του Παναγιώτη Παπαδομανωλάκη
Ο Αλέξανδρος Τεμέρκο είναι πρώην αξιωματούχος του προέδρου που έμεινε στην ιστορία ως «ο Ρώσος Ουάσινγκτον», για τον ρόλο του στη διάλυση της ΕΣΣΔ και τις νεοφιλελεύθερες απορρυθμίσεις που οδήγησαν στην ληστεία του σοβιετικού πλούτου από την ανερχόμενη τάξη των Ρώσων ολιγαρχών. Από το 1999, ο Τεμέρκο κατείχε θέσεις στην πετρελαϊκή εταιρεία Yukos, του Ρώσου ολιγάρχη Μιχαήλ Χοντορκόφσκι, τότε πλουσιότερου ανθρώπου της Ρωσίας και του 16ου πλουσιότερου ανθρώπου στον κόσμο. Μετά τη σύλληψη του Χοντορκόφσκι, το 2003, με κατηγορίες για απάτη, φοροδιαφυγή και άλλα οικονομικά εγκλήματα, ο Τεμέρκο έγινε αντιπρόεδρος της εταιρείας, μέχρι να διαφύγει στο Λονδίνο, αφότου εξετάστηκε από ποινικούς ανακριτές τον Οκτώβριο του 2004, ενώ στη συνέχεια κατηγορήθηκε για υπεξαίρεση με απάτη, παραποίηση στοιχείων σε αστική υπόθεση και πλαστογραφία εγγράφων.
Από το 2011 είναι Βρετανός πολίτης, μέλος και χορηγός του Συντηρητικού Κόμματος, ενώ συμμετέχει στο Ινστιτούτο Οικονομικών Υποθέσεων, μια δεξιά δεξαμενή σκέψης, που προτείνει την ολοκληρωτική ιδιωτικοποίηση και ουσιαστικά κατάργηση, της Εθνικής Υπηρεσίας Υγείας (NHS). Παράλληλα, το Ινστιτούτο χρηματοδοτείται από εταιρείες καπνοβιομηχανίας, επιτιθέμενο στην εκστρατεία του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας για τον καπνό. Επίσης έχει τεκμηριωθεί η χρηματοδότηση από τη βιομηχανία αλκοόλ, τροφίμων και ζάχαρης, καθώς και -σύμφωνα με μια έρευνα της Greenpeace- από τον πετρελαϊκό κολοσσό BP, με την οργάνωση να αρνείται την κλιματική αλλαγή. Χρηματοδότες του Ινστιτούτου Οικονομικών Υποθέσεων είναι επίσης τα «Donors Trust» και «Donors Capital», επενδυτικό όχημα του δικτύου Κοχ, του ιδιοκτήτη της ομώνυμης πετρελαϊκής εταιρείας η οποία, με τη σειρά της, προσφέρει χρήματα σε λευκές ακροδεξιές ομάδες «Αμερικανοί για την Ευημερία», το λόμπι των όπλων, καθώς και στη καμπάνια του πρώην προέδρου, Ντόναλντ Τραμπ. Ανάμεσα στους υποστηρικτές του Ινστιτούτου Οικονομικών Υποθέσεων είναι η σημερινή πρωθυπουργός του Ηνωμένου Βασιλείου, Λιζ Τρας, από το βήμα του οποίου ζήτησε μια νεοφιλελεύθερη «επανάσταση των Τόρις» με αιχμή την ουμπεροποίηση της εργασίας.
