του Θάνου Καμήλαλη

«Τα στοιχεία του ευρωπαϊκού think tank δείχνουν ότι η Ελλάδα έχει δαπανήσει μέχρι τώρα σε μέτρα στήριξης παραπάνω από το 3,5 % του ΑΕΠ με το κόστος να προσεγγίζει τα 40 δισεκατομμύρια ευρώ» γράφει για παράδειγμα το «Πρώτο Θέμα» στην πρώτη παράγραφο του άρθρου με τίτλο «ενεργειακή κρίση: Πρώτη στην Ευρώπη η Ελλάδα στη στήριξη των πολιτών, λέει το think tank Bruegel».

Nα ξεκινήσουμε από τα βασικά. Τα φιλοκυβερνητικά μέσα, διαβάζουν λάθος το γράφημα, καθώς το 3,5% του ΑΕΠ της χώρας δεν μπορει να είναι 40 δισ. Για να ίσχυε αυτό το νούμερο θα έπρεπε το ΑΕΠ της Ελλάδας να είναι 1 τρισεκατομμύριο. Η μπλε μπάρα στο γράφημα αντιστοιχεί σε ποσοστό του ΑΕΠ. Η μαύρη τελεία, σε κρατικές δαπάνες, σε δισ. ευρώ.

Η Ελλάδα εμφανίζεται να έχει δαπανήσει 6,8 δισ. ευρώ για την αντιμετώπιση της ενεργειακής κρίσης. Υπάρχει εδώ μία υποσημείωση Σχεδόν το μισό, τα 3,2 δισ. αφορούν το πακέτο που εξαγγέλθηκε τον Μάιο, με την «επιστροφή έως και 600 ευρώ» (fuel pass) και τις νέες, μεγαλύτερες επιδοτήσεις στους λογαριασμούς από τον Ιούνιο, μαζί με την υπόσχεση για «αναστολή της ρήτρας αναπροσαρμογής των Ιούλιο». Είναι δηλαδή ένα πακέτο που δεν έχει φτάσει ακόμα στην «ελάφρυνση» των πολιτών, καθώς τα χρήματα δεν έχουν φύγει από τα κρατικά ταμεία. Υπάρχει δηλαδή μία ελληνική ιδιαιτερότητα που προκύπτει από την καθυστερημένη αντίδραση της κυβέρνησης στην ενεργειακή κρίση. Μολονότι και άλλες χώρες έχουν εξαγγείλει νέα μέτρα για μετά τον Μάιο, που μετριούνται στη σχετική λίστα ενώ δεν έχουν εφαρμοστεί ακόμα, αυτά είναι ένα μικρό μέρος του συνολικού πακέτου και σίγουρα όχι σχεδόν το 50% των «ελαφρύνσεων».

Το λάθος με τα «40 δισεκατομμύρια ευρώ» είναι οφθαλμοφανές, θα μπορούσε να θεωρηθεί «κεκτημένη ταχύτητα, ωστόσο περιλαμβάνεται σε κάθε σχετική δημοσίευση για την έρευνα. Για παράδειγμα, τό iefimerida, το skai.gr και το liberal έχουν ίδιες και σχεδόν απαράλλακτες δημοσιεύσεις, πετώντας απλά έναν πομπώδη τίτλο και το πρώτο γράφημα της έρευνα.

Με καθυστερημένες παρεμβάσεις και παρά τα ψέματα για «40 δισ.» όμως, η Ελλάδα έφτασε στην πρώτη θέση της έρευνας. Είναι «πρωταθλήτρια στη στήριξη των πολιτών»; Εδώ έρχεται το κρίσιμο μέρος της έρευνας του Ινστιτούτου Βruegel, που καταγράφει αναλυτικά και κωδικοποιημένα τα διαφορετικά μέτρα που έλαβαν οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις για να καταπολεμήσουν την ακρίβεια.

