«Η συμφωνία με την ΠΓΔΜ συνήφθη όχι επειδή η φίλη χώρα επιθυμεί να ενταχθεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στο ΝΑΤΟ – κάτι το οποίο εμείς στηρίζουμε -, αλλά επειδή είναι προς το δικό μας εθνικό συμφέρον» υπογράμμισε, μεταξύ άλλων, ο Έλληνας υπουργός Εξωτερικών, σε κοινή συνέντευξη τύπου που παραχώρησε μετά τη συνάντησή του με τον ομόλογό του, Χάικο Μάας.
 
Κατά την τοποθέτησή του, ο Ν. Κοτζιάς εξέφρασε την απορία του για το γεγονός ότι δεν κατέστη έως τώρα δυνατή η επίλυση της διαφοράς, καθώς υπήρχαν, όπως είπε, κατά το παρελθόν καλύτερες ευκαιρίες, ενώ επανέλαβε πως η εργασία σε επίπεδο υπουργών Εξωτερικών των δύο χωρών έχει ολοκληρωθεί. Πλέον, το βάρος πέφτει στον Αλέξη Τσίπρα και τον Ζόραν Ζάεφ.
 
Από την πλευρά του, ο Χ. Μάας υποστήριξε πως η Γερμανία δεν έχει ανάμειξη στη διαδικασία επίλυσης της ονομασίας της ΠΓΔΜ, σημειώνοντας πως «το πολύ εκεί, όπου μας ζητήθηκε, επιδράσαμε προς τη μια ή την άλλη πλευρά παραγωγικά, εξισορροπητικά». 
 
Παράλληλα, ωστόσο, δεν παρέλειψε να διευκρινίσει ότι είναι αυτονόητο το ενδιαφέρον της Γερμανίας να επιλυθεί το χρονίζον ζήτημα, ενώ προσέθεσε ότι η κυβέρνησή του ενδιαφέρεται για τη σταθερότητα στην περιοχή των δυτικών Βαλκανίων. Ακόμη, υπογράμμισε την ανάγκη να δοθεί ώθηση στην μεταρρυθμιστική διαδικασία, η οποία, όπως είπε, πρέπει να αποκτήσει βιώσιμο χαρακτήρα.
 

«Η Ελλάδα μπορεί να ανασάνει κάπως»

 
Σχετικά με τις προσπάθειες της ελληνικής κυβέρνησης για την αντιμετώπιση της κρίσης χρέους, ο Χ. Μάας, δήλωσε ότι «δεν θα ήθελα να μην αναφερθώ στην “πολλή ενέργεια”, που κατέβαλε η ελληνική κυβέρνηση στην αντιμετώπιση της κρίσης χρέους και στο γεγονός ότι αυτό αξίζει μεγάλο σεβασμό», ενώ στη συνέχεια πρόσθεσε σχετικά με τη βελτίωση της δημοσιονομικής κατάστασης στην Ελλάδα ότι «γνωρίζουμε ότι αυτό δεν ήταν εύκολο. Οι συζητήσεις έφτασαν μέχρι και τη Γερμανία. Συνέβαλαν, όμως, πάρα πολύ τα μέτρα του προγράμματος προσαρμογής, άρα γνωρίζουμε πόσο δύσκολο ήταν αυτό, για άλλη μια φορά εκφράζουμε τον μεγάλο σεβασμό μας».
 
Τέλος, υπογράμμισε ότι είναι «σημαντικό τώρα αυτό το μομέντουμ να αποκτήσει μια προοπτική και μετά την ολοκλήρωση του προγράμματος, τον Αύγουστο αυτού του χρόνου, και η ελληνική οικονομία να μπορέσει να συνεχίσει μακροπρόθεσμα την θετική της εξέλιξη». «Χαιρόμαστε πολύ που η Ελλάδα – αν επιτρέπεται να το πει κανείς έτσι – μπορεί να ανασάνει κάπως», κατέληξε ο Γερμανός ΥΠΕΞ. 
 

«Διαφορετική η πολιτική κουλτούρα της Τουρκίας»

 
Σχετικά με την υπόθεση των δύο Ελλήνων στρατιωτικών οι οποίοι κρατούνται στις τουρκικές φυλακές, ο Ν. Κοτζιάς αναφέρθηκε στη διαφορετική κουλτούρα που έχει η Ελλάδα σε σχέση με την Τουρκία, σημειώνοντας ότι «είμαστε εταίροι και όχι εχθροί». Επιπλέον, ο Έλληνας ΥΠΕΞ υπενθύμισε κατά τη διάρκεια κοινής συνέντευξη με τον Γερμανό ομόλογό του, τη σύλληψη και απέλαση Τούρκου πολίτη στις Καστανιές Έβρου επειδή προσπάθησε να περάσει σε ελληνικό έδαφος με γεωργικό μηχάνημα, τονίζοντας ότι για τους Έλληνες στρατιωτικούς δεν υπάρχει η παραμικρή δυνατότητα δικαστικής διαδικασίας μετά από τρεις μήνες κράτησης. Ο Ν. Κοτζιάς πρόσθεσε ότι το θέμα θα συζητηθεί περαιτέρω με τον Χ. Μάας κατά τη διάρκεια γεύματος μεταξύ τους.
 

Ανησυχία Ελλάδας για τις εξελίξεις στην Ιταλία

 
Στις κοινές δηλώσεις των ΥΠΕΞ έγινε αναφορά και στο θέμα του πολιτικού αδιεξόδου το οποίο βιώνει η Ιταλία τους τελευταίους μήνες, με το Ν. Κοτζιά να δηλώνει ότι η Ελλάδα επιθυμεί «μια σταθερή, δημοκρατική, φιλοευρωπαϊκή Ιταλία», ενώ εξέφρασε και την ανησυχία της Ελλάδας για την αστάθεια της Ιταλίας και τις συνέπειες της οικονομικής της κατάστασης, η οποία «ενδεχομένως θα μπορούσε να προκαλέσει επιπλέον προβλήματα στην Ελλάδα». 
 
Από την πλευρά του, ο Χ. Μάας υποστήριξε ότι «είναι δύσκολο να προβλεφθεί τι κυβέρνηση θα αναλάβει, πόσο καιρό θα θητεύσει και αν και πότε θα διεξαχθούν νέες εκλογές, άρα θα πρέπει να περιμένουμε», ενώ πρόσθεσε πως «καμία κυβέρνηση, όπως κι αν καταρτιστεί, δεν θα μπορέσει να βλάψει σοβαρά τις βαθιές σχέσεις φιλίας και συνεργασίας μεταξύ Γερμανίας και Ιταλίας».

Τέλος, αναφερόμενος στον ηγετικό ρόλο που κατέχει η Γερμανία στην ΕΕ, διευκρίνισε ότι «καμία κυβέρνηση δεν είναι αρκετά μεγάλη, ούτε καν η Γερμανία, ώστε να μπορεί στον κόσμο αυτόν να παρουσιάσει και να προωθήσει μόνη της τα συμφέροντά της. Γι’ αυτό, ακριβώς τώρα, χρειαζόμαστε περισσότερη και όχι λιγότερη Ευρώπη».