Προκειμένου να μειωθούν δραστικά οι χρόνοι της διαβούλευσης στο τοπικό Παρλαμέντ (Κοινοβούλιο), τα δύο πιο ένθερμα υπέρ της ανεξαρτησίας κόμματα, κατέθεσαν με κατ’ επείγουσα διαδικασία τον νόμο για το δημοψήφισμα, ακριβώς την τελευταία μέρα πριν τη θερινή διακοπή των εργασιών του Σώματος.
Παρ’ όλο που με τη διαδικασία του κατ’επείγοντος αποφεύγεται μία παρατεταμένη εξέταση του περιεχομένου του νομοσχεδίου, το Παρλαμέντ θα πρέπει ωστόσο να πραγματοποιήσει δύο ολομέλειες μετά την επανέναρξη των εργασιών του στις 16 Αυγούστου: μία για να εγκρίνει την κατάθεσή του και μία δεύτερη για την τελική του ψήφιση. Μολαταύτα, κατ’ αυτόν τον τρόπο εξασφαλίζεται ότι η κύρωσή του ως νόμος θα έχει περαιωθεί μέχρι τα τέλη του μήνα, ή το αργότερο αρχές Σεπτεμβρίου.
Όσον αφορά την ηθική θωράκιση της διαδικασίας του δημοψηφίσματος μέσω μίας διεθνούς νομιμοποίησης, η τοπική εφημερίδα La Vanguardia σε δημοσίευμα της, υποστηρίζει πως το γραφείο Εξωτερικών Υποθέσεων της τοπικής κυβέρνησης απέστειλε την Δευτέρα στις ξένες κυβερνήσεις ένα 20σέλιδο μνημόνιο, με το περιεχόμενο του νόμου για το δημοψήφισμα, εξηγώντας την ανάγκη του καταλανικού λαού να έχει δικαίωμα στην αυτοδιάθεσή του.
«Η Καταλονία μετατρέπεται σε μία δομική μειονότητα εντός του Ισπανικού κράτους, γεγονός που την εμποδίζει να χαίρει της πλήρης αναγνώρισής της, της αντιπροσώπευσης και της συμμετοχής της στην πολιτική, κοινωνική, οικονομική και πολιτιστική ζωή του Ισπανικού κράτους, απελευθερωμένη από κάθε είδους διάκριση», τονίζεται στο μνημόνιο που απέστειλε η τοπική κυβέρνηση, εξηγώντας πως ο νόμος για το δημοψήφισμα αποτελεί ένα όργανο που έχει εγκριθεί από 68 από τους 135 βουλευτές του Κοινοβουλίου της Καταλονίας, προκειμένου να δυνηθούν οι πολίτες της να εκφράσουν τη βούλησή τους την 1η Οκτωβρίου.
Επιπλέον, στο ίδιο κείμενο προστίθεται πως ο νόμος αυτός «επιδιώκει να δώσει μία δημοκρατική απάντηση» στο θέμα του Καθεστώτος της Αυτονομίας (Estatut), που οι προβλέψεις του έχουν περικοπεί από το Ισπανικό Συνταγματικό Δικαστήριο, κι οι νόμοι που απέρρεαν από αυτό έχουν ακυρωθεί από το ανώτατο δικαστικό όργανο.
Σύμφωνα με την καταλανική πλευρά, η μόνη ανταπόκριση στις αξιώσεις της υπήρξε μία «δικαστική επίθεση ενάντια σε όσου υποστηρίζουν τη διεξαγωγή του δημοψηφίσματος» και η «περιστολή της αυτοδιακυβέρνησης της Καταλονίας». Στο μνημόνιο περιγράφονται οι τρείς κύριοι στόχοι του νόμου για το δημοψήφισμα.
Πρώτον, «η ανάγκη να βρεθεί μία πολιτική λύση στην πολιτική διένεξη με την Ισπανική κυβέρνηση, επιτρέποντας στους πολίτες της Καταλονίας να υιοθετήσουν μία σαφή κι αδιαμφισβήτητη θέση μέσω του δημοψηφίσματος. Δεύτερον, «η ανάγκη να δωθεί απάντηση στην αξίωση εξέφρασαν στην κάλπη οι πολίτες της Καταλονίας
και η οποία έδωσε μία κυβέρνηση και μία κοινοβουλευτική πλειοψηφία που καλείται να δώσει απάντηση σύμφωνα με τις δημοκρατικές αρχές». Τρίτον, «η ύπαρξη ενός διεθνούς νομικού πλαισίου που θα καθιστά δυνατή τη διεξαγωγή ενός δημοψηφίσματος για την ανεξαρτησία, όπως και για τη δημιουργία ενός νέου κράτους εντός της Ευρώπης, που θα βασίζεται στην υποχρέωση του κάθε κράτους να χειρίζεται δημοκρατικά τις διαφωνίες του, τον σεβασμό στα δικαιώματα και τις θεμελιώδεις ελευθερίες του ανθρώπου, το δικαίωμα των λαών στην αυτοδιάθεση και το δικαίωμα στη διορθωτική απόσχιση».
Η κυβέρνηση της Καταλονίας διαβεβαιώνει στις ξένες κυβερνήσεις πως ο νόμος για το δημοψήφισμα προβλέπει «μία σειρά από κοινούς μηχανισμούς συμβατούς με αυτούς που σε διεθνές επίπεδο που διέπουν τις εκλογικές διαδικασίες, περιλαμβανομένης και της ίδρυσης μίας εκλογικής αρχής, της σύνθεσης εφορευτικών επιτροπών στα εκλογικά κέντρα, εκλογικών ψηφοδελτίων και κέντρων διεξαγωγής της ψηφοφορίας». «Προβλέπεται πως ο νόμος θα εγκριθεί στις αρχές Σεπτεμβρίου, όταν το Κοινοβούλιο της Καταλονίας επανέλθει στις εργασίες του μετά τη θερινή διακοπή», ανακοινώνεται στο αγγλικό κείμενο που απεστάλη στις ξένες κυβερνήσεις.