Όπως σχολίασε ο Αντώνης Γαλανόπουλος, υποψήφιος διδάκτορας του Τμήματος Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ, το σημαντικότερο στοιχείο είναι αυτό που αποκρύβεται, δηλαδή το dataset που παρουσιάζει το Ινστιτούτο στο αμέσως επόμενο γράφημα:

H Eλλάδα λοιπόν, είναι μία από τις ελάχιστες χώρες (μαζί με Λουξεμβούργο και Δανία) που αποφάσισαν να αντιμετωπίσουν την ενεργειακή κρίση μόνο με επιδοτήσεις σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις. Χωρίς μείωση φόρων, χωρίς οποιουδήποτε είδους ρύθμιση στις τιμές λιανικής και χονδρικής, χωρίς ανακοίνωση επενδύσεων για την ενεργειακή ανεξαρτησία και χωρίς, όπως σημειώνει το Ινστιτούτο, την οριστική επιβολή φόρου στα υπερκέρδη των παρόχων. Μολονότι η κυβέρνηση έχει εξαγγείλει την «πολυδιαφημισμένη» φορολόγηση 90% των υπερκερών, το «μαγείρεμα» γύρω από αυτά ξεκίνησε με το πόρισμα της ΡΑΕ που τα μέτρησε στα 927 εκατομμύρια ευρώ και συνεχίζεται εδώ και εβδομάδες.

To Λουξεμβούργο και η Δανία, δύο χώρες με πολύ καλύτερο επίπεδο ζωής αλλά και εντελώς διαφορετική εικόνα ως προς την ενεργειακή εξάρτηση, καταγράφονται ως χώρες όπου οι κυβερνήσεις έδωσαν επιδοτήσεις για τη στήριξη μόνο των ευάλωτων νοικοκυριών (χωρίς καν τη στήριξη των επιχειρήσεων). Το πόσο ειδική περίπτωση είναι ενεργειακά η Δανία φαίνεται και στην κατάταξη των ποσών, όπου είναι τελευταία έχοντας δαπανήσει το 0,1% του ΑΕΠ της, συνολικά 300 εκατ. ευρώ.

Χαρακτηριστικό είναι και το παράδειγμα της Λιθουανίας, της χώρας που εμφανίζεται στη δεύτερη θέση, πίσω από την Ελλάδα, σε δαπάνες σε ποσοστό του ΑΕΠ (3,6% – σχεδόν 2 δισ.). Πάνω από ένα δισ. από αυτές τις δαπάνες είναι για επενδύσεις γύρω από την ενεργειακή ανεξαρτησία σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα. Επίσης, η Λιθουανία έχει υποσχεθεί τη ρύθμιση των τιμών λιανικής.

Συνολικά, από τις 27 χώρες που εξετάζονται, οι 20 έχουν μειώσει τους φόρους στην Ενέργεια, 10 έχουν ρυθμίσει ήδη, μέσω κάποιου είδους πλαφόν, τις τιμές χονδρικής ή/και λιανικής, ενώ δύο ακόμα (η Τσεχία και η Λιθουανία) θα προχωρήσουν σε ανάλογη κίνηση το επόμενο διάστημα. Μόνο τρεις χώρες (Ελλάδα, Λουξεμβούργο, Δανία) παρεμβαίνουν για την ελάφρυνση των πολιτών μετά τη διαμόρφωση της τιμής.

Ενώ δύο είναι οι χώρες που δεν επιδοτούν την τελική του ρεύματος για τα νοικοκυριά, έχοντας προχωρήσει έγκαιρα στο «πάγωμα» του κόστους. Είναι η Ουγγαρία, που πάγωσε τις τιμές κάτω από το κόστος από το φθινόπωρο του 2021 και η Βουλγαρία, που επιδοτεί επιχειρήσεις αλλά έχει παγώσει τις τιμές για νοικοκυριά από τον Δεκέμβριο.

