«Κανείς στον 21ο αιώνα δεν μπορεί να αμφισβητεί την επιστήμη» ― είπε ο Έλληνας Πρωθυπουργός, και πολλοί, και από το χώρο της Αριστεράς, έσπευσαν να συμφωνήσουν.

Εχθρός μεν ο Κούλης, εχθρότεροι δε οι ψέκες.

Ειδικά από τη στιγμή που αποτελούν δημόσιο κίνδυνο, ασκώντας κριτική στις οδηγίες των ειδικών για την αντιμετώπιση της πανδημίας (αυτές τις τόσο συγκροτημένες και διαχρονικά συνεπείς).

Αν αυτή η εμπιστοσύνη στα στιβαρά μπράτσα και τη φαιά ουσία της κυβέρνησης και των ειδικών περιορίζονταν στην εποχή του πανικού απέναντι στην πανδημία, θα αποτελούσε μια μάλλον δικαιολογημένη ψυχολογική αντίδραση.

Όμως ο πόλεμος της «επίσημης αλήθειας» με την «ψέκα» κρατάει ήδη κοντά δεκαετία, όχι μόνο στη χώρα μας αλλά και το εξωτερικό, ενώ ακόμα παλιότερο είναι το πουσάρισμα της τεχνοκρατικής διαχείρισης ― δηλαδή της ανάθεσης των πολιτικών αποφάσεων στους «ειδικούς».

Η πανδημία ήρθε και κάθισε ως το ύστατο (θα έλεγε κανείς υπαρξιακό) επιχείρημα περί της ανάγκης να «ακούσουμε τους ειδικούς», σε ένα παγκόσμιο κλίμα που είχε ήδη διαμορφωθεί στα πλαίσια της αντιμετώπισης της οικονομικής κρίσης, και που αναβαθμίστηκε επί Τραμπ σε συμμαχία κράτους και Big Tech με το πρόσχημα καταπολέμησης των fake news και της ανάδυσης του πολιτικού «λαϊκισμού».

Σε εμάς, φερειπείν, την περίοδο 2010-2020 το ρόλο αυτό έπαιξαν αρχικά ο Παπαδήμος, και στη συνέχεια η Τρόικα και τα «κλιμάκια του ΔΝΤ» ― οι φορείς δηλαδή που ο ΣΥΡΙΖΑ αναβάπτισε σε «θεσμούς» για να ξεπλύνει από το τεχνοκρατικό τους στίγμα.

Αντίστοιχα, ο εγχώριος πόλεμος εναντίον του «λαϊκισμού» (που γνώρισε την πρώτη του κορύφωση το καλοκαίρι του 2015 με την καμπάνια του «Μένουμε Ευρώπη»), συνεχίστηκε με επόμενο στόχο του τα fake news, τα οποία ανέλαβαν να εντοπίζουν και να κόβουν, ως επίσημοι συνεργάτες του Facebook, τα Hellenic Hoaxes.

Έτσι ο έλεγχος των κυβερνητικών πεπραγμένων, της επικαιρότητας, και της εκάστοτε «γραμμής», (που παραδοσιακά ανήκε στον Τύπο και τα πολιτικά κινήματα), απέκτησε ως εγγυητή ποιότητας το ίδιο το κράτος, το οποίο σε συνεργασία με τις μεγάλες εταιρείες τεχνολογίας (από τις οποίες περνάει πλέον το μέγα μέρος του δημόσιου διαλόγου και των ιδιωτικών συζητήσεων), κρατάει και το πεπόνι της επίσημης αφήγησης και το μαχαίρι της λογοκρισίας της κριτικής σε αυτήν.

Μια τέτοια απόλυτη εξουσία θυμίζει τα πάλαι ποτέ σταλινικά καθεστώτα, με την διαφορά ότι στα τελευταία, ούτε η εξουσία, ούτε οι πολίτες, πίστευαν στις κρατικές αφηγήσεις.

Σήμερα, μερίδα του πληθυσμού συμφωνεί προς τον δήθεν μέγα κίνδυνο των fake news, διυλίζοντας π.χ. τον κώνωπα του Αρτέμη Σώρρα, της «τάδε Παναγίας που δάκρυσε», ή του «μικροτσιπ στα εμβόλια», ― πράγματα δηλαδή που αφορούν μια ελάχιστη, ασήμαντη, και χωρίς προσβάσεις στην εξουσία μερίδα του πληθυσμού ―, ενώ ταυτόχρονα καταπίνουν αμάσητη την κάμηλο της τεχνοκρατικής διαχείρισης της πολιτικής, της σύμπλεξης κράτους-πολυεθνικών στην λογοκρισία, ή ακόμα και την καθολική απαγόρευση κυκλοφορίας, με πρόσχημα μια κατάσταση «έκτακτης ανάγκης».

