Θρησκευτική Ελευθερία

της Φραγκίσκας Μεγαλούδη
 
Το Σύνταγμα της Βόρειας Κορέας προβλέπει θρησκευτική ελευθερία, αν και το σχετικό άρθρο (άρθρο 68) είναι διφορούμενο: οι πολίτες έχουν την ελευθερία να ασκούν τα θρησκευτικά τους καθήκοντα και να χτίσουν τόπους λατρείας, αρκεί η θρησκεία να μην αποτελέσει μέσο εισχώρησης εξωτερικών δυνάμεων που βλάπτουν το κράτος και τη σοσιαλιστική αρχή. Στην πράξη, δηλαδή, η θρησκεία δεν επιτρέπεται.

Και όμως η Κορέα στις αρχές του αιώνα είχε μια εύρωστη τάξη χριστιανών: η πλειοψηφία των δια­νοούμενων και όσων αργότερα συνδέθηκαν με την αντίσταση κατά των Ιαπώνων και την ίδρυση του σοσιαλιστικού κράτους ήταν χριστιανοί προτεστάντες, ενώ ακόμα και ο ίδιος ο Kim Il-sung προερχόταν από οικογένεια προτεσταντών.

Μέχρι το 1940 η Πιονγκ Γιανγκ ήταν γνωστή ως η «Ιερουσαλήμ της Ανατολής», καθώς σχεδόν το ένα τρίτο των ενηλίκων ήταν προτεστάντες. Όταν ο Kim Il-sung κυριάρχησε στον βορά, άρχισε σταδιακά τις διώξεις εναντίον τους, αν και αρχικά στον σχεδιασμό της κυβέρνησής του συμπερέλαβε και μερι­κούς μετριοπαθείς θρησκευτικούς ηγέτες. Η νέα κυβέρνηση έβλεπε με καχυποψία τη θρησκεία, όχι μόνο για ιδεολογικούς λόγους, αλλά και γιατί οι χριστιανικές οικογένειες της Πιονγκ Γιανγκ ανήκαν στην ανώτερη τάξη που κατείχε γη, ασχολούνταν με το εμπόριο και είχαν αποκτήσει μεγάλη περιουσία κατά τη διάρκεια της ιαπωνικής κατοχής. Η ανακατανομή του πλούτου, μέσω της εθνικοποίησης των επιχειρήσεων και της αναδιανομής της γης το 1946, δυσχέρανε ακόμα περισσότερο τις σχέσεις μεταξύ των χριστιανών και του Kim Il-sung. Από το 1946 έως το 1950 οι περισσότεροι χριστιανοί εγκατέ­λειψαν τον βορά για τον νότο, ενώ κατά τη διάρκεια του πολέμου της Κορέας οι προτεστάντες τάχθη­καν στο πλευρό των Ηνωμένων Εθνών.

Ο διωγμός των χριστιανών του βορά θα εντατικοποιηθεί μετά τον πόλεμο, φτάνοντας συχνά στα όρια της υστερίας. Κάθε θρησκευτική εκδήλωση θα κριθεί παράνομη, όλες οι εκκλησίες και οι τόποι λα­τρείας θα κλείσουν και όσοι χριστιανοί είχαν παραμείνει στη χώρα θα κατηγορηθούν ως «κατάσκοποι των Αμερικανών». Ακόμα και όσοι απαρνήθηκαν την πίστη τους, θα αντιμετωπιστούν με καχυποψία και θα θεωρούνται εν δυνάμει «εχθροί του κράτους». Τον Δεκέμβριο του 1964 ο Kim Il-sung θα δηλώσει περήφανα ότι: «Κατά τη διάρκεια του αγώνα για την απελευθέρωση της προγονικής μας γης, η θρησκεία εξουδετερώθηκε από τη χώρα μας». Η κρατική τηλεόραση θα αναφέρει φρικιαστικές ιστορίες για τους χριστιανούς, τους οποίους πλέον ονομάζει «εθνικούς προδότες», ενώ «ρεπορτάζ» για ιεραπόστολους που απαγάγουν κορεάτες για να τους πάρουν τα όργανα δημοσιεύονται συχνά στην εφημερίδα Rodong.

Το 1972 η κυβέρνηση, αποκλίνοντας λίγο από την αυστηρή της θέση, θα επιτρέψει τη δημιουργία χριστιανικών οργανώσεων, ανάμεσα στις οποίες εξέχουσα θέση είχε η «Χριστιανοκορεάτικη Οργάνωση», η οποία όμως λειτουργούσε κυρίως ως μέσο προπαγάνδας και όχι ως θρησκευτικός οργανισμός. Δεκαέξι χρόνια μετά, το 1988, οι κάτοικοι της Πιονγκ Γιανγκ θα δουν με έκπληξη τις αρχές να χτίζουν δύο ολοκαίνουργες εκκλησίες, μία προτεσταντική και μία καθολική, σε κεντρικό σημείο της πόλης. Οι εκκλησίες χτίστηκαν ύστερα από εξωτερικές πιέσεις για χαλάρωση των απαγορεύσεων, αλλά αυτό εξακολουθεί να συνιστά ένα εξαιρετικό γεγονός, αν σκεφτεί κανείς ότι επί χρόνια θεωρούνταν «προπύργια κατασκόπων και εχθρών του κράτους».