«Η υποστήριξη του ΝΑΤΟ έχει οδηγήσει τις ένοπλες δυνάμεις της Ουκρανίας να αναμετρηθούν κατά μέτωπο με τη Ρωσία»
Ο Τεμέρκο αναφέρει στο άρθρο του στο Politico, πως «από τότε που η Ρωσία εξαπέλυσε για πρώτη φορά την επίθεσή της κατά της Ουκρανίας, προσάρτησε την Κριμαία και κατέλαβε τμήματα της περιοχής Ντονμπάς, οι δυνάμεις της χώρας (δηλαδή της Ουκρανίας) μετατράπηκαν από έναν αριθμητικά ασήμαντο και φτωχά εξοπλισμένο στρατό σε έναν από τους ισχυρότερους και καλύτερα κινητοποιούμενους στρατούς στην Ευρώπη. Σήμερα, οι δυνατότητες κινητοποίησης της Ουκρανίας, οι ανθρώπινοι πόροι και η υποστήριξη που έχει λάβει από έως και 40 πολιτισμένες χώρες, συμπεριλαμβανομένων των Ηνωμένων Πολιτειών, του Ηνωμένου Βασιλείου και άλλων μελών του ΝΑΤΟ, έχουν οδηγήσει τις ένοπλες δυνάμεις της Ουκρανίας να αναμετρηθούν κατά μέτωπο με τη Ρωσία». Χάρη στην άτυπη ΝΑΤΟϊκή συνδρομή, «οι δυνάμεις των δύο αντιμαχόμενων εθνών είναι σχεδόν ισότιμες», με «τα σύγχρονα, υψηλής τεχνολογίας όπλα που έχει παράσχει η Δύση στην Ουκρανία να χρησιμοποιούνται για να αντιμετωπίσουν τα απείρως απαρχαιωμένα και αναποτελεσματικά, αλλά ακόμη θανατηφόρα, μετασοβιετικά όπλα, και τα στρατεύματά της είναι σήμερα περισσότερα από τα ρωσικά στη ζώνη μάχης», κατηγορώντας τις ρωσικής δυνάμεις για γενοκτονίες, που υποτίθεται προκαλείται από το χαμηλό ηθικό τους.
Προσθέτει πως «κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, οι δυτικές χώρες κάνουν τα πάντα για να υποστηρίξουν τους ανυποχώρητους Ουκρανούς», «ακόμη και οι Ευρωπαίοι πολιτικοί των οποίων οι χώρες εξαρτώνται από το ρωσικό φυσικό αέριο κατανοούν ότι η ειρήνη μπορεί να διασφαλιστεί μόνο όταν η μία πλευρά επιτύχει τη νίκη στο πεδίο της μάχης – και κατανοούν ότι η Ουκρανία δεν θα παραχωρήσει ποτέ γη για την ειρήνη».
«Η Ουκρανία χρειάζεται νίκη πριν τον Οκτώβριο στη Χερσώνα»
Αφού ξεκαθαρίζει πως δεν θέλει να ακουστεί σαν πολεμοκάπηλος και πως «η ειρήνη είναι η πιο ειλικρινής μου ελπίδα», παραπέμπει στα λόγια του Κικέρωνα πριν από πως: «Η ειρήνη πρέπει να κερδηθεί με τη νίκη και όχι με την ομόνοια». Ο ίδιος παραδέχεται πως «αν συνεχίσουμε να αυξάνουμε την παροχή όπλων στην Ουκρανία, η ασφάλεια της Δύσης μπορεί να μειωθεί», καθώς «η παραγωγή νέων όπλων και η προμήθεια όπλων στην Ουκρανία βρίσκονται σε τεράστια αναντιστοιχία», ενώ «η πολιτική και στρατιωτική λογική υπαγορεύει ότι δεν έχουμε την πολυτέλεια να τραβήξει άλλο αυτός ο πόλεμος, έστω και για τον φόβο μήπως ξεφύγει από τον έλεγχο και γίνει παγκόσμια καταστροφή». Ωστόσο, οι παραπάνω κίνδυνοι δεν τον εμποδίζουν να ξεκαθαρίσει πως «για να τελειώσει γρήγορα ο πόλεμος, ωστόσο, χρειαζόμαστε μια μοναδική συντριπτική νίκη, και αυτή η νίκη πρέπει να διεκδικηθεί στη μάχη της Χερσώνας», καθώς «ο κύριος όγκος των μάχιμων ουκρανικών και ρωσικών στρατευμάτων είναι σήμερα συγκεντρωμένος στις περιοχές Χερσώνα και Ζαπορίζια της νότιας Ουκρανίας, και οι ρωσικές δυνάμεις είναι σαφώς σε χειρότερη κατάσταση, καθώς είναι άσχημα χτυπημένες από προηγούμενες μάχες και αποκομμένες από την υλικοτεχνική υποδομή για εύκολο ανεφοδιασμό».
