
Της Ηλιάνας Ζερβού
Από τα πρώτα λεπτά της διαδικασίας, στο μεγάλο αμφιθέατρο του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου της Ευελπίδων, ένας εκ των συνηγόρων πολιτικής αγωγής πήρε τον λόγο για να υπενθυμίσει τις τεράστιες ευθύνες της ελληνικής αστυνομίας για την γυναικοκτονία της Κυριακής Γρίβα. Οι ευθύνες της διαφαίνονται τόσο, βεβαίως, στην ίδια την ημέρα του έμφυλου εγκλήματος έξω από το Αστυνομικό Τμήμα, όσο και 3 χρόνια πριν, όταν η Κυριακή πήγε να καταγγείλει τον βιασμό της και το αρμόδιο αστυνομικό όργανο δεν προχώρησε στην αυτεπάγγελτη δίωξη του κατηγορούμενου, επιτρέποντας του να συνεχίσει την κακοποιητική του δράση. Ο συνήγορος διατύπωσε την φράση που πιστεύω ότι συνοψίζει την ουσία και την κοινωνική αξία αυτής της υπόθεσης: «Το κράτος δολοφόνησε την Κυριακή Γρίβα».
Πρόεδρος: «Το κράτος δεν μπορεί να σώσει κανέναν που δεν θέλει να σωθεί»
Η πρόεδρος της έδρας έσπευσε να αθωώσει το κράτος, εκφράζοντας μία βαθιά ριζωμένη άποψη: «Το κράτος δεν μπορεί να σώσει κανέναν που δεν θέλει να σωθεί». Αυτή η πολύ διαδεδομένη αντίληψη, στον πυρήνα της, μεταθέτει πλήρως την ευθύνη στο θύμα και αγνοεί πως η αυτεπάγγελτη δίωξη υφίσταται ακριβώς με το αντίθετο σκεπτικό. Ο νομοθέτης, δηλαδή, λαμβάνει υπόψη τις συναισθηματικές διακυμάνσεις ενός κακοποιημένου ανθρώπου και δρα για την προστασία του, ανεξάρτητα από την δική του βούληση, η οποία συχνά μεταβάλλεται και από εξωτερικούς παράγοντες. Για παράδειγμα, από την σημερινή διαδικασία προέκυψε πως η Κυριακή δέχτηκε απειλές από τον δράστη και οικείους του για να αποσύρει την καταγγελία της για το βιασμό.
Στην απαράδεκτη δήλωση της προέδρου αντέδρασε έντονα ο συνήγορος πολιτικής αγωγής, χαρακτηρίζοντας την άκρως κακοποιητική. «Ανακαλέστε την δήλωση σας γιατί είναι λες και είστε το κράτος, αλλά το κράτος δεν είστε εσείς» είπε σε υψηλούς τόνους και συμπλήρωσε πως θα απευθυνθεί στην Επιθεώρηση. Η πρόεδρος συνέχισε επιμένοντας στην επίρριψη ευθυνών στις γυναίκες, αλλά αυτή τη φορά με πιο πλάγιο τρόπο, λέγοντας ότι εκείνες πρέπει να διεκδικούν όλα τους τα δικαιώματα.
Από την δήλωση αυτή της προέδρου, πιάστηκε στη συνέχεια και η κα. Έλενα Τζούλη, δικηγόρος της μητέρα της Κυριακής, και ακολούθησε ο εξής διάλογος:
Δικηγόρος: «Ήθελε η Κυριακή να δολοφονηθεί;»
Μάρτυς: «Όχι»
Δ: «Ήθελε η Κυριακή να βιαστεί;»
Μ: «Όχι»
Δ: «Και τις δύο φορές η Κυριακή πήγε στο αστυνομικό τμήμα. Δεν είμαστε όλοι ίδιοι και άρα δεν μπορεί το δικαστήριο να περιμένει από όλους την ίδια συμπεριφορά».
Δεν μπορεί, δηλαδή, το δικαστήριο να λαμβάνει ως δεδομένο πως το άτομο που βιώνει τη βία θα έχει τη δύναμη και το σθένος να διεκδικήσει τα δικαιώματα του. Γι’ αυτό χρειαζόμαστε μηχανισμούς προστασίας – όχι καταστολής – που να ξεπερνούν τον στενό πυρήνα των δυνατοτήτων του κάθε ατόμου.
