της Γεωργίας Κριεμπάρδη
Έστειλε επιστολή στη διοίκηση του Γενικού Αντικαρκινικού Νοσοκομείου «Μεταξά», σε άλλα νευραλγικά τμήματα του νοσοκομείου και στη 2η ΥΠΕ. Η Μ. νοσεί για ακόμη μία φορά κι έχοντας απαυδήσει από τις τραγικές ελλείψεις και την κατάσταση με την οποία καθημερινά έρχεται αντιμέτωπη στο νοσοκομείο, απέστειλε έγγραφη αναφορά με όσα βλέπει και βιώνει.
«Κατά μέσο όρο κάνουμε κάθε μέρα 100 άτομα χημειοθεραπεία. Δεν υπάρχουν πολλοί θάλαμοι και κρεβάτια για να μπούμε και να καθίσουμε όση ώρα περιμένουμε. Και μιλάμε για 5ωρη με 8ωρη αναμονή. Έχει τύχει να πάω στις 7.00 και να φύγω στις 18.00. Για να καθίσουμε υπάρχουν μόνο 25 καρέκλες στο πλατύσκαλο του ορόφου. Σκεφτείτε είμαστε ας πούμε 100 ασθενείς και έχουμε και τους συνοδούς μας… Αναγκαζόμαστε να κάτσουμε στις σκάλες, στα καθίσματα διπλανής κλινικής ή όρθιοι» αναφέρει αρχικά, σημειώνοντας πως, δύο εβδομάδες μετά την έγγραφη αναφορά που κατέθεσε, οι καρέκλες αυξήθηκαν, αλλά τις πήραν από τη διπλανή κλινική (!)
Στις τραγικές συνθήκες με τις οποίες έρχονται αντιμέτωποι οι ασθενείς έρχονται να προστεθούν οι «παλιές τουαλέτες που βρομάνε». Όπως μας είπε η Μ., «το πρόβλημα, επίσης, είναι ότι οι τουαλέτες είναι μέσα στους θαλάμους που γίνονται χημειοθεραπείες. Εμείς καθόμαστε απέξω και μάλιστα πρέπει να πίνουμε πολύ νερό για να βοηθήσουμε στη διαδικασία της θεραπείας μετά. Κάποια στιγμή θέλουμε τουαλέτα. Ούτε να μπούμε γίνεται γιατί όταν κάποιος κάνει θεραπεία μπορεί επειγόντως να χρειαστεί να χρησιμοποιήσει την τουαλέτα».
«Το προσωπικό πραγματικά προσφέρει , αλλά όσο κι αν θες να πας γρήγορα στη δουλειά σου, αν πας με ποδήλατο, δε θα φτάσεις. Πόσα να κάνεις χωρίς υλικά και υποδομές;» τονίζει η Μ., μιλώντας στο ΤΡΡ, και θυμάται πως πριν δύο μήνες έτυχε να μην υπάρχει πεταλούδα για τις αιματολογικές εξετάσεις. «Υπάρχει μόνο ένα φαρμακοποιός για όλους τους ανθρώπους που κάνουν χημειοθεραπεία. Αν για παράδειγμα αρρωστήσει, εκείνες τις μέρες δεν κάνουμε θεραπεία. Επίσης, για λήψη αίματος υπάρχει μόνο μία κοπέλα» υπογραμμίζει, τονίζοντας και πάλι πόσο σπουδαίο έργο προσφέρουν οι γιατροί αυτοί. Υπάρχει, όπως αναφέρει επιπροσθέτως, και πολύ αξιόλογη κοινωνική υπηρεσία, που είναι φυσικά απαραίτητη και για την ψυχολογική τόνωση των ασθενών. Αλλά κι εκεί το προσωπικό δεν επαρκεί, με τους ελάχιστους κοινωνικούς λειτουργούς να βλέπουν καθημερινά δεκάδες κι εκατοντάδες ασθενείς.
Της ζήτησα να μας «πάρει» μαζί της μία μέρα στο νοσοκομείο. Μιλάει για ολοήμερο ταξίδι. «Πάω εκεί στις 7 το πρωί. Περιμένω -ας πούμε- ένα μισάωρο να μου κάνουν rapid test. Πάω να πάρω εισιτήριο. Ανεβαίνω στην κλινική ημέρας και περιμένω άλλο ένα μισάωρο για πάω στην προϊστάμενη, να δει τα χαρτιά μου και να μου δώσει τον αριθμό προτεραιότητας. Ας πούμε ότι είμαι 10η στη σειρά. Περιμένω άλλο ένα μισάωρο για να μου πάρουν αίμα. Μετά η αναμονή είναι μία με δύο ώρες για τα αποτελέσματα και ,μέχρι να σε δει ο γιατρός, έχει πάει μεσημέρι. Αν είναι όλα καλά και σε έχει δει, για παράδειγμα, στις 12.00, μπορεί να περιμένεις και μέχρι τις 15.00 για να κάνεις θεραπεία. Έχει τύχει να βγω από θεραπεία και τρόμαξε η καθαρίστρια, γιατί δεν περίμενε να βγει κάποιος εκείνη την ώρα από τον θάλαμο. Ήταν 18.00 ή 19.00 η ώρα. Ολόκληρο ταξίδι… Παίρνω μαζί μου βιβλίο, κουβέρτα, μαξιλάρι τοίχου».