O Τεμέρκο ισχυρίζεται πως «οι ουκρανικές δυνάμεις έχουν πολύ σοβαρές πιθανότητες να νικήσουν τις ρωσικές δυνάμεις των 30.000 ανδρών που έχουν οχυρωθεί στη δεξιά όχθη του ποταμού Ντνίπρο και να εξαπολύσουν επίθεση προς την κατεύθυνση της Μελιτόπολης». Σημειώνει επίσης πως «αν αυτό επρόκειτο να συμβεί, θα πρέπει να γίνει πριν από την άφιξη των φθινοπωρινών βροχών και την πτώση της θερμοκρασίας με την έναρξη του χειμώνα», καθώς «μετά από αυτό, απολαμβάνοντας μια παύση από τις εχθροπραξίες, η Ρωσία θα μπορούσε να πραγματοποιήσει μερική κινητοποίηση, να ενισχύσει το στρατιωτικό προσωπικό και τον εξοπλισμό της και να εξομαλύνει την υλικοτεχνική της υποδομή για την άνοιξη». Συγκεκριμένα αναφέρει πως «για να αποφευχθεί ο κίνδυνος ενός ακόμη έτους πολέμου και αστάθειας και οικονομικής αναταραχής στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ, ο πόλεμος πρέπει να διευθετηθεί στη Χερσώνα και τη Ζαπορίζια μέχρι τον Οκτώβριο του τρέχοντος έτους», αφού «οποιαδήποτε καθυστέρηση θα δημιουργήσει μόνο περαιτέρω αβεβαιότητα για την Ευρώπη και νέες απειλές για την κυριαρχία της Ουκρανίας».
Στο σημείο αυτό ο πρώην αξιωματούχος του Γέλτσιν προτείνει πως «τώρα είναι η ώρα για τους Δυτικούς και Ουκρανούς ηγέτες να ενωθούν γύρω από τον κοινό στόχο της απελευθέρωσης της Χερσώνας, της Καχόβκα και της Μελιτόπολης». Εκφράζοντας τα συμφέροντα του λόμπι του πολέμου, καλεί τα δυτικά κράτη «να παραμερίσουν τους φόβους τους για την εξάντληση των αποθεμάτων όπλων και πυρομαχικών», καθώς «οι αμυντικές μας βιομηχανίες είναι σε θέση να αναπληρώσουν τα αποθέματα με τεχνολογικά ανώτερα όπλα και πυρομαχικά μέσα στα επόμενα χρόνια». Καταλήγει πως «μέσα σε ένα μήνα, πρέπει να παράσχουμε πολύ περισσότερο στρατιωτικό εξοπλισμό στην Ουκρανία για να εξασφαλίσουμε μια επιτυχημένη επίθεση και την απελευθέρωση του νότου της χώρας», σημειώνοντας πως «η επιπλέον βοήθεια θα ανέλθει περίπου στο 20% -το πολύ- αυτού που έχει ήδη παραδοθεί στις ουκρανικές ένοπλες δυνάμεις», αλλά «τα αποτελέσματα θα μπορούσαν να φέρουν ένα συντομότερο τέλος στον πόλεμο».
