[1]Στη διάρκεια αυτού του χρόνου, αυτό που μου προξένησε ιδιαίτερη εντύπωση είναι ότι καμία γυναίκα ή άντρας στην Ελλάδα δεν βγήκε να μιλήσει για κάποιο δημόσιο πρόσωπο που την ή τον είχε παρενοχλήσει ή κακοποιήσει σεξουαλικά στο παρελθόν. Επειδή το ενδεχόμενο να μην έχει υπάρξει τέτοιο περιστατικό στην Ελλάδα φαινόταν στατιστικά απίθανο, κατέληγα πάντα στο συμπέρασμα ότι τα θύματα σεξουαλικής κακοποίησης ή σεξουαλικής παρενόχλησης από κάποιο δημόσιο πρόσωπο στην Ελλάδα ένιωθαν όχι μόνο ότι θα βρεθούν κατηγορούμενες και κατηγορούμενοι και αντικείμενα δημόσιου χλευασμού, αλλά ότι κανείς δεν θα θέλει να τις και τους ακούσει.
Όταν ξέσπασε το σκάνδαλο με τον καθηγητή του ΤΕΙ Σερρών Κλεάνθη Κωνσταντινούδη τον Οκτώβριο του 2018, ο οποίος προφυλακίστηκε με τις κατηγορίες της δωροληψίας και εκβίασης σε βαθμό κακουργήματος, μια γενναία γυναίκα, η Κατερίνα[2]ήρθε σε επαφή με τη δημοσιογραφική ομάδα του ThePressProjectκαι μοιράστηκε την εμπειρία της μαζί μας. Κι εμείς αποφασίσαμε να την ακούσουμε.
Η Κατερίνα ήρθε σε μικρή ηλικία στην Ελλάδα μαζί με τους γονείς της από μια ευρωπαϊκή χώρα. Μεγάλωσε και πήγε σχολείο σε μεγάλη πόλη της βόρειας Ελλάδας, έδωσε Πανελλήνιες και πέρασε στο ΤΕΙ Λογιστικής στις Σέρρες το 1997. Όταν βρισκόταν στο τελευταίο έτος των σπουδών της, έψαχνε δουλειά λόγω οικονομικών αναγκών. Μια φίλη της τής είπε ότι υπάρχει δουλειά στο λογιστικό γραφείο του καθηγητή Κωνσταντινούδη στη Θεσσαλονίκη, ένα μεγάλο λογιστικό γραφείο για τα δεδομένα της πόλης, που διαχειριζόταν πολλούς πελάτες. Παρόλο που δεν είχε μέχρι τότε παρακολουθήσει μαθήματα του εν λόγω καθηγητή, σκέφτηκε ότι ήταν μια πολύ καλή ευκαιρία να δουλέψει πάνω στο αντικείμενο που σπούδαζε και μάλιστα υπό την καθοδήγηση ενός καθηγητή της σχολής της. Εκ των υστέρων, έμαθε από τον ίδιο τον Κωνσταντινούδη ότι την είχε δει στο ΤΕΙ και είχε πει στη φίλη της που δούλευε στο γραφείο του «φέρ’ την μου αυτήν στο γραφείο». «Με πούλησε η φίλη μου, σκεφτόμουν αργότερα» μου λέει στη συνέντευξη που μας παραχώρησε.
Κατά τη διάρκεια των μηνών που δούλευε στο γραφείο, ο Κωνσταντινούδης προσέγγισε ερωτικά την Κατερίνα επιδιώκοντας να περνά χρόνο μαζί της, προτείνοντας στην αρχή να βγαίνουν έξω με άλλους και αργότερα κρατώντας τη στο γραφείο ως αργά. Μετά από αρκετό χρονικό διάστημα σύναψε σχέση μαζί του. Σύμφωνα με τη μαρτυρία της, η σχέση αυτή γινόταν αρκετά πιεστική εκ μέρους του καθηγητή. «Ήμασταν πολύ λίγους μήνες μαζί, αλλά ήταν ασφυκτικό, νόμιζα ότι θα πάθω κλονισμό» διηγείται. Διαβάζουμε σχετικά από γράμμα που έστειλε ο Κωνσταντινούδης στην Κατερίνα στις 20 Ιουνίου του 2000:
…η μόνη που κινδυνεύει από μένα είσαι εσύ γιατί θα σε σκοτώσω είτε με φιλιά είτε με πιστόλι.