Ειδική αναφορά γίνεται και στις Ισπανία και Πορτογαλία, που πέρα από σειρά άλλων μέτρων, πήραν την «Ιβηρική Εξαίρεση» από την Ευρωπαϊκή Ένωση, για μέτρα που τους επιτρέπουν να μειώσουν τους σταθερούς λογαριασμούς ενέργειας ακόμα και 40%. Χαρακτηριστικό παράδειγμα επίσης είναι η Γαλλία, όπου ο υπέρμαχος της ελεύθερης αγοράς, Εμάνουελ Μακρόν, υπό την πίεση και των εκλογών έλαβε μέτρα σε κάθε σημείο της αλυσίδας της Ενέργειας για να ρυθμίσει της τιμές.

Τι προκύπτει από όλα τα παραπάνω; Ένα ελληνικό «κατόρθωμα». Η Ελλάδα είναι μονίμως στις ακριβότερες χώρες στην Ευρώπη στις τιμές του ρεύματος, όπως φαίνεται με μία καθημερινή ματιά στον Ευρωπαικό Χάρτη Τιμών Ηλεκτρισμού που βρίσκεται στη σελίδα της ΡΑΕ. Παράλληλα, η κυβέρνηση ξοδεύει, ή ετοιμάζεται να ξοδέψει, τα περισσότερα από κάθε άλλη χώρα σε σχέση με το ΑΕΠ, για να καλύψει τις αυξήσεις, επιβαρύνοντας τα δημόσια ταμεία για να «διορθώσει» μία κατάσταση που η ίδια αφήνει ανεξέλεγκτη. Με το Χρηματιστήριο Ενέργειας και την επίσης ελληνική πρωτοτυπία να εισάγεται εκεί το 100% της Ενέργειας, με τη ληστρική Ρήτρα Αναπροσαρμογής για την οποία η κυβέρνηση παίζει καθυστερήσεις μηνών, διατηρωντας την εφαμοργή της, με το πλήρως ιδιωτικοποιημένο ρεύμα και τη δήθεν «ελεύθερη αγορά» να φέρνει, όπως συμβαίνει παγκοσμίως, μεγάλες αυξήσεις, που καμία σχέση δεν έχουν με τις συνέπειες της ρωσικής εισβολής.

Όπως σχολιάζαμε στο TPP, αμέσως μετά το διάγγελμα Μητσοτάκη στις αρχές Μαϊου, «ο πιο ακριβός λογαριασμός είναι αυτός που πληρώνεται και από τους πολίτες και από το Δημόσιο». Πετάμε δισεκατομμύρια από τα δημόσια Ταμεία, επιδοτώντας ουσιαστικά τους παρόχους Ενέργειας, αντί για παρεμβάσεις σε προηγούμενα σημεία της διαμόρφωσης των τιμών. Αυτό παρουσιάζεται χυδαία ως «φιλολαϊκή πολιτική», οδηγώντας στην αφαίμαξη των δημόσιων ταμείων. Μάλιστα, με αυτόν τον τρόπο καλύπτονται και τα μειωμένα έσοδα των παρόχων, από τα χιλιάδες νοικοκυριά και επιχειρήσεις που, όπως αναμενόταν, δεν μπορούν να ανταπεξέλθουν σε σειρά φουσκωμένων λογαριασμών και τους αφήνουν απλήρωτους ή προχωρούν σε ρύθμιση.

Είναι πολύ πιθανό η κυβέρνηση να πανηγυρίσει με αυτήν την έρευνα και σίγουρα, ένα από τα επιχειρήματά της στο μέλλον θα είναι το πόσα δισεκατομμύρια ξοδεύτηκαν για την «ελάφρυνση» των πολιτών, όπως ύποστηρίζεται και για την περίοδο των πανδημίας. «Ξοδέψαμε 6,8 δισ. και μας λέτε και ανάλγητους;» είναι μία πιθανή αναφορά. Το χτύπημα στα δημόσια Ταμεία είναι το μεγαλύτερο πανευρωπαϊκά, όπως προκύπτει από την έρευνα του Βeugel.  Ο λογαριασμός αυτής της ολέθριας διαχείρισης, θα έρθει σε όλους μας.