«Ήμασταν προετοιμασμένοι για οποιοδήποτε ενδεχόμενο», διαβεβαίωσε ο υπουργός Επικρατείας, αναγνωρίζοντας ταυτόχρονα ότι «όταν ο φερόμενος συνομιλητής σου είναι ο Πρόεδρος της Τουρκίας τίποτε δεν είναι απολύτως προβλέψιμο». Γι’ αυτό, συνέχισε, «είχαμε προνοήσει ώστε εγκαίρως να έχουμε μέσα στα Συμπεράσματα του τελευταίου Ευρωπαϊκού Συμβουλίου μια αποστροφή, που είναι πολύ συγκεκριμένη: δηλαδή ότι οι συνομιλίες θα πρέπει να γίνουν υπό όρους ειρήνης, διαφορετικά ως τον Δεκέμβριο θα αναθεωρηθεί η απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου».
Η ενέργεια με το «Ορούτς Ρέις» σαφώς και επηρεάζει την έναρξη των διερευνητικών επαφών, υποστήριξε ο Γ. Γεραπετρίτης, όπως επηρεάζει και η «αμετροεπής ενέργεια» να ανοίξουν τα Βαρώσια, ανέφερε ο υπουργός, προσθέτοντας ότι «υπό τις συνθήκες που η Τουρκία έχει επιβάλει, είναι αδύνατο να υπάρξει οποιαδήποτε συνομιλία. Και η Ελλάδα έθεσε ως αποκλειστική προϋπόθεση για να κατέλθει σε μια συζήτηση με βάση το Διεθνές Δίκαιο μόνο το ότι δεν θα υπάρξει καμία ενέργεια με επιθετικό χαρακτήρα. Όταν συζητάς για οριοθέτηση θαλασσίων ζωνών δεν μπορεί το ένα από τα δύο μέρη να παραβιάζει αυτές τις ίδιες τις θαλάσσιες ζώνες», ξεκαθάρισε.
«Η πεποίθησή μας είναι ότι θα πρέπει να συζητήσουμε επί τη βάσει του Διεθνούς Δικαίου, δήλωσε επίσης, αλλά «εάν η Τουρκία δεν συμμορφωθεί με αυτό το χρονοδιάγραμμα που ετέθη, τότε θα επέλθουν τα επόμενα βήματα, τα οποία έχει προδιαγράψει το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο», επέμεινε. Και, «εξακολουθούμε να πιστεύουμε ότι η μόνη λύση είναι η συζήτηση, αλλά συζήτηση υπό όρους εκβίασης και απειλής δεν πρόκειται να ανεχθεί η Ελληνική Δημοκρατία», σημείωσε σε υψηλούς τόνους ο Γ. Γεραπετρίτης.
Το θέμα θα συζητηθεί στη Σύνοδο Κορυφής, στο τέλος της τρέχουσας εβδομάδας, άλλωστε «ο Έλληνας πρωθυπουργός δήλωσε σαφώς, και στον Σαρλ Μισέλ, ότι θα τεθεί το ζήτημα της τουρκικής επιθετικότητας. Αντιλαμβανόμαστε όλοι ότι οι κυρώσεις δεν είναι ο αυτοσκοπός αλλά ένα μέσο ώστε να εξαναγκαστεί η Τουρκία να καθίσει στο τραπέζι υπό όρους που θα ερείδονται στο Διεθνές Δίκαιο», σημείωσε και εκτίμησε ότι το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο «θα τοποθετηθεί με τον τρόπο που αρμόζει σε τέτοιες παραβιάσεις του Διεθνούς Δικαίου».