(Ανθρώπινο• το πρώτο δίνει εύκολους πόντους αυτοπεποίθησης στον «έξυπνο ανάμεσα στους ηλίθιους», ενώ το δεύτερο απαιτεί πραγματική πολιτική οξυδέρκεια, αλλά και κάποια προσωπική στράτευση).

Καθώς, όπως έλεγαν οι αρχαίοι, «ουδέν καινόν υπό τον ήλιο», ο έλεγχος του δημοσίου διαλόγου υπό το πρόσχημα των fake news είναι και αυτός παλιά ιστορία.

Ήδη τη δεκαετία του ’80 ο Γκυ Ντεμπόρ περιέγραφε αντίστοιχες προσπάθειες στις ΗΠΑ και την Ευρώπη, με στόχο την εξαφάνιση των απόηχων των επαναστατικών και εναλλακτικών κινημάτων που επιβίωναν από τη δεκαετία του ’60 και ’70 και της αντι-πληροφόρησης τους:

«[Η “νέα ακόμη έννοια παραπληροφόρηση”] χρησιμοποιείται πάντοτε σε μεγάλο βαθμό απ’ την εξουσία, και κατά συνέπεια απ’ τους ανθρώπους που κατέχουν ένα μερίδιο οικονομικής ή πολιτικής εξουσίας, για να διατηρηθεί το κατεστημένο και πάντοτε προσδίδοντας σ’ αυτή τη χρήση μια λειτουργία αντεπίθεσης. Ό,τι αντιβαίνει στη μία και μοναδική επίσημη αλήθεια οφείλει να είναι αναγκαστικά παραπληροφόρηση που προέρχεται από εχθρικές , ή τουλάχιστον ανταγωνιστικές, δυνάμεις, κι η οποία είναι σκόπιμα διαστρεβλωμένη από κακοβουλία.»

(…)

«Το άλλο πλεονέκτημα που υπάρχει στην καταγγελία μιας εντελώς επιμέρους παραπληροφόρησης, ερμηνεύοντας την κατ’ αυτό τον τρόπο, είναι ότι κατά συνέπεια ο συνολικός λόγος του θεάματος δεν μπορεί ν’ αποτελέσει αντικείμενο υποψίας ότι εμπεριέχει παραπληροφόρηση, εφόσον είναι σε θέση να προσδιορίσει, με την πλέον επιστημονική βεβαιότητα, το πεδίο όπου εμφανίζεται η μοναδική παραπληροφόρηση: είναι οτιδήποτε μπορεί να ειπωθεί και δεν θα του αρέσει.»

Ακόμα και το φαινόμενο του fact checking, που σήμερα έχουν αναθέσει υπεργολαβικά σε κρατικά επιχορηγούμενες «ΜΚΟ», οργανώσεις τύπου Hellenic Hoaxes, και στην Big Tech, ήταν ήδη υπό συζήτηση:

«Έγινε πρόσφατα [σ.σ. περί το 1986] συζήτηση στη Γαλλία για το ενδεχόμενο επίσημης απονομής ενός είδους πιστοποιητικού στα μέσα μαζικής ενημέρωσης που θ’ αναγράφει «εγγυημένο χωρίς παραπληροφόρηση»: κάτι τέτοιο θα δυσαρεστούσε ορισμένους επαγγελματίες των μέσων μαζικής επικοινωνίας, που ήθελαν ακόμη να πιστεύουν, ή πιο μετριοπαθώς να κάνουν πως πιστεύουν, ότι στο εξής δεν θα λογοκρίνονταν στ’ αλήθεια».

Ορισμένοι δέχονται πρόθυμα ότι οι κυβερνήσεις και οι επιχειρήσεις μπορούν να ψεύδονται, αλλά θεωρούν, άγνωστο γιατί, πως οι ειδικοί (άνθρωποι δηλαδή που εργάζονται είτε για τις μεν είτε για τις δε), και οι διεθνείς οργανισμοί (δηλαδή φορείς που στηρίζονται διοικητικά και οικονομικά από τις μεν και τις δε), αποκλείεται να πράττουν το ίδιο.

Οι ειδικοί, εδώ, εκπροσωπούν την Επιστήμη, η οποία γίνεται αντιληπτή γυμνή από τα ιστορικά της χαρακτηριστικά (ως μια πρακτική ενασχόληση ανθρώπων που έχουν ιδεολογίες, συμφέροντα, και νοίκι να πληρώσουν, μέσα σε ένα συγκεκριμένο σύστημα οικονομικής και κοινωνικής οργάνωσης).

