Ένα μήνα μετά την κήρυξη της δικτατορίας του Μεταξά, ο δικτάτορας δήλωνε με απαράμιλλο ποιητικό οίστρο: «Ο Οκτώβριος θα έλθη και πάλιν εφέτος όπως κάθε Οκτώβριον. Το μόνο το οποίον θα μας φέρη θα είναι ολίγαι βροχαί και ριπαί του φθινοπώρου. Η κυβέρνησις όμως είναι σταθερά και μόνιμος και δεν επηρεάζεται από τας εποχάς του έτους». Αυτή ήταν η επιθυμία ενός δικτάτορα να φανταστεί την κυβέρνησή του σαν να μην υπακούει στον νόμο των εποχών, σαν να βρίσκεται εκτός του κύκλου της ζωής. Όμως σαν τα φύλλα στα δέντρα είναι και οι γενιές των θνητών και οι κυβερνήσεις. Αυτή την πικρή διαπίστωση προσπαθεί να ξεχάσει ο πρωθυπουργός μας μιλώντας για ορίζοντα τετραετίας.
Η διατύπωση των προγραμματικών δηλώσεων είναι γεγονός χαρμόσυνο. Το βλέμμα είναι στραμμένο στο μέλλον, γιατί είναι μια διαδικασία που συμβαίνει στην αρχή της θητείας, αμέσως μετά τις εκλογές, λοιπόν χαρακτηρίζει μια κυβέρνηση που δεν έχει ακόμα φθαρεί, και μπορεί να «κοιτάζει τον ψηφοφόρο στα μάτια», όπως λέγεται, και να σχεδιάζει με αισιοδοξία τη στρατηγική της. Ε λοιπόν, το ενδιαφέρον σε αυτές τις προγραμματικές δηλώσεις είναι ότι δεν συμβαίνει τίποτε από όλα αυτά. Ο προγραμματικός λόγος στη μνημονιακή εποχή δεν έχει κανένα από όλα αυτά τα γνωρίσματα της παλαιάς μας αθωότητας. Το πρώτο χαρακτηριστικό της περιόδου είναι ότι δεν υπάρχει ποτέ βλέμμα στραμμένο στο μέλλον. (Εννοώ ούτε καν για τους ψηφοφόρους τους – οι υπόλοιποι δεν ήμασταν ηλίθιοι ούτε πρόπερσι.) Οι παίχτες βγαίνουν λαχανιασμένοι από τα αποδυτήρια για να ξεκινήσουν τον αγώνα, κανείς δεν ευελπιστεί ότι θα αντέξουν μετά το πρώτο τέταρτο. Οι κραυγές Βενιζέλου για το πολλοστό ξεκίνημα της παράταξης είναι όλο και πιο θλιβερές, ο ίδιος όλο και περισσότερο εκτός εαυτού. Ο Σαμαράς που ψελλίζει για αλήθεια, ελπίδα, προοπτική, κουράγιο είναι φιγούρα σαλτιμπάγκου. Κανείς δεν δίνει σημασία. Ό,τι βλέπουμε γύρω μας έχει ήδη την όψη της φθοράς, γυρίσαμε σπίτι από τα ψώνια με σάπιο κρέας. «Στην αρχή μου είναι το τέλος μου», όπως γράφει ο Τ.Σ. Έλιοτ στα «Τέσσερα Κουαρτέτα»: «είπα στην καρδιά μου να περιμένει χωρίς ελπίδα, γιατί η ελπίδα θα ήταν ελπίδα για το λάθος πράγμα, χωρίς αγάπη, γιατί η αγάπη θα ήταν αγάπη για το λάθος πράγμα». Ωραίο ξεκίνημα.