Ειδικά για το θέμα των κυρώσεων, «η ελληνική διπλωματία έχει καταφέρει να έχει τις κυρώσεις διαρκώς στο τραπέζι. Το γεγονός ότι η Ε.Ε. έχει ήδη καταρτίσει ένα μενού κυρώσεων οι οποίες περιλαμβάνουν και πολύ σκληρές απειλές εις βάρος της Τουρκίας τόσο κατά κρατικών δομών όσο και ιδιωτών είναι μια σοβαρότατη κατάκτηση», υπογράμμισε επαναλαμβάνοντας ότι «η ευρωπαϊκή διπλωματία έθεσε ως όριο το τέλος Δεκεμβρίου, προφανώς σε περίπτωση που κλιμακώσει η Τουρκία τότε θα τεθεί το θέμα των κυρώσεων. Όσο κι αν ήμαστε υπέρ της συζήτησης, τέτοιου τύπου επιθετικές ενέργειες που υπονομεύουν την ειρήνη στην περιοχή, δεν πρόκειται να γίνουν ανεκτές ούτε από την Ελλάδα ούτε από την Ευρώπη», διεμήνυσε επίσης.
Αναφορικά με το θέμα της δίκης της Χρυσής Αυγής, και ερωτηθείς για όσα είπε σε συνέντευξή του ο πρώην υπουργός Δικαιοσύνης, Αντώνης Ρουπακιώτης, ο υπουργός Επικρατείας ήταν κατηγορηματικός: «Ο αντιρατσιστικός νόμος – όπως καταλαβαίνουμε όλοι οι νομικοί, ακόμη κι ένας πρωτοετής φοιτητής Νομικής – δεν έχει καμία σχέση με τα ζητήματα των ποινικών δικών στην προκειμένη περίπτωση. Αντιλαμβανόμαστε όλοι ότι η Ιστορία έχει γραφεί κι έχει γράψει ότι η δίκη αυτή επισπεύστηκε το 2013 κυρίως μέσω της συγκέντρωσης όλων των δικογραφιών σε μία ενέργεια και της αποστολής στην αρμόδια εισαγγελία. Η επίσπευση αυτή οδήγησε στο σημερινό γεγονός», ανέφερε και διευκρίνισε ότι «δεν πρόκειται μόνο για την ποινική επίσπευση αλλά και για την πολιτική ασφυξία που προκλήθηκε. Γιατί», συμπλήρωσε, «παράλληλα με την αποστολή της δικογραφίας υπήρξε και αναστολή της χρηματοδότησης της Χρυσής Αυγής με ρύθμιση που έφερε η τότε κυβέρνηση το 2013 και οδήγησε ουσιαστικά τη Χρυσή Αυγή εκτός του Κοινοβουλίου». Και με έμφαση επεσήμανε ότι «τόσο σε επίπεδο ποινικά κολάσιμων πράξεων όσο και σε επίπεδο πολιτικής η Χρυσή Αυγή έχει οριστικά καταδικαστεί. Αισθανόμαστε όλοι υπερήφανοι και ως κυβέρνηση και ως δικαιικό σύστημα που επιτέλους εξοβελίσαμε το μόρφωμα αυτό». Με τον υπουργό Επικρατείας να κλείνει τη σχετική απάντηση λέγοντας: «Καλό θα ήταν σε κάθε περίπτωση να μην γίνεται αντικείμενο μικροπολιτικής σκοπιμότητας ένα τόσο σπουδαίο για τη Δημοκρατία ζήτημα».
Τέλος, για τον Covid-19, επανέλαβε την κυβερνητική θέση ότι «αυτήν τη στιγμή δεν βρισκόμαστε καθόλου κοντά σε μια καθολική απαγόρευση κυκλοφορίας, όπως είχε συμβεί στην πρώτη φάση της πανδημίας». Εξάλλου, η Ελλάδα βρίσκεται σήμερα στις καλύτερες θέσεις σε ό,τι αφορά τη διαχείριση και σε πολύ καλύτερη μοίρα από άποψη ιατρικού δυναμικού. Στο «δια ταύτα», όμως, υπογράμμισε ότι «όλοι οφείλουμε στο πλαίσιο της κοινωνικής αλληλεγγύης που επιδεικνύουμε, να είμαστε συνεπείς απέναντι στις υποχρεώσεις μας και το κράτος θα ανταποκρίνεται με γρήγορα αντανακλαστικά. Δεν πρόκειται να θυσιάσουμε την υγεία των πολιτών αλλά η χώρα μας εξακολουθεί με βάση τα ευρωπαϊκά επιδημιολογικά δεδομένα να βρίσκεται σε καλή κατάσταση».