Οι ελλείψεις στο Ε.Σ.Υ. είναι γνωστές. Η στοχευμένη υποβάθμιση του δημόσιου Συστήματος Υγείας, μέσω της υποστελέχωσης και της υποχρηματοδότησης, είναι γεγονός. Η κυβέρνηση -και όχι μόνο η τωρινή- θεωρεί πιο σημαντικό να δίνει τα χρήματα σε άλλους τομείς κι όχι στην υγεία, κλείνοντας το μάτι στα ιδιωτικά συμφέροντα και κάνοντας ένα δημόσιο αγαθό, την υγεία, «εμπόρευμα». Το είδαμε πρόσφατα με τα παιδοογκολογικά τμήματα. Με τις ψήφους της ΝΔ πέρασε το νομοσχέδιο που αφήνει την περίθαλψη παιδιών με καρκίνο στα χέρια της οικογένειας Βαρδινογιάννη.
Το είδαμε με το νομοσχέδιο «Δευτεροβάθμια περίθαλψη, ιατρική εκπαίδευση, μισθολογικές ρυθμίσεις για τους ιατρούς και οδοντιάτρους του Εθνικού Συστήματος Υγείας». Αυτό που ουσιαστικά καταργεί τον δημόσιο χαρακτήρα της υγείας, βάζοντας από το παράθυρο τους ιδιώτες.
Στην πραγματικότητα, το βλέπουμε καθημερινά. Η Μ. περιγράφει πώς η ίδια το βιώνει. «Για να γλιτώσεις όλη αυτή την αναμονή των εξετάσεων, μπορείς -για παράδειγμα- να κάνεις rapid test και αιματολογικές έξω σε ιδιωτικό κέντρο, με κόστος. Αυτό, όμως, δίνει ένα άνοιγμα στην ιδιωτικοποίηση. Είναι πόρτα στο να χώνει ο ασθενής λεφτά. Αν ανοίξει το παραθυράκι για μια εξέταση, αύριο θα ανοίξει και για κάτι άλλο».
Οι ενώσεις νοσοκομειακών γιατρών και το Σωματείο Εργαζομένων του Μεταξά έχουν πολλές φορές κρούσει τον κώδωνα του κινδύνου. Πρόσφατη ανακοίνωση, σχετική με όσα περιγράφει και η Μ., έρχεται από την ΕΙΝΑΠ.
Αρχές Φεβρουαρίου, με επιστολή της προς το υπουργείο Υγείας, τη διοίκηση του νοσοκομείου και άλλους φορείς, η ΕΙΝΑΠ αναφέρεται στο ζήτημα του φαρμακείου του αντικαρκινικού νοσοκομείου «Μεταξά».
Όπως τονίζει: «Το ΔΣ της ΕΙΝΑΠ μετά από καταγγελία που δέχθηκε από το Σύλλογο Εργαζομένων του νοσοκομείου Μεταξά, ενημερώθηκε για τις σοβαρές ελλείψεις σε προσωπικό με συνέπεια να καθυστερούν οι προγραμματισμένες χημειοθεραπείες των ογκολογικών ασθενών. Όπως αναφέρουν, η κατάσταση αυτή είναι γνωστή και στη Διοίκηση του νοσοκομείου, στη 2η Υ.Πε. αλλά και στο υπουργείο Υγείας.
Το τμήμα ήδη από το 2019, με τις συνεχόμενες συνταξιοδοτήσεις εργαζομένων, λειτουργεί σε ιδιαίτερα πιεστικές συνθήκες, που οξύνθηκαν ιδιαίτερα με την πανδημία. Είναι επιφορτισμένο, τόσο με τις παραγγελίες φαρμάκων και την καθημερινή τους διάθεση σε όλα τα τμήματα του νοσοκομείου, τον έλεγχο της φαρμακευτικής αγωγής των νοσηλευόμενων ασθενών, όσο και με τον έλεγχο και την παρασκευή όλων των άσηπτων διαλυμάτων χημειοθεραπείας, αδιάλειπτα και όλες τις ημέρες του χρόνου. Το προηγούμενο διάστημα, το εναπομείναν προσωπικό του φαρμακείου, το οποίο προειδοποιούσε για την επικινδυνότητα της κατάστασης, κατέληξε να νοσεί από covid και άλλες λοιμώξεις της εποχής (μαζί και ο μοναδικός πλέον μόνιμος φαρμακοποιός). Η μία φαρμακοποιός, η οποία είχε έρθει από το Τζάνειο με μετακίνησή, εξαναγκάστηκε να εργαστεί ολομόναχη, αν και ήταν και η ίδια ασθενής. Τελικά, η μετακίνησή της ανακλήθηκε. Ζητάμε την άμεση στελέχωση του Φαρμακευτικού Τμήματος».
