Στη μελέτη 42 σελίδων που εκπονήθηκε και που υπογράφουν έξι οικονομολόγοι , μεταξύ των οποίων και Γιώργος Παλαιοδήμος από την Τράπεζα της Ελλάδας, τονίζεται ότι με δεδομένο τα σημερινά επίπεδα χρέους, η τιμή του 100% είναι πιο ρεαλιστικός στόχος ,καθώς βρίσκεται κοντά στον σημερινό μέσο όρο της ευρωζώνης ,όπως ήταν το όριο του 60% ,όταν εγκρίθηκε το 1992 με τη Συνθήκη του Μάαστριχτ. «Η επιμονή στη σταθεροποίηση του χρέους στο ΑΕΠ στο 60% θα συνεπαγόταν είτε μη ρεαλιστικές προσπάθειες μείωσης για 20 χρόνια, είτε θα απαιτούσε την επέκταση του ορίζοντα σύγκλισης πέρα από αυτό, καθιστώντας ουσιαστικά το όριο αναποτελεσματικό», αναφέρουν οι οικονομολόγοι.

Ο επικεφαλής του ESM Κλάους Ρέγκλινγκ είχε ζητήσει άλλωστε πρόσφατα τη μεταρρύθμιση των κανόνων για το χρέος σε συνέντευξή του στο Der Spiegel. «Ναι, η νομισματική ένωση χρειάζεται δημοσιονομικούς κανόνες, αυτό είναι αδιαμφισβήτητο», είχε πει ο Ρέγκλινγκ. «Αλλά πρέπει να προσαρμοστούν στις μεταβαλλόμενες οικονομικές συνθήκες», προσθέτοντας ότι το ανώτατο όριο του χρέους στο 60% του ΑΕΠ δεν συμβαδίζει πλέον με την εποχή».

Το ζήτημα που τίθεται μετά τις τελευταίες προτάσεις των οικονομολόγων είναι αν οι προτεινόμενες αναθεωρήσεις απαιτούν είτε αλλαγές στις υπογεγραμμένες Συνθήκες ή επικυρώσεις από τα εθνικά κοινοβούλια καθώς προβληματίζει και ο απαιτούμενος χρόνος που θα χρειαστεί σε μια τέτοια περίπτωση που επιλεγεί η παραπάνω νομική και κοινοβουλευτική οδός. Ταυτόχρονα, οχτώ κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης που συχνά λειτουργούν σα δορυφόροι της γερμανικής πολιτικής ατζέντας αλλά δε συμμετέχουν όλες στη ζώνη του ευρώ (Αυστρία, Ολλανδία, Σουηδία, Δανία, Λετονία, Σλοβακία, Φινλανδία και Τσεχία), σε non paper που διένειμαν υπογεγραμμένο από τους υπουργούς Οικονομικών τους, επισημαίνουν την ανάγκη αποκατάστασης της δημοσιονομικής πειθαρχίας μετά την εκπνοή ισχύος στο τέλος του 2022 της Γενικής Ρήτρας Διαφυγής, με την οποία ανεστάλη το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης. Οι χώρες αυτές τονίζουν ότι η αναθεώρηση του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης πρέπει να μη συγχέεται με την επανεργοποίηση του. «Δεν πρέπει να υπάρξει διασύνδεση μεταξύ της απενεργοποίησης της Γενικής Ρήτρας Διαφυγής και μιας πιθανής αναθεώρησης του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης» αναφέρεται χαρακτηριστικά.

Η Υπογραφή της Γενικής Ρήτρας Διαφυγής από το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης

Από τις 23 Μαρτίου του 2020, η Γηραιά Ήπειρος βρισκόταν αντιμέτωπη με το παγκόσμιο πρώτο κύμα του κορονοϊού. Ενόσω η παγκόσμια οικονομία βρέθηκε να απειλείται με κατάρρευση, οι Ευρωπαίοι υπουργοί Οικονομικών σε βιντεοδιάσκεψη ,αποφάσισαν να δράσουν. Ο αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Βάλντις Ντομπρόβσκις, ο άνθρωπος που υποστηρίζει τη δημοσιονομική αυστηρότητα όσο κανένα άλλο μέλος της Κομισιόν, ανακοίνωνε τη Γενική Ρήτρα Διαφυγής: Την αναστολή του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης ως την 1η Ιανουαρίου 2023.