«Μήπως η Κυριακή δεν ήθελε να σωθεί;» ρώτησε ξανά άλλος δικηγόρος από τη πλευρά της πολιτικής αγωγής την μάρτυρα. «Ποιός άνθρωπος θα επέλεγε να πεθάνει έτσι; Έπρεπε αυτεπάγγελτα να συλληφθεί ο δράστης, να προστατευτεί το παιδί μου» απάντησε.
«Δεν είναι τα άτομα, είναι ο θεσμός που υπηρετούν, υπάρχει συστημικό πρόβλημα στην αστυνομία» είπε ο συνήγορος απευθυνόμενος στην πρόεδρο, και ολοκλήρωσε τις ερωτήσεις του.
Τι δεν πάει καλά;
Οι προβληματικές δηλώσεις της προέδρου, όμως, δεν σταμάτησαν εκεί. Στο βήμα ήρθε η μάρτυς και μητέρα της Κυριακής Γρίβα, Δέσποινα Καλλέα, κρατώντας μερικές φωτογραφίες, τις παρέδωσε όλες στην έδρα εκτός από μία που την έδωσε στον κατηγορούμενο. Βλέποντας τις εικόνες από το ζευγάρι, η πρόεδρος σχολίασε τα εξωτερικά χαρακτηριστικά του δράστη, «βλέπουμε εδώ πέρα ένα πολύ συμπαθητικό αγόρι», με τον συνήγορο πολιτικής αγωγής να εξαγριώνεται ξανά καταγγέλλοντας την για μεροληψία και απαιτώντας το αυτονόητο: «ο κατηγορούμενος να λέγεται κατηγορούμενος».
Το σχόλιο της προέδρου συνεχίστηκε από την ερώτηση, πως αυτό το «συμπαθητικό αγόρι» έφτασε να κάνει ένα τέτοιο έγκλημα, αν αντιλήφθηκε ποτέ η κυρία Καλλέα ότι «κάτι δεν πήγαινε καλά». Σκεφτόμουν ακούγοντάς την πως με αυτόν ακριβώς τον τρόπο αναπαράγεται η κουλτούρα της έμφυλης βίας μέσα στις δικαστικές αίθουσες, είτε ανακατασκευάζοντας τον «τέλειο θύτη» – πιθανώς κάποιον με πιο άγρια χαρακτηριστικά προσώπου, πιθανώς έναν μετανάστη ή έναν άστεγο -, είτε περιμένοντας «κάτι που δεν πηγαίνει καλά» με τον ίδιο.
Η μητέρα της Κυριακής έζησε από πολύ πιο κοντά την κακοποίηση του παιδιού της από τον Θανάση Κουρέλη και στην κατάθεση της έφερε στο επίκεντρο το πραγματικό κοινωνικό πρόβλημα που αποτυπώνεται ολοκάθαρα στη συγκεκριμένη υπόθεση. Κάποιες από τις φράσεις που άκουγε η Κυριακή από τον σύντροφό της και τις μετέφερε σήμερα η κυρία Δέσποινα στο δικαστήριο:«Δεν θέλω να σε βλέπει κανένας άλλος άντρας», «Είσαι μόνο δικιά μου», «Δεν θα σε πάρει κανείς από εμένα», «Είναι κοντό το φόρεμά σου». Η Κυριακή που δεν είχε τα εργαλεία να αναγνωρίσει τον κίνδυνο σε αυτές τις φράσεις, αρχικά τις θεωρούσε κολακευτικές. Ζήλευε, μετά θύμωνε και μετά κακοποιούσε. Η κυρία Καλλέα μίλησε για συστηματική σωματική βία του δράστη κατά της Κυριακής, μία τουλάχιστον φορά τον μήνα, διαρκή εκφοβισμό, stalking, ασταμάτητο έλεγχο.
