Την αμφιβολία του εκφράζει για τη μακρόχρονη βιωσιμότητα ακόμα και ενός τρίτου πακέτου στήριξης προς την Ελλάδα, “μετά το τέλος του Μνημονίου” (2014) το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους της Βουλής των Ελλήνων.
«Η τρέχουσα δανειακή σύμβαση με την τρόικα με όρους που περιλαμβάνονται στο “Μνημόνιο” λήγει το 2014. Τότε θα καταβληθεί η τελευταία δόση. Από το β΄ εξάμηνο 2014 οι πόροι που διαθέτει η χώρα δεν θα επαρκούν για να καλύψει τις υποχρεώσεις προς πληρωμή των τόκων για τα δάνεια που έχει λάβει, επισημαίνει η έκθεση
Ειδικότερα, δεν θα επαρκεί το πρωτογενές πλεόνασμα (=περίσσευμα φόρων πάνω από τις δαπάνες) για την πληρωμή των τόκων. Κάπως απλά, η διαφορά μεταξύ τόκων και πρωτογενούς πλεονάσματος είναι το “δημοσιονομικό κενό”.
Επίσημα το “δημοσιονομικό κενό” υπολογίζεται με βάση την τρέχουσα πολιτική προσαρμογής. Αν η τελευταία αλλάξει, πχ αν αυξηθούν οι κοινωνικές δαπάνες, τότε ceteris paribus το κενό γίνεται μεγαλύτερο και μαζί του οι δανειακές ανάγκες.
Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά είναι ψευδαίσθηση να αναμένουμε ότι η χώρα θα επιστρέψει στις αγορές μετά το 2014 για να καλύψει με λογικούς όρους τις ανάγκες αναχρηματοδότησης του χρέους συν τυχόν έκτακτες ανάγκες.
Από το β’ εξάμηνο του 2014 που θα έχει καταβληθεί και η τελευταία δόση από τους πιστωτές, «οι πόροι που διαθέτει η χώρα δεν θα επαρκούν για να καλύψει τις υποχρεώσεις προς πληρωμή των τόκων για τα δάνεια που έχει λάβει». Ειδικότερα, υποστηρίζεται ότι «δεν θα επαρκεί το πρωτογενές πλεόνασμα (= περίσσευμα φόρων πάνω από τις δαπάνες) για την πληρωμή των τόκων».
Η διαφορά μεταξύ τόκων και πρωτογενούς πλεονάσματος είναι το «δημοσιονομικό κενό» το οποίο υπολογίζεται με βάση την τρέχουσα πολιτική προσαρμογής. «Αν η τελευταία αλλάξει, π.χ. αν αυξηθούν οι κοινωνικές δαπάνες, τότε ceteris paribus (σ.σ. κρατώντας όλα τα άλλα σταθερά) το κενό γίνεται μεγαλύτερο και μαζί του οι δανειακές ανάγκες», επισημαίνεται, ενώ το ίδιο ισχύει αν υπάρξει υστέρηση των φορολογικών εσόδων. Το ΔΝΤ προβλέπει ένα «δημοσιονομικό κενό» 4.4 δις € προς τα τέλη 2014 και επιπλέον 6.5 δις € το 2015, συνολικά 11 δις €. Η ελληνική κυβέρνηση θεωρεί ότι το κενό είναι μικρότερο, ελπίζοντας ότι θα πετύχει πρωτογενές πλεόνασμα 2.83 δις €. «Όπως και να διαμορφωθεί τελικά, το ΄΄κενό΄΄ θα πρέπει να καλυφθεί, πράγμα που μπορεί να γίνει με νέο δανεισμό, μείωση των επιτοκίων και νέα μέτρα ή με ένα συνδυασμό όλων αυτών. Η κυβέρνηση αποκλείει νέα μέτρα».