Της είχε πει, επίσης, ότι νοίκιασε σπίτι στις Σέρρες και το επίπλωσε μόνο για τους δυο τους, γεγονός το οποίο αμφισβητεί μετά τις πρόσφατες αποκαλύψεις, ενώ της ζητούσε επίμονα να κάνουν και παιδί, λέγοντας, μάλιστα, ότι θέλει κοριτσάκι. Συχνά την παρακολουθούσε να δει πού πηγαίνει όταν δεν ήταν μαζί του. Της έκανε σχόλια που την έφερναν σε πολύ δύσκολη θέση όπως για παράδειγμα ότι είναι τόσο αδύνατη όσο ο έφηβος γιος του. Η Κατερίνα δεν άντεχε και επιθυμούσε να τον χωρίσει. Τον απέφευγε συστηματικά περιμένοντας να «πάρει το μήνυμα» όπως αναφέρει. Εκείνος, όμως, δεν το έπαιρνε και, μάλιστα, λέει η Κατερίνα, ήταν σαν να μην του φαινόταν άσχημο να πιέζει τόσο έντονα έναν άλλον άνθρωπο.
Καθώς μιλάμε και αναβιώνει την ιστορία της, η Κατερίνα παρουσιάζει έντονη συναισθηματική φόρτιση και κατηγορεί τον εαυτό της γιατί δεν έφυγε νωρίτερα. Σχεδόν σαν να απαντά στα λόγια της αναφέρει ότι ο Κωνσταντινούδης την είχε απειλήσει πως αν τον αφήσει δεν θα τελειώσει ποτέ τη Σχολή και δεν θα βρει ποτέ δουλειά στη Θεσσαλονίκη. «Γι’ αυτό έμενα» μας λέει τώρα. Αν και η Κατερίνα είχε μπει σε αυτή τη σχέση με τη θέλησή της, η οικονομική εξάρτηση της Κατερίνας από τον Κωνσταντινούδη αλλά και η ανισότητα στην εξουσία που είχε το κάθε μέλος της (ο ένας καθηγητής και η άλλη φοιτήτρια, ο ένας εργοδότης και η άλλη εργαζόμενη) σε συνδυασμό, μάλιστα, με την απειλή για άσκηση αυτής της εξουσίας (να μην πάρει ποτέ πτυχίο, να μη βρει δουλειά) δημιουργεί πολλά ερωτηματικά ως προς την πραγματική φύση αυτής της συναίνεσης.
«Όλοι ήξεραν τι συνέβαινε, δεν ήταν μυστικό, αυτή ήταν, άλλωστε, και η κουλτούρα όλου του ΤΕΙ, ήταν ξεδιάντροποι και δεν το έκρυβαν» λέει η Κατερίνα. Νόμιζε, όπως αναφέρει, ότι θα πάει στο ΤΕΙ και θα είναι ένας χώρος έρευνας και γνώσης, αλλά τελικά όλοι ήταν συνδεδεμένοι σε αυτή την κατάσταση εκβιασμών και παρενόχλησης, κατάσταση την οποία θεωρούσαν «κανονική». Είχαν θράσος και ένιωθαν ότι κανείς δεν θα μιλήσει και τίποτα δεν μπορεί να τους ταρακουνήσει από τις θέσεις τους. Ένας άλλος καθηγητής για παράδειγμα έλεγε στην αίθουσα διδασκαλίας «Ξέρετε ποια είναι η διαφορά από όταν έπεσε ο κομμουνισμός; Τώρα πληρώνεις τις πουτάνες με λεφτά, πριν έφτανε ένα νάυλον καλσόν». Ένας φοιτητής που εκτελούσε χρέη βοηθού-καθηγητή είχε το συνήθειο να την πέφτει σε κοπέλες που ήταν σε σχέση ή αρραβωνιασμένες, να τις μεθάει μέχρι να μην έχουν συναίσθηση και να κοιμούνται μαζί του. «Αυτό το γνώριζαν όλοι και τους φαινόταν φυσιολογικό», αναφέρει η Κατερίνα,«ήταν όλοι σάπιοι». Ο ίδιος ο Κωνσταντινούδης παραδέχεται εγγράφως τις προθέσεις του σε γράμμα στην Κατερίνα στις 20 Ιουνίου 2000:
Έχω χάσει 15 κιλά και πιστεύω να χάσω άλλα 20. Εάν τα χάσω μέχρι τον Σεπτέμβριο θα βγάλω μια σπουδάστρια για φιλενάδα μπροστά σου. Ξέρω ότι δεν θα πονέσεις αλλά θα το κάνω για να ευχαριστηθώ εγώ ψυχικά.
