Συγκεκριμένα, η Επιστημονική Υπηρεσία της Βουλής αμφισβητεί τη νομιμότητα των ρυθμίσεων για το νερό, τονίζοντας:
«Δεδοµένης της νοµολογίας του Συµβουλίου της Επικρατείας, σύµφωνα µε την οποία «(…) η παροχή υπηρεσιών κοινής ωφελείας, όπως υδρεύσεως και αποχετεύσεως, δεν συνιστά δραστηριότητα αναπόσπαστη από τον πυρήνα της κρατικής εξουσίας (…)» (ΣτΕ 1906/2014 Ολοµ), «[και] δύναται να ανατίθεται σε δηµόσια επιχείρηση υπό µορφή ανώνυµης εταιρείας, όπως η ΕΥΔΑΠ ΑΕ, η οποία παρέχει υπηρεσίες κοινής ωφέλειας απολύτως ζωτικής σηµασίας (…) είναι συνταγµατικώς επιβεβληµένος ο έλεγχος της ΕΥΔΑΠ ΑΕ από το Ελληνικό Δηµόσιο, όχι απλώς µε την άσκηση εποπτείας επ’ αυτής, αλλά και διά του µετοχικού της κεφαλαίου (…) (ΣτΕ 190, 191/2022 Ολοµ. Βλ., επίσης, ΣτΕ 1223-1224/2020 7µ. παραπεµπτικές στην Ολοµέλεια), τίθεται το ερώτηµα αν και κατά πόσον οι µεταβιβαζόµενες µε τον παρόν νοµοσχέδιο αρµοδιότητες στη Ρ.Α.Α.Ε.Υ. συµβαδίζουν µε την εν λόγω νοµολογία του Συµβουλίου της Επικρατείας».
Διαβάστε το αναλυτικό ρεπορτάζ του TPP
Σημειώνει επίσης πως «σύμφωνα με το ΣτΕ, η εθνική πολιτική παροχής υπηρεσιών ύδρευσης, συµπεριλαµβανοµένης και της τιµολόγησης αυτών, σχεδιάζεται από τα κράτη µέλη ως πολιτική παροχής υπηρεσιών κοινής ωφέλειας, µε βασικό κριτήριο την επίτευξη των περιβαλλοντικών στόχων της οδηγίας 2000/60/ΕΚ», ενώ σημειώνει επίσως, ότι «έχει κριθεί ότι οι διατάξεις του νόμου που αφορά στη Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας, είναι διατάξεις που υπαγορεύονται από λόγους δηµοσίου συµφέροντος, που συνίστανται στην ανάπτυξη της αγοράς ενέργειας και στην προστασία και προαγωγή του ελεύθερου υγιούς ανταγωνισµού στον τοµέα αυτό προς όφελος των καταναλωτών.
Κατά της ιδιωτικοποίησης και η Ένωση Διοικητικών Δικαστών
Υπενθυμίζεται ότι, υπόμνημα για το πολυνομοσχέδιο της κυβέρνησης που επιχειρεί την ιδιωτικοποίηση του νερού έχει αποστείλει η Ένωση Διοικητικών Δικαστών, προς την αρμόδια Κοινοβουλευτική Επιτροπή Παραγωγής, εκφράζοντας την αντίθεσή της.
Οι διοικητικοί δικαστές σημειώνουν ότι με το νομοσχέδιο του υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας «η διαχείριση των υδάτων, η διαμόρφωση της υδατικής πολιτικής και οι συναφείς αποφάσεις των παρόχων υπηρεσιών ύδατος απομακρύνονται από το Κράτος και ανατίθενται στην αρμοδιότητα της δημιουργούμενης Ανεξάρτητης Ρυθμιστικής Αρχής Αποβλήτων, Ενέργειας και Υδάτων».
Όπως τονίζουν «με τον τρόπο αυτό χάνεται ο χαρακτήρας του πόσιμου ύδατος ως κοινωνικού αγαθού, απαραιτήτου για την ζωή και την υγεία των πολιτών και αντί αυτού αντιμετωπίζονται οι σχετικές υπηρεσίες ως ρυθμιζόμενες κατ’ αντιστοιχία με αγορές άλλων αγαθών και υπηρεσιών».
