«Στόχος μας είναι η πλήρης αποκατάσταση των μισθολογικών απωλειών των εργαζομένων του ιδιωτικού τομέα από το συντριπτικό πλήγμα του δευτέρου μνημονίου και η ενίσχυση της βιοποριστικής λειτουργίας του μισθού» αναφέρει η αρμόδια τομεάρχης Έφη Αχτσιόγλου στην ανακοίνωση του ΣΥΡΙΖΑ. Συμπληρώνει ότι «μετά την αύξηση κατά 11% το 2019 και την κατάργηση του υποκατώτατου για τους νέους από την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, η δυναμική αύξηση του κατώτατου μισθού πρέπει να συνεχιστεί. Τούτο συνιστά την ελάχιστη προϋπόθεση, ώστε η οικονομική ανάπτυξη που σημειώνεται στη χώρα να μην αφορά τους ελάχιστους αλλά τους πολλούς».
«Πριν από έναν χρόνο προχωρήσαμε στην αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 11% και στην παράλληλη κατάργηση του υποκατώτατου», αναφέρει ο Α. Τσίπρας, προσθέτοντας ότι «σήμερα, ένα χρόνο μετά, καταθέτουμε πρόταση νόμου για νέα αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 7,5% το 2020 και 7,5% το 2021, δηλαδή 698 ευρώ για φέτος και 751 ευρώ για τον επόμενο χρόνο. Παράλληλα, από το 2022 και μετά η αρμοδιότητα για τον καθορισμό του κατώτατου μισθού επιστρέφει στους κοινωνικούς εταίρους».
Ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ τονίζει ακόμα ότι «ενάμισι χρόνο μετά την έξοδο της χώρας από τα μνημόνια, οι προβλέψεις της πρότασης του ΣΥΡΙΖΑ ολοκληρώνουν την αποκατάσταση των απωλειών που είδαν οι εργαζόμενοι στους μισθούς τους την περίοδο 2010-2014, όταν με μία απλή υπουργική απόφαση εξανεμίστηκαν στο όνομα δήθεν της ανταγωνιστικότητας». Όπως υπογραμμίζει ο Α. Τσίπρας, «η νέα αύξηση του κατώτατου μισθού είναι το ελάχιστο που οφείλει να κάνει η κυβέρνηση, προκειμένου να ενισχύσει και τη συντριπτική πλειοψηφία των εργαζομένων και την αγοραστική τους δύναμη, τονώνοντας ακόμη περισσότερο την κατανάλωση και την αναπτυξιακή πορεία της οικονομίας». Γιατί, όπως τονίζει, «η ανάπτυξη ή θα είναι κοινωνικά δίκαιη ή δε θα υπάρξει».
Ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης σημειώνει ότι «ο κ. Μητσοτάκης που προεκλογικά έταζε “ πολλές και καλές δουλειές” και δήθεν αύξηση του κατώτατου μισθού στο διπλάσιο του ρυθμού ανάπτυξης, οφείλει τώρα να πάρει ξεκάθαρη θέση», για να θέσει το ερώτημα: «Θα στηρίξει έστω και μια φορά τους εργαζόμενους ή θα συνεχίσει όπως ξέρει να στηρίζει μονάχα τα ισχυρά οικονομικά συμφέροντα;».
Ο ΣΥΡΙΖΑ στρέφει τα πυρά του κατά της ΝΔ υποστηρίζοντας ότι «με την υπαναχώρηση ακόμα και από τις προεκλογικές της δεσμεύσεις για μία ανεπαρκή αύξηση του κατώτατου μισθού, αποδεικνύει πόσο κενό περιεχομένου ήταν το σύνθημά της για «πολλές και καλές δουλειές» και καταλήγει: «Από την πλευρά μας, καταθέτουμε μια συγκεκριμένη και ρεαλιστική πρόταση με μέριμνα την ενίσχυση του εισοδήματος των εργαζομένων και καλούμε κάθε πολιτική δύναμη να αναλάβει τις ευθύνες της».
Οι αυξήσεις μισθών
Τις προβλέψεις της πρότασης νόμου για την αύξηση του κατώτατου μισθού που κατέθεσε, αναλύει ο ΣΥΡΙΖΑ με διαρροή πηγών του.
Σύμφωνα με την Κουμουνδούρου λοιπόν «τον Φλεβάρη του 2019 με την αύξηση 11% που έκανε ο ΣΥΡΙΖΑ 600.000 εργαζόμενοι είδαν τους μισθούς τους να αυξάνονται στα 650 ευρώ το μήνα, ενώ ακόμα 280.000 είδαν έμμεσες αυξήσεις λόγω της αύξησης των επιδομάτων που υπολογίζονται βάσει του κατώτατου μισθού. Επίσης, 65.000 νέοι εργαζόμενοι είδαν μηνιαίες αυξήσεις ως και 27% εξαιτίας της κατάργησης του υποκατώτατου».
Σήμερα, προσθέτουν οι ίδιες πηγές, με την πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ για νέα αύξηση 7,5% το 2020, 800.000 εργαζόμενοι θα δουν τους μισθούς τους να ανεβαίνουν στα 698 ευρώ (48 ευρώ αύξηση), ενώ ακόμα 280.000 εργαζόμενοι θα δουν εκ νέου έμμεσες αυξήσεις λόγω της αύξησης των επιδομάτων. Αντίστοιχα, με την πρόταση νόμου για επιπλέον αύξηση 7,5% το 2021, 800.000 εργαζόμενοι θα δουν αυξήσεις 53 ευρώ με τον μηνιαίο μισθό τους να διαμορφώνεται στα 751 ευρώ, ενώ αντίστοιχες αυξήσεις θα δουν και 280.000 εργαζόμενοι λόγω της περαιτέρω αύξησης των επιδομάτων.