Ελλείψεις γιατρών, κλειστά τμήματα, μηχανήματα χωρίς προσωπικό
Στο ΤΡΡ μίλησε αναλυτικά για την κατάσταση που επικρατεί στο νοσοκομείο η γραμματέας του Σωματείου Εργαζομένων του «Μεταξά», Ελπίδα Παπαδοπούλου. Αναφέρει πως τα προβλήματα αυτά είναι γνωστά, αλλά δεν έχει αλλάξει κάτι. «Δεν έχουμε δει κάποια πρόσφατη προκήρυξη για προσλήψεις». Όπως επισημαίνει, «το θέμα του φαρμακείου είναι το πιο πρόσφατο που ήρθε στη δημοσιότητα» κι εξηγεί: «Ουσιαστικό, στο νοσοκομείο υπάρχει ο μόνιμος φαρμακοποιός κι ένας επικουρικός που έφεραν τώρα μετά το “μπαμ” που έκανε το θέμα και ήρθε στη δημοσιότητα. Και πριν από αυτόν υπήρχαν άλλοι 4 που δε δέχτηκαν τη θέση, λόγω της αβεβαιότητας του επικουρικού -δεν ήθελαν να μπουν σ’ αυτό το ρίσκο αν θα ανανεωθεί η σύμβασή τους».
Η Ελπίδα Παπαδοπούλου είναι στο διατροφολογικό τμήμα. Όπως εξηγεί, είναι ένα τμήμα για 5 διαιτολόγους και έναν τεχνολόγο τροφίμων. «Είμαστε δύο διαιτολόγοι και απ’ όταν έφυγε πριν 15 χρόνια η τεχνολόγος, δεν έχει καλυφθεί ξανά η θέση. Έτσι δεν μπορεί να γίνει και ποιοτική δουλειά, όσο και να το θες. Δε γίνεται να γίνει ποιοτική, σε βάθος, εξειδικευμένη δουλειά».
Οι ελλείψεις προσωπικού ξεπερνούν κατά πολύ τις 100. «Στο νοσηλευτικό τμήμα υπάρχουν περισσότερα από 140 κενά. Υπάρχουν συνεχώς συνταξιοδοτήσεις και δεν αναπληρώνονται τα κενά. Για παράδειγμα, ο οφθαλμίατρος συνταξιοδοτήθηκε και η θέση δεν έχει αναπληρωθεί. Ο δερματολόγος βαίνει προς σύνταξη. Στη θωρακοχειρουργική πτέρυγα οι περισσότεροι είναι σε έτη υπηρεσίας που φτάνουν στη σύνταξη και δεν υπάρχει κανένας ειδικευόμενος από πίσω να καλύψει τα κενά. Έχουμε, επίσης, πολλές μετακινήσεις διοικητικού προσωπικού για να καλύψουν κενά από το ένα τμήμα στο άλλο. Στο ακτινολογικό οι γιατροί είναι οι μισοί απ’ αυτούς που χρειάζονται, συν ότι δεν υπάρχουν οι τεχνολόγοι που χρειάζονται. Σκεφτείτε, ότι έχουμε καινούργιο μαγνητικό και δεν υπάρχει άτομο να το λειτουργήσει» περιγράφει και προσθέτει πως τεράστιο θέμα είναι και η μεγάλη αναμονή στο παθολογικοανατομικό τμήμα, καθώς δεν υπάρχει επάρκεια στο προσωπικό που κάνει τις αναλύσεις, όπως βιοψίες.
Σε επικοινωνία του ΤΡΡ με τη διοίκηση του νοσοκομείου, απαντήσεις δε λάβαμε για όλα τα παραπάνω που καταγγέλλουν ασθενείς, εργαζόμενοι και νοσοκομειακές ενώσεις, παρά μόνο «αν θέλετε, να κλείσετε ένα ραντεβού από κοντά». «Η διοίκηση λέει πως αφουγκράζεται τους εργαζομένους αλλά δεν ασκούνται οι πιέσεις που πρέπει» σχολιάζει η Ελπίδα Παπαδοπούλου.