Στο υπόμνημα προστίθεται όμως ότι «σύμφωνα με όσα έχουν κριθεί από την Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας (βλ. ΣτΕ 1906/2014, 190-191/2022), για την εξασφάλιση της υγείας των πολιτών δεν νοείται παρά μόνο άμεσος κρατικός έλεγχος στους παρόχους υπηρεσιών ύδατος (π.χ. ΕΥΔΑΠ), ο οποίος δεν μπορεί να υποκατασταθεί με την απλή εποπτεία μέσω της ως άνω Ανεξάρτητης Αρχής, ενώ, από τις παραδοχές αυτές της νομολογίας δεν νοείται καν η συζήτηση για ιδιωτικοποίηση των παρόχων αυτών, μέσω της απόκτησης πλειοψηφικού πακέτου μετοχών από ιδιώτες επενδυτές».
Η Ένωσή σημειώνει ότι για εκείνη έχει «ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τον σεβασμό αυτής της νομολογίας από όλους, αφενός μεν για προφανείς θεσμικούς λόγους που αφορούν το κύρος της Δικαστικής Εξουσίας, εκφραζόμενης, μάλιστα στο ανώτατο δυνατό επίπεδο, αφετέρου δε για πρακτικούς λόγους που ανάγονται στην προστασία της δημόσιας υγείας, όπως αυτή αναλύεται στις ανωτέρω αποφάσεις, οι οποίες μας δεσμεύουν σε πλείστες όσες υποθέσεις τεθούν ενώπιόν μας, σχετικά με τα θέματα αυτά (π.χ. Δημόσιες Συμβάσεις σχετικά με την εκτέλεση έργων υποστή ριξης των παρόχων υπηρεσιών ύδατος, αγωγές αποζημίωσης σε περίπτωση τυχόν ελλιπών ελέγχων για την ποιότητα και επάρκεια του πόσιμου ύδατος κ.α.). Εξάλλου, η ενσωμάτωση των ως άνω Οδηγιών της Ε.Ε. δεν μεταβάλει τις παραδοχές αυτές, εφόσον,από καμία διάταξή τους δεν θεσπίζεται η υποχρέωση των Κρατών-Μελών για ιδιωτικοποίηση των παρόχων υπηρεσιών ύδατος, ο έλεγχος της παραγωγής και διάθεσης του οποίου δεν μπορεί, για τους λόγους που αναφέραμε ήδη, να υπαχθεί σε παρόμοιο κανονιστικό-ρυθμιστικό πλαίσιο με αυτό της ενέργειας ή άλλων αγαθών και υπηρεσιών».
Η Ένωση Διοικητικών Δικαστών ζητά τέλος «από τον αρμόδιο Υπουργό να αποσύρει από το ανωτέρω νομοσχέδιο τα άρθρα που αφορούν τους παρόχους και την διαχείριση των υπηρεσιών πόσιμου ύδατος, σύμφωνα με τα όσα έχουν κριθεί με τις ανωτέρω αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας, ενώ, για τους λόγους που εκθέσαμε, δεν είναι δυνατόν να βελτιωθούν οι συγκεκριμένες διατάξεις με οποιεσδήποτε φραστικές ή λεπτομερειακές τροποποιήσεις και δεν μπορούμε, επομένως, να σας συνδράμουμε προς την κατεύθυνση αυτή».
«Mεγάλο και αμφίβολης συνταγματικότητος βήμα προς την ουσιαστική ιδιωτικοποίηση του νερού» καταγγέλλει τέως Αντιπρόεδρος του ΣτΕ
Υπόμνημα με το οποίο τονίζεται ότι η δημιουργία «Ρυθμιστικής Αρχής» για το νερό αποτελεί «μεγάλο και αμφίβολης συνταγματικότητος βήμα προς την ουσιαστική ιδιωτικοποίηση του νερού» απέστειλε και το Επιμελητήριο Περιβάλλοντος, δια της Προέδρου του Μαρίας Καραμανώφ, η οποία είναι και Αντιπρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας επί τιμή.