Σήμερα στην Πιονγκ Γιανγκ υπάρχουν τέσσερις εκκλησίες, δύο προτεσταντικές, μία καθολική και μία ορθόδοξη. Στην πρωτεύουσα λειτουργεί και μουσουλμανικό τέμενος μέσα στην Πρεσβεία του Ιράν, για να καλύψει τις ανάγκες των μουσουλμάνων διπλωματών και υπαλλήλων των ξένων υπηρεσιών.

Οι ξένοι κάτοικοι μπορούν ελεύθερα να ασκήσουν την πίστη τους στις χριστιανικές εκκλησίες, ενώ στη λατρεία συμμετέχουν και ντόπιοι. Είναι αδύνατον να πει κάποιος με σιγουριά αν οι βορειοκορεά­τες πιστοί είναι μέρος μιας ευρύτερης κυβερνητικής προπαγάνδας ή αν πρόκειται για αυθεντικούς χρι­στιανούς, στους οποίους επιτρέπεται να ασκούν τα θρησκευτικά τους καθήκοντα. Αν ισχύει το δεύ­τερο, υποθέτω ότι θα γίνεται σε περιβάλλον  ελέγχου και παρακολούθησης.

Και ενώ ο προτεσταντισμός έχει κάποια παράδοση στην Κορέα, η ορθόδοξη πίστη δεν ήταν ποτέ δια­δεδομένη. Και όμως στην ορθόδοξη εκκλησία της Πιονγκ Γιανγκ έβλεπες βορειοκορεάτες χριστιανούς ορθόδοξους, κάτι που προκαλεί πολλά ερωτήματα, για το πώς βρέθηκαν χριστιανοί ορθόδοξοι στην Πιονγκ Γιανγκ και πόσο αυθεντική είναι η παρουσία τους.

Οι περισσότεροι ξένοι πιστεύουμε πως οι χριστιανοί της Βόρειας Κορέας εξυπηρετούν απλά την κυ­βερνητική προπαγάνδα. Υπάρχουν αυστηρές ποινές για την κατοχή της Βίβλου και μπορείς να βρεθείς στη φυλακή για προσηλυτισμό αν ξεκινήσεις θρησκευτική κουβέντα. Εκκλησίες εκτός της πρωτεύ­ουσας δεν υπάρχουν, κάτι που από μόνο του είναι πολύ ύποπτο. Εάν όντως υπάρχουν αληθινοί βορειο­κορεάτες χριστιανοί στις εκκλησίες, είναι πάρα πολύ βολικό το ότι όλοι τους είναι συγκεν­τρω­μένοι στην πρωτεύουσα…

Το μόνο που μπορεί να πει κάποιος με σχετική σιγουριά είναι ότι λειτουργεί ένα υπόγειο δίκτυο χριστιανικής λατρείας, το οποίο ξεκίνησε από τα σύνορα με την Κίνα και έγινε ευρέως γνωστό, κυρίως από το 1990 και μετά. Ο λιμός του ’90 ήταν καταλυτικός στην εξάπλωση του δικτύου, καθώς πολλοί πεινασμένοι Βορειοκορεάτες έβρισκαν καταφύγιο σε εκκλησίες, που βρίσκονταν στην άλλη μεριά των συνόρων, και στις οποίες δραστηριοποιούνταν ιεραπόστολοι από τον νότο. Οι ιεραπόστολοι αυτοί δεν προσφέρουν μόνο φροντίδα και φαγητό στους πρόσφυγες, αλλά και θρησκευτική «παιδεία», με σκοπό να τους προ­σηλυτίσουν, κάτι που συνήθως το πετυχαίνουν εύκολα. Ποιος πεινασμένος και φοβισμένος Βορειοκορεάτης θα αρνηθεί την προσφορά τους, όταν οι ιεραπόστολοι αυτοί είναι η μόνη σανίδα σωτηρίας που έχουν;

Το πόσο μεγάλο είναι αυτό το δίκτυο είναι δύσκολο να εξακριβωθεί, καθώς ανάλογα με ποιον συζη­τάς, θα ακούσεις και διαφορετική άποψη. Σίγουρα όμως είναι αρκετά διαδεδομένο ώστε να απασχολεί σοβαρά τις βορειοκορεατικές αρχές: ένας απελπισμένος που θα περάσει τα σύνορα και θα συλληφθεί, μπορεί και να γλιτώσει την τιμωρία ή στη χειρότερη περίπτωση να περάσει λίγους μήνες στη φυ­λακή. Εάν όμως έχει εμπλακεί σε οποιαδήποτε θρησκευτική δραστηριότητα των ιεραποστόλων, τότε μάλλον τον περιμένουν πολλά χρόνια καταναγκαστικών έργων.