Από το υποκεφάλαιο «Ο Ρόλος της Δουλείας» του βιβλίου Αστυνόμευση Τέλος του Άλεξ Βιτάλε:

Η δουλεία ήταν μια άλλη σημαντική δύναμη που διαμόρφωσε την πρώιμη αστυνόμευση των ΗΠΑ. Πριν από τη σύσταση της Μητροπολιτικής Αστυνομίας του Λονδίνου, πόλεις του Νότου όπως η Νέα Ορλεάνη, η Σαβάνα και το Τσάρλεστον είχαν έμμισθους αστυνομικούς πλήρους απασχόλησης που φορούσαν στολές, ήταν υπόλογοι σε τοπικούς πολιτικούς αξιωματούχους και συνδέονταν με ένα ευρύτερο σύστημα ποινικής δικαιοσύνης.

Αυτές οι πρώτες αστυνομικές δυνάμεις δεν προέρχονταν από το άτυπο σύστημα παρακολούθησης, όπως στα βορειοανατολικά, αλλά από περιπολίες εναντίον σκλάβων: αναπτύχθηκαν για να αποτρέψουν εξεγέρσεις. Είχαν την εξουσία να μπαίνουν σε ιδιωτική ιδιοκτησία για να διασφαλίσουν ότι οι σκλάβοι δεν έκρυβαν όπλα ή φυγάδες, δεν πραγματοποιούσαν συναντήσεις ή μάθαιναν να γράφουν και να διαβάζουν.

Διαδραμάτισαν επίσης σημαντικό ρόλο στην αποτροπή της απόδρασης των σκλάβων προς τον Βορρά, μέσω τακτικών περιπολιών στους αγροτικούς δρόμους. Ενώ οι περισσότερες περιπολίες σκλάβων ήταν αγροτικές και μη επαγγελματικές, οι αστικές περιπολίες όπως η Φρουρά και Σκοπιά της Πόλης του Τσάρλεστον (Charleston City Guard and Watch) έγιναν επαγγελματικές ήδη από το 1783.

Μέχρι το 1831, η αστυνομία του Τσάρλεστον είχε εκατό αμειβόμενους Φρουρούς της Πόλης και εξήντα Φρουρούς της Πολιτείας σε υπηρεσία όλο το εικοσιτετράωρο, συμπεριλαμβανομένων πεζών και έφιππων περιπόλων. Οι σκλάβοι συχνά εργάζονταν μακριά από τους ιδιοκτήτες τους σε αποθήκες, εργαστήρια και άλλους χώρους, ως μέρος της εκβιομηχάνισης.

Αυτό σήμαινε ότι μεγάλος αριθμός ασυνόδευτων σκλάβων θα μπορούσαν να κυκλοφορούν στην πόλη μόνοι τους, αρκεί να είχαν το κατάλληλο πάσο.

Μπορούσαν να συγκεντρώνονται με άλλους, να συχνάζουν σε παράνομες ταβέρνες, ακόμη και να ιδρύουν θρησκευτικούς και φιλανθρωπικούς συλλόγους, συχνά συγχρωτιζόμενοι με ελεύθερους μαύρους, κάτι που προκαλούσε τρομερό κοινωνικό άγχος στους λευκούς. Ως εκ τούτου, η επαγγελματική αστυνομία κρίθηκε απαραίτητη. Ο Ρίτσαρντ Γουέιντ παραθέτει έναν κάτοικο του Τσάρλεστον του 1845:

Στην αραιοκατοικημένη ύπαιθρο, όπου οι παρέες των νέγρων περιορίζονται σε οργανωμένες φυτείες υπό τον άμεσο έλεγχο και την επίβλεψη των ιδιοκτητών τους, οι σκλάβοι δεν επιτρεπόταν να τεμπελιάζουν και να περιπλανώνται στην ατραπό της κακίας. Η απλή περιστασιακή διέλευση και η γενική επίβλεψη μιας περιπόλου μπορεί να είναι επαρκής. Όμως, κάποιο πιο δραστήριο και εξονυχιστικό σύστημα είναι απολύτως απαραίτητο στις πόλεις, όπου, από την ίδια την πυκνότητα του πληθυσμού και την εγγύτητα των οικημάτων, υπάρχει ανάγκη πιο έντονης και επισταμένης παρακολούθησης.

Το αποτέλεσμα, σύμφωνα με τον Γουέιντ, ήταν «ένας επίμονος αγώνας για την ελαχιστοποίηση της κοινωνικής ζωής των Νέγρων και, ειδικότερα, για την αποτροπή της ανάπτυξης μιας οργανωμένης έγχρωμης κοινότητας». Αυτό έγινε μέσω της συνεχούς παρακολούθησης και επιτήρησης του μαύρου πληθυσμού. Η βαριά οπλισμένη αστυνομία επιθεωρούσε τακτικά τις άδειες των εργαζόμενων σκλάβων και τα χαρτιά των ελεύθερων μαύρων.