«Το νομοσχέδιο αποτελεί το τελευταίο βήμα για την ολοκλήρωση της ιδιωτικοποίησης του νερού που πραγματοποιήθηκε με τον αντισυνταγματικό μεν, αλλά ισχύοντα πλέον νόμο 4964/2022 (άρθρα 114, 115) που ψηφίστηκε τον περασμένο Ιούλιο. Με το νόμο αυτό επαναμεταβιβάστηκαν στο Υπερταμείο οι μετοχές ΕΥΔΑΠ/ΕΥΑΘ του Ελληνικού Δημοσίου, κατά πρωτοφανή παραβίαση των αποφάσεων 190/2022, 191/2022 της Ολομέλειας του ΣτΕ, με τις οποίες η μεταβίβασή τους είχε κριθεί αντισυνταγματική. Ήδη λοιπόν, έχει επέλθει η ουσιαστική ιδιωτικοποίηση των δύο μεγαλύτερων φορέων παροχής υπηρεσιών ύδρευσης και αποχέτευσης της χώρας, αφού δεν υπάγονται πλέον στον έλεγχο του Ελληνικού Δημοσίου. Τι απέμεινε για να ολοκληρωθεί η ιδιωτικοποίηση αυτή; Να παραδώσει το κράτος, εκτός από τον έλεγχο, ακόμα και την απλή εποπτεία του» τονίζεται στο υπόμνημα προς την αρμόδια Επιτροπή της Βουλής.
«Το νερό, όμως, δεν είναι εμπορικό προϊόν και οι υπηρεσίες υδροδότησης και αποχέτευσης δεν μπορούν να ανήκουν στην αγορά. Με απλά λόγια, δεν συντρέχει εν προκειμένω η βασική προϋπόθεση που απαιτείται για την υπαγωγή μιας δραστηριότητας στην αρμοδιότητα μιας ανεξάρτητης ρυθμιστικής αρχής, δηλ. η λειτουργία της δραστηριότητας αυτής σε περιβάλλον αγοράς. Στον τομέα της υδροδότησης της χώρας δεν νοείται η ύπαρξη αγοράς ούτε δραστηριοποίηση κερδοσκοπικών επιχειρήσεων στο σχετικό πεδίο, ώστε να απαιτείται η ρύθμισή τους από Ανεξάρτητη Αρχή. Δεδομένου ότι, όπως έχει κριθεί από το ΣτΕ, η δημόσια υπηρεσία ύδρευσης και αποχέτευσης, κατ’ αντιδιαστολή προς άλλες υπηρεσίες που έχουν πλέον περιέλθει στο χώρο της αγοράς (ενέργεια, ταχυδρομικές υπηρεσίες, επιβατικές μεταφορές, τηλεπικοινωνίες), δεν επιτρέπεται να ιδιωτικοποιηθεί, η υπαγωγή της στη ρυθμιστική αρμοδιότητα ΡΑΕ είναι ασύμβατη προς την αποστολή αμφοτέρων» προσθέτει η κ.Καραμανώφ και καταλήγει:
«Είναι γεγονός ότι με την επαναμεταβίβαση των μετοχών ΕΥΔΑΠ και ΕΥΑΘ στο Υπερταμείο, ένα μεγάλο τμήμα των φορέων υδροδότησης της χώρας έχει ήδη ιδιωτικοποιηθεί. Αντί να επανορθώσει την κατάφωρη καταστρατήγηση των αρχών του κράτους δικαίου που επέφερε ο Νόμος 4964/2022, με το προτεινόμενο νομοσχέδιο το κράτος αποποιείται περαιτέρω τις αρμοδιότητες και τις ευθύνες του για παροχή ασφαλούς, ποιοτικής και καθολικής υδροδότησης σε προσιτή τιμή. Σύμφωνα με τη δική του επιχειρηματολογία, το νομοσχέδιο ομολογεί πράγματι την ανικανότητα και την απροθυμία του κράτους να έχει υπό τον έλεγχό του το νερό και παραδίδει τις ευθύνες κάπου αλλού. Ως Επιμελητήριο έχουμε επανειλημμένως αναφερθεί στους κινδύνους που ενέχει η στάση αυτή. Δεν χρειάζεται την κρίσιμη αυτή ώρα να τους υπενθυμίσουμε.
Συμπερασματικά, με την υπαγωγή όλων των φορέων υδροδότησης της χώρας στην αρμοδιότητα της ΡΑΕ συντελείται ένα μεγάλο και αμφίβολης συνταγματικότητος βήμα προς την ουσιαστική ιδιωτικοποίηση της δημόσιας υπηρεσίας ύδρευσης και αποχέτευσης, κατά παράκαμψη, για μία ακόμα φορά, των σχετικών αποφάσεων του Συμβουλίου της Επικρατείας».