Δεν θα περιγράψω συγκεκριμένα και αναλυτικά τίποτα από όσα ανατριχιαστικά ακούγονται μέσα σε εκείνη την αίθουσα για τα όσα έκανε ο δράστης στο θύμα πριν το δολοφονήσει, γιατί δεν θα ήθελα σε καμία περίπτωση να εξάψω αισθήματα περιέργειας ή κλειδαρότρυπας. Κρατώ και αποτυπώνω μόνο το μοτίβο την έμφυλης βίας που βλέπουμε να επαναλαμβάνεται σε κάθε τέτοια περίπτωση και ακόμα δεν το αναγνωρίζουμε ως αυτό που είναι, βαθιά συστημικό πρόβλημα.
Αντ’ αυτού, η εισαγγελέας ρώτησε την μητέρα του θύματος «εσείς τι κάνατε για να την προστατεύσετε;». Γιατί, φυσικά, όταν η ευθύνη δεν πέφτει στο κράτος η το σύστημα, πρέπει να πέσει στο άτομο, είτε αυτό είναι το ίδιο το θύμα, είτε η μητέρα του. Σε αυτή την ερώτηση, αντέδρασε για ακόμα μία φορά ο συνήγορος της κυρίας Καλλέα, αναφέροντας χαρακτηριστικά πως η ερώτηση είναι παράνομη γιατί δεν δικάζεται η μητέρα της Κυριακής.
«Στις ποινικές δίκες δεν ερευνάται η προσωπικότητα των θυμάτων, μόνο των κατηγορουμένων»
Κατά την διάρκεια την κατάθεσης της, η μητέρα της Κυριακής αναφέρθηκε στην πιθανότητα ο κατηγορούμενος να είχε σκοτώσει την γάτα που είχε υιοθετήσει το ζευγάρι, όσο συγκατοικούσε. Συγκεκριμένα, είπε ότι ενώ η Κυριακή έλειπε στη δουλειά, ο Θανάσης την ενημέρωσε πως η γάτα ξέφυγε από το σπίτι και την πάτησε αυτοκίνητο. Αργότερα, η Κυριακή της είπε πως εντόπισε δόντια και αίματα της γάτας στο σπίτι και υποψιαζόταν πως την είχε σκοτώσει εκείνος.
Όταν στη συνέχεια, πήρε τον λόγο η υπεράσπιση του κατηγορουμένου για να απευθύνει ερωτήσεις στη μάρτυ, έγινε γρήγορα εμφανές πως στόχο της αποτελούσε η μετατόπιση της συζήτησης στο οικογενειακό περιβάλλον της Κυριακής. Ειδικότερα, προσπάθησε να δημιουργήσει την εικόνα πως ο πατέρας της Κυριακής είχε υπάρξει κακοποιητικός με την ίδια αλλά και με την πρώην σύζυγό του, την κυρία Καλλέα.
Σύντομα η υπεράσπιση της πολιτικής αγωγής ξέσπασε πως το δικαστήριο δεν εξετάζει το οικογενειακό περιβάλλον της Κυριακής, εκτοξεύοντας προειδοποιήσεις για μηνύσεις για συκοφαντική δυσφήμιση. Αξία, όμως, και σε αυτή την αναφορά έχει η αντίδραση της προέδρου: «Εδώ εσείς αναφερθήκατε σε κακοποίηση ζώου». Η αίθουσα γέμισε απορημένα βλέμματα για το αν η πρόεδρος πραγματικά δεν μπορούσε να διακρίνει την διαφορά, ανάμεσα στις δύο περιπτώσεις που συμψήφιζε.
«Στις ποινικές δίκες δεν ερευνάται η προσωπικότητα των θυμάτων, μόνο των κατηγορουμένων. Είστε πραγματικά εξαιρετέα» φώναξε ο συνήγορος πολιτικής αγωγής.
Ο συνήγορος υπεράσπισης είχε πράγματι πολύ λίγο χρόνο μέχρι τη λήξη της διαδικασίας για να την εξέταση της μάρτυρος, ενώ οι διαρκείς διακοπές από την αντίθετη πλευρά για τα προαναφερθέντα τον εξόργισαν περισσότερο, φτάνοντας να φωνάξει που του κάνουν «φασιστικό μπούλινγκ». Τατουάζ με σβάστικες, όμως, έχει μόνο ο κατηγορούμενος, σύμφωνα με την κυρία Καλλέα.