς να ξεχνάμε βέβαια την κατεξοχήν λαϊκή θρησκεία της εποχής, τον πασοκισμό.
Πράγματα δηλαδή που καταμαρτυρούνται ως κοπιάρισμα εκ μέρους του Σαββόπουλου του Χ ή του Ψ, υπήρξαν γενικότερες εκφράσεις και εκφάνσεις μιας εποχής, που συμπαρέσυραν και τον Χ, και τον Ψ, και τον Σαββόπουλο.
Αυτό περιλαμβάνει άλλωστε και την πολιτική στροφή της Ελληνικής κοινωνίας τη δεκαετία του ’90, αλλά και το μάγεμα μεγάλης μερίδας της από τις σειρήνες του Ευρώ, την Κίρκη των Ολυμπιακών Αγώνων, και τα εκσυγχρονιστικά γουρούνια της κεντρο-αριστεράς και της κεντροδεξιάς.
Πριν λοιπόν αποκαθηλώσουμε το Διονύση Σαββόπουλο, ας κάνουμε την (ευρύτερη και προσωπική) αυτοκριτική μας. Και ας του αναγνωρίσουμε την προσφορά του, ανεξάρτητα αν συμφωνούμε ή διαφωνούμε μαζί του ιδεολογικά.
Εκτός αν το πρόβλημά μας είναι ότι είμαστε τόσο λίγοι, που χρειαζόμαστε έναν δημιουργό που πλησιάζει τα 80, να είναι από τη «σωστή μεριά της ιστορίας», όπως την ερμηνεύουμε σήμερα, για να μας κρατάει από το χεράκι ― ή να μας «τραβάει απ’ το μανίκι».