Το μήνυμα που στάλθηκε από τότε σε όλα τα κράτη- μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης ήταν το εξής: Μπορείτε να κάνετε όσα νέα χρέη θέλετε, προκειμένου να ξεπεραστούν τα προβλήματα στην  εθνική οικονομία από την πανδημία. Οι κανόνες δημοσιονομικής πειθαρχίας αναστέλλονται και κάθε χώρα αναλαμβάνει μόνη της να χαράξει τη δική της δημοσιονομική πολιτική ανάλογα με τις απειλές και τις πιέσεις που δέχεται και σε υγειονομικό και σε οικονομικό επίπεδο. Παράλληλα, η Ευρωπαϊκή Ενωση θεσμοθέτησε το Ταμείο Ανάκαμψης με 750 δισεκατομμύρια ευρώ (NextGenerationEU) με πρόφαση να μετριαστούν οι συνέπειες της πανδημίας. Ωστόσο, ελάχιστα από αυτά τα ποσά έχουν εκταμιευθεί σήμερα και κατά βάση προορίζονται για προγράμματα ψηφιακού μετασχηματισμού, της ψηφιοποιήσης των υπηρεσιών και της πράσινης ανάπτυξης.

Σήμερα, οι οικονομίες των κρατών μελών επανέρχονται σταδιακά σε αναπτυξιακή κατεύθυνση με την αργή αλλά σταθερή έξοδο από την πανδημική κρίση. Για την αντιμετώπιση της πανδημίας τα χρέη των κρατών μελών αυξήθηκαν δραματικά. Κατά μέσο όρο, το δημόσιο χρέος των 19 χωρών της Ευρωζώνης φτάνει το 102% του ΑΕΠ. Με την Ελλάδα να προηγείται σχεδόν με 205% και να ακολουθεί η Ιταλία με 160% , ενώ μόλις πέντε χώρες ανταποκρίνονται στο όριο του 60 % που ορίζει η Συνθήκη του Μάαστριχτ. Επομένως, η προσκόλληση στους προηγούμενους κανόνες του 1992 και η τήρηση των κριτηρίων του χρέους σε 60% θα οδηγούσε ένα κράτος μέλος με χρέος πάνω από 100% σε ασφυτικά περιοριστικές δημοσιονομικές πολιτικές, καθηλώνοντας την οικονομία του σε μακρόχρονη λιτότητα και σε ύφεση, επιβραδύνοντας έτσι και την ίδια την μείωση του χρέους.

Οι αλλαγές που προτείνει ο ESM, συμβαδίζουν σε μεγάλο βαθμό και με τις θέσεις της Ελλάδας για τον κανόνα του χρέους σύμφωνα με την έκθεση του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής που επισημαίνει το ανέφικτο και το μη ρεαλιστικό του κριτηρίου το 60% του χρέους. Οι προτάσεις των οικονομολόγων αυξάνουν το χρέος στο 100% του ΑΕΠ αλλά διατηρούν – για νομικούς κυρίως λόγους – την ετήσια μείωση στο 1/20 και θέτουν ως παράμετρο για την εφαρμογή σε “υπερχρεωμένες” χώρες όπως η Ελλάδα, η Ιταλία, η Ισπανία και η Πορτογαλία, να βρίσκονται σε ανάπτυξη και να μην παρουσιάζουν επενδυτικό κενό, όπως η συμβαίνει στη χώρα μας.

Από τους πιο σημαντικούς ευρωπαϊκούς θεσμούς, ο ESM, αποτελεί το ισχυρότερο “Ταμείο” στην Ευρωπαϊκή Ένωση αφού διαθέτει τεράστια αποθεματικά και εκδίδει ομόλογα με τα οποία χρηματοδοτεί τα δάνεια προς τις χώρες μέλη. Δημιούργηθηκε το 2013 με έδρα το Λουξεμβούργο και σκοπός του είναι να δανειοδοτεί τις οικονομίες των κρατών-μελών που βρίσκονται στα πρόθυρα της πτώχευσης προκειμένου να υπάρχει σταθερότητα στη ζώνη του ευρώ. Οι όροι δανειοδότησης είναι πολύ αυστηροί, με πολύ υψηλά επιτόκια, ενώ επιβάλλονται πολύ συγκεκριμένες προϋποθέσεις για την εκταμίευση των χρημάτων και επικρατεί ένα καθεστώς πολύ στενής δημοσιονομικής εποπτείας. Το ESM δεν ελέγχεται δικαστικά ούτε κοινοβουλευτικά από τα όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης καθώς δεν είναι επίσημο θεσμοθετημένο όργανο της ΕΕ, όπως επίσης το ίδιο συμβαίνει και με το Eurogroup. Από την πλευρά της, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αναμένεται να παρουσιάσει τις επίσημες προτάσεις της για την αναθεώρηση των δημοσιονομικών κανόνων προς το τέλος του τρέχοντος έτους.