Η αστυνομία έδινε συνεχή μάχη για τη διάλυση παράνομων μπαρ, ομάδων μελέτης και θρησκευτικών συναθροίσεων. Ο μόνος φραγμός στην αστυνομική εξουσία ήταν ότι οι σκλάβοι ήταν ιδιοκτησία κάποιου άλλου· αν σκότωνες έναν σκλάβο, ο ιδιοκτήτης του θα μπορούσε να απαιτήσει αποζημίωση. Στις αγροτικές περιοχές, η μετάβαση από τις περιπολίες επιτήρησης σκλάβων στην αστυνομία ήταν πιο αργή, αλλά η βασική λειτουργική σύνδεση ήταν εξίσου ισχυρή.

Όταν καταργήθηκε η δουλεία, το σύστημα των περιπολιών είχε την ίδια τύχη· σε μικρές πόλεις και αγροτικές περιοχές αναπτύχθηκαν νέες και πιο επαγγελματικές μορφές αστυνόμευσης για να αντιμετωπίσουν τον πρόσφατα απελευθερωμένο μαύρο πληθυσμό. Το κύριο μέλημα αυτής της περιόδου δεν ήταν τόσο η αποτροπή της εξέγερσης όσο ο εξαναγκασμός των πρόσφατα απελευθερωμένων μαύρων σε υποτελείς οικονομικούς και πολιτικούς ρόλους.

Νέοι νόμοι που απαγόρευαν την αλητεία χρησιμοποιήθηκαν εκτενώς για να αναγκάσουν τους μαύρους να δεχτούν εργασία, κυρίως υπό το σύστημα των κολίγων* (επίμορτη αγροληψία). Η τοπική αστυνομία επέβαλε φόρο εκλογών και επιδόθηκε σε προσπάθειες καταστολής των ψηφοφόρων για να εξασφαλίσει τον έλεγχο του πολιτικού συστήματος.

Όποιος βρισκόταν στους δρόμους χωρίς να μπορεί να αποδείξει ότι εργάζεται, ερχόταν αντιμέτωπος, χωρίς καθυστέρηση, με αστυνομικές ενέργειες. Η τοπική αστυνομία ουσιαστικά ήταν η κύρια είσοδος για το σατανικό δίδυμο της ενοικίασης καταδίκων και των αγροκτημάτων των φυλακών. Οι τοπικοί σερίφηδες προχωρούσαν σε συλλήψεις ελεύθερων μαύρων με ασθενή έως ανύπαρκτα στοιχεία και στη συνέχεια τους οδηγούσαν σε ένα σκληρό και απάνθρωπο σύστημα ποινικής δικαιοσύνης του οποίου οι τιμωρίες είχαν συχνά ως αποτέλεσμα το θάνατο.

Αυτοί οι ίδιοι σερίφηδες και δικαστές έπαιρναν επίσης μίζες και σε ορισμένες περιπτώσεις έφτιαχναν λίστες ικανών και εργατικών μαύρων που έπρεπε να φυλακιστούν για λογαριασμό των
εργοδοτών, οι οποίοι στη συνέχεια θα τους νοίκιαζαν για να κερδοσκοπήσουν από την καταναγκαστική εργασία. Ο Ντάγκλας Μπλάκμον έχει καταγράψει τις φρικτές συνθήκες των ορυχείων και των κατασκηνώσεων ξυλοκόπων όπου χάθηκαν χιλιάδες.

Την εποχή του Τζιμ Κρόου, η αστυνόμευση είχε γίνει κεντρικό εργαλείο διατήρησης της φυλετικής ανισότητας σε όλον τον Νότο, επικουρούμενη από εύκαιρους τιμωρούς όπως η Κου Κλουξ Κλαν, η οποία συχνά όχι μόνο συνεργαζόταν στενά με την τοπική αστυνομία αλλά και επανδρωνόταν από αυτήν.

Η αστυνόμευση στον Βορρά επηρεάστηκε επίσης βαθιά από τη χειραφέτηση. Οι πολιτικοί ηγέτες στον Βορρά φοβούνταν έντονα τη μετανάστευση των πρόσφατα απελευθερωμένων μαύρων της υπαίθρου, τους οποίους θεωρούσαν συχνά ως κοινωνικά, αν όχι φυλετικά, κατώτερους, αμόρφωτους και εγκληματίες.

Τα γκέτο ιδρύθηκαν στις πόλεις του Βορρά για να ελέγξουν αυτόν τον αυξανόμενο πληθυσμό, με την αστυνομία να πρωταγωνιστεί τόσο στην ανάσχεση όσο και στην εξομάλυνση. Μέχρι τη δεκαετία του 1960, αυτό επιτυγχανόταν σε μεγάλο βαθμό μέσω της ρατσιστικής εφαρμογής του νόμου και της ευρείας χρήσης υπερβολικής βίας.

Οι μαύροι γνώριζαν πολύ καλά ποια ήταν τα συμπεριφορικά και γεωγραφικά όρια και τον ρόλο που έπαιζε η αστυνομία στη διατήρησή τους τόσο στον ρατσιστικό Νότο όσο και στον γκετοποιημένο Βορρά.