Παρ’ όλ’ αυτά, όσο κι αν η πολιτική γίνεται όλο και πιο διαχειριστική, θα πρέπει πάντοτε κάπως η κυβέρνηση να συνεργαστεί με την κοινωνία, να μπορέσει και να πείσει. Καμία πολιτική δεν μπορεί να ασκηθεί χωρίς τη συμμετοχή των κυβερνωμένων, χωρίς μια ικανή κατάποση του δολώματος. Θα πρέπει οι πολίτες να νιώσουν ότι το πρόγραμμα τους αφορά και χρειάζεται να το στηρίξουν. Εξάλλου, δεν χρειάζεται να πάμε πολύ μακριά: η κυβέρνηση Παπαδήμου ήταν κυβέρνηση «ευρυτάτης κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας», που έλεγε αφρίζοντας και ο Βενιζέλος. Δεν στέριωσε διότι δεν μπορούσε να πείσει. Δεν μπορείς να αλλάξεις τίποτα, δεν μπορείς καν να φορολογήσεις, αν κανείς δεν πιστεύει σε αυτό που κάνεις. Η ασυμφωνία αυτή μεταξύ κοινωνίας και βουλής παραμένει, καθώς ο πρωθυπουργός μας τώρα ξέρει καλά πως ψηφίστηκε για να μην εκλεγεί ο ΣΥΡΙΖΑ και λέμε «γιατί κύριε;» φύγαμε από το Ευρώ, όχι γιατί θαμπωθήκαμε από το πρόγραμμά του.
Ξέρουμε να ξεχωρίζουμε από όσα λέγονται τι είναι πρόγραμμα και τι είναι παρλαπίπα στον λόγο του πρωθυπουργού: μέσα στον ορυμαγδό πολιτικάντικης φλυαρίας και μαγκιάς με πόζα καβγατζή αυτοκινητιστή που τράκαρε, συνονθυλεύονται μέτρα που εστιάζουν στη διαπόμπευση και ακολούθως το ξεπούλημα των δημοσίων αγαθών. Αυτό είναι το μόνο κομμάτι που ακούμε με προσοχή από αυτά που λέγονται. Το ξεχαρβάλωμα του δημοσίου γίνεται η σημαία κάτω από την οποία θα κρυφτούν όσοι το ροκάνισαν, και τώρα θα το πουλήσουν στους φίλους τους. Οι όροι βεβαίως θα είναι οι γνωστοί από τη διεθνή εμπειρία, με ολίγη από ΝΔ. Λέει τώρα ο εκλεγμένος πρωθυπουργός μας ότι θα πατάξει τη διαφθορά και θα ξεπουλήσει με τιμιότητα και δικαιοσύνη τον πλούτο και τα αγαθά του δημοσίου. Ας θυμίσουμε μία λεξικογραφική πληροφορία: η φράση «διαπλεκόμενα συμφέροντα» εισάγεται από τον Κωστή Μητσοτάκη στη γλώσσα μας, και περνάει στην ιστορία από τη διατύπωσή του για την πτώση της κυβέρνησης Μητσοτάκη το 1993 από τον Σαμαρά.
Χωρίς ελπίδα και χωρίς αγάπη λοιπόν, όσο κρατάει η τελευταία εφεδρεία της μνημονιακής πολιτικής, τα πρώην μεγάλα κόμματα που γίναν δύο σε ένα για να τα καταφέρουν αθροιστικά, και η θλιβερή προσθήκη της ΔΗΜΑΡ, αναλαμβάνουν να διαχειριστούν τα κύρια χτυπήματα στη χώρα μας: τη διάλυση της προστασίας των εργαζομένων και το ξεπούλημα του δημόσιου πλούτου. Αυτή η κυβέρνηση, όσο της επιτραπεί, θα συνεχίσει να κάνει και τα δύο. Όντας όλοι πια πεπεισμένοι ότι ο Οκτώβριος δεν θα φέρει μόνο βροχάς και ριπάς του φθινοπώρου, αλλά θα φέρει και την κυβέρνηση αντιμέτωπη με την κοινωνία, το πρόβλημα είναι πως κι εμείς θέλουμε «αλήθεια, ελπίδα, προοπτική και κουράγιο», με τη μόνη διαφορά ότι αυτό που συνιστά «αλήθεια, ελπίδα, προοπτική και κουράγιο» για τον Σαμαρά, είναι ψεύδος και απελπισία για μας, και τούμπαλιν. Ας προχωρήσουμε χωρίς ομοψυχία, λοιπόν, και ας ελπίσουμε να μην κερδίζουν πάντα οι χειρότεροι.