Ως προς τις οικονομικές συνδιαλλαγές, η Κατερίνα θυμάται ότι ο Κωνσταντινούδης κρατούσε ένα σκονάκι με ονόματα φοιτητών που του είχαν δώσει βουλευτές ή άλλοι τοπικοί άρχοντες και φορείς τοπικής εξουσίας για να τους περνάει στα μαθήματα. Όταν υπάρχει σιωπή, συγκάλυψη και ομερτά δεν είναι σπάνιο να υπάρχει και διαπλοκή συμφερόντων. Διαβάζουμε π.χ. από γράμμα που έστειλε ο Κωνσταντινούδης στην Κατερίνα στις 20 Ιουνίου 2000:
…μας την έπεσε και η ΣΔΟΕ στο γραφείο. Μας βρήκε με τα μαύρα βιβλία (αυτά που γράφω τις εισπράξεις χωρίς να κόβω αποδείξεις) και ήταν να πληρώσω πρόστιμα γύρω στο 20.000.000 δρχ. Ευτυχώς πήρε την ίδια ώρα τηλέφωνο ο ίδιος ο υπουργός και φύγαν. Εγώ όμως θα είμαι αναγκασμένος να ψηφίζω ΠΑΣΟΚ τα επόμενα 20 χρόνια.
Σε όλο το διάστημα της σχέσης τους, η Κατερίνα ψάχνει να βρει τρόπο να απαλλαγεί από τον Κωνσταντινούδη. Κάποια στιγμή τον Φεβρουάριο του 2000 βρίσκει δουλειά στο Ηνωμένο Βασίλειο για να «γλιτώσει και να ησυχάσει». Παρά τον φόβο του νέου και τη συνθήκη της μετανάστευσης, η φυγή την απελευθερώνει. «Ένιωθα σαν να ήμουν αιχμάλωτη και ήταν φοβερή η αίσθηση της ελευθερίας όταν κατάφερα να φύγω». Σήμερα εξακολουθεί να ζει και να δουλεύει στο μέρος όπου μετανάστευσε, παντρεύτηκε και έκανε και ένα παιδί. Πίστευε ότι έχει αφήσει πίσω της την ιστορία με τον Κωνσταντινούδη, μέχρι που μια μέρα άνοιξε το Facebook και είδε τη φωτογραφία του σε όλα τα ειδησεογραφικά σάιτ. «Ένιωσα πάλι το ίδιο συναίσθημα να με πλημμυρίζει. Απογοητεύομαι γιατί όλοι ήξεραν». Με αυτή την αφορμή αποφάσισε να απευθυνθεί πρώτα σε έναν δικηγόρο από τη Θεσσαλονίκη ο οποίος, λόγω φόβου παραγραφής των αδικημάτων, την ενθάρρυνε να μιλήσει σε μας.
Καθώς θυμάται και μας διηγείται την ιστορία της, τα συναισθήματα της είναι πολύ έντονα. Νιώθει θυμό, ενοχή, απογοήτευση, νιώθει να ξανατραυματίζεται μετά από σχεδόν 20 χρόνια, νιώθει ότι χρειάζεται μια κάθαρση, μια απόδοση δίκαιης τιμωρίας, όπως αναφέρει. «Τι επιδιώκεις με το να πεις την ιστορία σου;» τη ρωτάω. «Να ενώσω τη φωνή μου με τις υπόλοιπες φωνές, να ακουστούμε». Ας την ακούσουμε, λοιπόν.