Μεγάλα κέρδη για το λόμπι των όπλων – Οι ανησυχίες για τη δυνατότητα παραγωγής εξηγούν την πολεμική εγρήγορση
Οι πολεμοκάπηλες δηλώσεις του Αλέξανδρου Τεμέρκο απαντούν στις ανησυχίες, πως η πολεμική βιομηχανία της Δύσης θα μπορούσε να αντιμετωπίσει δυσκολίες να καλύψει την παραγωγή, καθώς η Ουκρανία έχει μονοπωλήσει σε σημαντικό βαθμό τις εξαγωγές όπλων, καταναλώνοντας τεράστιες ποσότητες από αυτά. Οι έμποροι όπλων έχουν να αντιμετωπίσουν την κρίση της εφοδιαστικής αλυσίδας και τις ελλείψεις εργατικού δυναμικού, που κορυφώθηκαν με την πανδημία, ενώ παραμένουν ανοιχτά και άλλα πολεμικά μέτωπα, σημαντικά για τις Ηνωμένες Πολιτείες. Ορισμένοι αναλυτές ανησυχούν για το ενδεχόμενο, εν μέσω ενεργειακής κρίσης, οι δυτικές κυβερνήσεις να επιβάλλουν περιορισμούς στην κατανάλωση ρεύματος στα νοικοκυριά, με στόχο την απρόσκοπτη τροφοδοσία των μονοπωλιακών ομίλων και της πολεμικής βιομηχανίας, συγκεκριμένα.
Οι εταιρείες όπλων, οι οποίες είχαν δει την εγχώρια ζήτηση να συρρικνώνεται στο τέλος του Ψυχρού Πολέμου, έψαξαν νέες αγορές στο πρώην σοβιετικό μπλοκ, θεωρώντας την Ανατολική Ευρώπη ως ένα νέο πεδίο συσσώρευσης, συγκροτώντας το σημερινό λόμπι της πολεμικής βιομηχανίας. Έκτοτε, οι έμποροι όπλων, σε συνεργασία με άλλα μονοπώλια, άσκησαν πιέσεις στις βορειοαμερικανικές κυβερνήσεις, για να διαψεύσουν τις υποσχέσεις για μη επέκταση του ΝΑΤΟ προς ανατολάς, ενώ τα νέα μέλη του ΝΑΤΟ αγόρασαν σχεδόν 17 δισεκατομμύρια δολάρια σε αμερικανικά όπλα. Από τις πρώτες ημέρες της σύγκρουσης οι εταιρείες όπλων είδαν άνοδο της αξίας των μετοχών τους, καθώς μετέτρεψαν τον πόλεμο σε ευκαιρία, πουλώντας τεράστιες ποσότητες όπλων στη Ουκρανία. Ήδη το 2021, σύμφωνα με τα στοιχεία του Διεθνούς Ινστιτούτου Ερευνών για την Ειρήνη της Στοκχόλμης (SIPRI), μόνο οι Ηνωμένες Πολιτείες ξόδεψαν πάνω από 800 δισεκατομμύρια δολάρια σε στρατιωτικές δαπάνες, περισσότερα δηλαδή από τις δαπάνες των επόμενων εννέα εθνών αθροιστικά, τα περισσότερα από τα οποία είναι σύμμαχοι τους.
Ο Λευκός Οίκος έδωσε και άλλα χρήματα στις πολεμικές βιομηχανίες, για την αναπλήρωση των όπλων που στάλθηκαν στην Ουκρανία. Την ίδια στιγμή, ο Ζελένσκι πρόκειται να απευθύνει απευθείας έκκληση στους κατασκευαστές όπλων αυτόν τον μήνα, ενώ ο επικεφαλής του ΝΑΤΟ, Γενς Στόλενμπεργκ, καλεί τους συμμάχους να «σκάψουν βαθύτερα» στα αποθέματά τους. Μέχρι στιγμής η στρατιωτική υποστήριξη της Ουκρανίας από τις Ηνωμένες Πολιτείες έχει στοιχίσει περισσότερο από όσο οι πωλήσεις όπλων στην Αίγυπτο, το Ισραηλ και το Αφγανιστάν, μαζί, για το 2020, πράγμα που εξηγεί τις προτροπές ανθρώπων σαν τον Τεμέρκο για να επιτευχθεί η ήττα της Ρωσίας «με κάθε κόστος», μέχρι τον Οκτώβρη.