Πιο πολύ κι από την ελευθερία της έκφρασης που βιώσαμε όσοι δουλέψαμε στην Ελευθεροτυπία, κατά τη γνώμη μου μετράει το στοιχείο του διαλόγου που εισήγαγε ο Φυντανίδης, τόσο μεταξύ των δημοσιογράφων, τα κείμενα των οποίων συχνά κοντράρονταν μεταξύ τους αλλά και με την επίσημη γραμμή της εφημερίδας, όσο και μεταξύ των αναγνωστών. Μια αμφίδρομη επικοινωνία που την επιδίωκε συστηματικά, προτού ο όρος ανακαλυφθεί και γίνει της μόδας.

Υπήρχε κάτι αιρετικό στην Ελευθεροτυπία του Φυντανίδη, μια αντιεξουσιαστική αύρα, ένα κοινωνικό και πολιτικό ρεφλέξ που σε ξάφνιαζε, το οποίο συγκάλυπτε τις όποιες αδυναμίες του φύλλου. Και υπήρχε ακόμα αισθητική, πολιτισμός και χιούμορ.

Το καλό νέο, αλλά και στοιχείο που με έκανε να αιφνιδιαστώ με τον θάνατό του,  είναι ότι ο Φυντανίδης έφυγε όρθιος, πάνω στην καλύτερή του στιγμή σε σχέση με τις πολλαπλές ταλαιπωρίες που πέρασε τα τελευταία χρόνια. Πρόλαβε να γράψει και να εκδώσει το τελευταίο του βιβλίο («31 αξέχαστα χρόνια», εκδόσεις Πατάκη, 2014), αλλά κυρίως πρόλαβε να το χαρεί.

Είχα την ευκαιρία να παρευρεθώ στην παρουσίασή του, στο Μέγαρο Μουσικής. Ο οικοδεσπότης καλαμπούριζε ασυστόλως, από την πρώτη ως την τελευταία στιγμή της παρουσίασης, χαιρόταν την παρουσία του κόσμου, χαιρόταν τα καλά λόγια των ομιλητών, χαιρόταν να επαναλαμβάνει στοιχεία από το περιεχόμενο του βιβλίου, της ίδιας της εντυπωσιακής ζωής του, επιλέγοντας τα πιο αστεία στιγμιότυπα για να το προμοτάρει.

Είχα την ευκαιρία να γράψω για το βιβλίο, εδώ, στο ThePressProject, και την επομένη μου τηλεφώνησε για να με ευχαριστήσει με την ευγένεια που χαρακτήριζε τη γενιά του σ’ αυτά τα θέματα (και που δεν χαρακτηρίζει τη δική μου γενιά). Κι αφού με ευχαρίστησε, άρχισε να διατυπώνει κάποιες ενστάσεις που είχε, με πολύ πείσμα και με κάμποση διευθυντική αυστηρότητα.

Είχα τέλος την ευκαιρία να παρευρεθώ σε μια επόμενη, πιο απλή, παρουσίαση του βιβλίου στο «Φίλιον», μεταξύ φίλων, και μ’ ένα ντουέτο να παίζει αγαπημένα του τραγούδια. Εκλαμβάνω αυτή την τελευταία (απ’ όσο ξέρω) δημόσια εμφάνισή του ως αποχαιρετισμό.

Δεν θα μπορέσω να παρευρεθώ -για λόγους ανωτέρας βίας- στην κηδεία του Φυντανίδη, παρότι θα το ήθελα πολύ. Γράφω λοιπόν για να τον αποχαιρετίσω με τον καλύτερο τρόπο που διαθέτω, γράφω για να αποχαιρετίσω την «Ελευθεροτυπία», της οποίας υπήρξε ο κύριος εκφραστής, περισσότερο ακόμα κι απ’ ό,τι ο ίδιος ο Κίτσος Τεγόπουλος. Την Ελευθεροτυπία που διάβαζα από την πρώτη μέρα της έκδοσής της, στην οποία πολύ αργότερα επιδίωξα να δουλέψω, κι έτσι έγινε -χάρη στον Φυντανίδη, φυσικά- δεύτερο σπίτι μου για δέκα χρόνια, ασχέτως αν το τέλος ήταν πικρό. Είχε μια τόλμη ο Σεραφείμ, μια λάμψη στα μάτια όταν άκουγε κάτι πρωτότυπο, έστω και ρισκαδόρικο, κι αυτό ακριβώς συνέβη όταν ένας άγνωστος νεαρός του πρότεινε μια στήλη που θα γράφεται από τους ίδιους τους φαντάρους και θα καταγγέλλει τα κακώς κείμενα της στρατιωτικής θητείας,  σπάζοντας το ταμπού και το γκέτο των στρατώνων που ίσχυε μέχρι τότε. Κι εκείνος του έδωσε την ευκαιρία και του εμπιστεύτηκε το επικίνδυνο εγχείρημα.

Γράφει στο βιβλίο του ο Φυντανίδης ότι «προσελήφθη όρθιος και απελύθη όρθιος». Παραφράζοντάς τον, τολμώ να γράψω, όχι για να περιαυτολογήσω αλλά για να δείξω τα πράγματα στην πραγματική τους διάσταση, με τον οξύ και αιρετικό τρόπο του ίδιου, ότι χάρη στον Φυντανίδη προσελήφθην και επί των ημερών του απελύθην – κι ωστόσο δεν έπαψα στιγμή να θεωρώ ότι αυτά που του χρωστάω, αυτά που χρωστάμε στην Ελευθεροτυπία, είναι απείρως περισσότερα από όσα θα μπορούσαμε να τους καταμαρτυρήσουμε.