Οι θεράποντες μιας τέτοιας πλατωνικής ιδέας της Επιστήμης, ως αγνές παρθένες, δεν μπορούν παρά να εκφράζουν τη (μονοσήμαντα προσδιορισμένη) «αντικειμενική» αλήθεια, και αποκλείεται (εκτός μερικών «ελαττωματικών στοιχείων») να ψεύδονται, να εκφράζουν την κυρίαρχη κοσμοθεωρία, ή να νομιμοποιούν ταξικά προσδιορισμένες νόρμες και συμφέροντα.

Και αυτή η στάση, βέβαια, έχει τις διαβαθμίσεις της.

Πολλοί εξ αριστερών, για παράδειγμα, που γελάνε με τους ψεκασμένους που αμφισβητούν την επιστημονική διαχείριση της κρίσης του Covid χωρίς να διαθέτουν σχετική ειδίκευση, δεν βρίσκουν παρόλα αυτά αντιφατικό το να απορρίπτουν οι ίδιοι, μη όντας οικονομολόγοι, τις μνημονιακές συστάσεις των επίσης ειδικών του ΔΝΤ και της ΕΚΤ.

Αλλά αν αυτή η αμφισβήτηση έρχεται αβίαστα σε ό,τι αφορά την Οικονομία, αρχίζει ήδη και ζορίζει όταν είναι να κρίνει τις ανθρωπιστικές επιστήμες, ένα πεδίο κατεξοχήν βορά στις ιδεολογίες της άρχουσας τάξης (και της ψευδο-προοδευτικής πανεπιστημιακής ελιτ της). Εκτός βέβαια από κραυγαλέες αντιδραστικές περιπτώσεις, όπως τις εμφυλιο-πολεμικές αναθεωρήσεις του Καλύβα.

Και βέβαια, η αμφισβήτηση της επιστήμης αρχίζει και γίνεται θέμα ταμπού όταν φτάνουμε στις σκληρές επιστήμες, την ιατρική, και τις σύγχρονες τεχνολογικές εφαρμογές τους.

Και αυτό είναι κάτι το οποίο αποτελεί καινούργιο φαινόμενο, καθώς ο ευρύτερος αριστερός και προοδευτικός χώρος, τουλάχιστον έως τη δεκαετία του ’90 όπου και απέκτησε κινητό και σύνδεση στο διαδίκτυο, είχε ασκήσει έντονη κριτική στην ιδέα της «ουδέτερης» επιστήμης, αλλά και σε επιμέρους τεχνικές εφαρμογές (σε βαθμό που ορισμένα τμήματα της απέρριπταν το κυνήγι της τεχνολογικής ανάπτυξης, την αστικοποίηση, την κουλτούρα του αυτοκινήτου, την μηχανογράφηση, κλπ.).

Αρκεί να θυμίσουμε τι ήταν κάποτε τα κινήματα κατά της βιομηχανοποίησης και υπερ της αποανάπτυξης, ενάντια στην αστι, κατα της πυρηνικής ενέργειας (Atomkraft? Nein danke!), ενάντια στην ιατρικοποίηση και την ψυχιατρική (Μπασάλια, Φουκώ, Κούπερ, Λαίνγκ, Σας, κ.α.), την σύγχρονη παιδαγωγική (Νίλ, Γκούντμαν, Ίλιτς, Ντίουι, Λας, κ.α.), τη σύγχρονη γεωργία και τα μεταλλαγμένα τρόφιμα, αλλά και γενικότερα την τεχνοκρατία, και τον επιστημονισμό (Φεγεράμπεντ, Σουμάχερ, Λας, κ.α.).

Σε μια εποχή όπου έχει γιγαντωθεί η εξάρτηση από την τεχνολογία (με ολοένα και μικρότερο κοινωνικό όφελος), και σε ένα κόσμο υπό τον έλεγχο των κάθε λογής ειδικών, η κριτική αντίσταση στον επιστημονισμό, την τεχνοκρατία, και τον εκάστοτε «αντικειμενικά ορθό» μονόδρομο που υποδεικνύουν (μια τέτοια T.I.N.A. το 2010 υπήρξε το Μνημόνιο, η αντίστοιχη της το 2020 ήταν τα λοκντάουν), αποτελεί την μόνη πραγματική πολιτική.

Αυτά που σήμερα μετράνε για πολιτική κριτική αποτελούν απλούς καυγάδες για το χρώμα των κουπιών στη γαλέρα, και το ποιός θα είναι ο επικεφαλής που θα βαράει το ταμ ταμ.