Μάλιστα σημειώνεται ότι το «κενό» διευρύνεται αν προσθέσουμε τις δαπάνες πληρωμής ληξιπρόθεσμων χρεών και τότε μετονομάζεται σε «χρηματοδοτικό κενό». Και τεκμαίρεται ότι «η Ελλάδα δεν θα είναι εύκολο να δανεισθεί με λογικούς όρους από τις αγορές για να καλύψει το ΄΄κενό΄΄ αυτό, δηλαδή να πληρώσει τους τόκους και να αποπληρώσει ληξιπρόθεσμα δάνεια».
Η έκθεση συνεχίζει: «μια συμφωνία για νέα δάνεια στήριξης ή και άλλες διευκολύνσεις (μείωση επιτοκίων κλπ) είναι η πιθανότερη λύση με τα σημερινά δεδομένα», κάτι που προβλέπεται άλλωστε και στη δήλωση της Ευρωομάδας. «Επίσης και συναφώς, η ελληνική πλευρά εξετάζει το ενδεχόμενο να καλύψει μέρος του δημοσιονομικού κενού με διάφορους τρόπους εκτός δανεισμού από τους εταίρους, ένας από τους οποίους είναι η προσφυγή στις «αγορές». Όπως αναφέρει η έκθεση «η Τρόικα για τους δικούς της λόγους την παρακινεί προς αυτή την κατεύθυνση» και επισημαίνεται ότι «μια νέα δανειακή σύμβαση για το κλείσιμο του δημοσιονομικού κενού δίνει μόνο προσωρινή λύση για ένα-δύο χρόνια» και «ουσιαστικά αναβάλλει την αντιμετώπιση του μείζονος προβλήματος που είναι ο όγκος του Δημόσιου Χρέους της χώρας».
Για την επεξεργασία των προτάσεών του, το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής λαμβάνει ως βασική παραδοχή ότι «το χρέος (και ο λόγος χρέους) δεν πρόκειται να τεθεί σε τροχιά μείωσης και να γίνει “βιώσιμο” ως το 2020 ή 2022 αποκλειστικά με εθνικές προσπάθειες αποταμίευσης (=δημιουργίας πρωτογενών πλεονασμάτων και ιδιωτικοποιήσεις), χωρίς οποιαδήποτε αναδιάρθρωση (=νέο “κούρεμα”) ή και αναδιάταξη (=επιμήκυνση των περιόδων αποπληρωμής χρεών) και άλλες διευκολύνσεις».
Σύμφωνα με την έκθεση «η εξυπηρέτηση του χρέους ώστε να γίνει βιώσιμο μόνο με τις δικές μας δυνάμεις προϋποθέτει έναν συνδυασμό ρυθμών μεγέθυνσης και πρωτογενών πλεονασμάτων για πολλά χρόνια που όμως δεν είναι ρεαλιστικό να υποθέσουμε ότι θα επιτευχθούν. Θα προϋπέθετε επίσης δυνατότητα αναχρηματοδότησης από τις αγορές με ανεκτούς όρους».
Επίσης, εκτιμούν ότι η προοπτική των διευκολύνσεων στην εξυπηρέτηση του χρέους δεν πρέπει να υποτιμηθεί. «Έχει μεγάλη σημασία πόσα μπορεί η χώρα να δίνει για την εξυπηρέτηση του χρέους. Οι προτεινόμενες διευκολύνσεις θα πρέπει να ενταχθούν σε μια συνολική λύση του προβλήματος του χρέους. Αν π.χ. συμφωνηθεί ένα moratorium (=διακοπή της πληρωμής όλων ή μέρους των τόκων) για 4-5 ή και περισσότερα χρόνια, τα αντίστοιχα ποσά θα μπορούσαν να επενδυθούν». Όπως αναφέρεται στην έκθεση «ένα σχετικό επενδυτικό πρόγραμμα που θα δημιουργούσε θέσεις εργασίας θα έπρεπε βέβαια να συμφωνηθεί με την ΕΕ, θα έδινε ερεθίσματα για ανάκαμψη και μείωση της ανεργίας αν και δεν θα έλυνε το πρόβλημα αυτό». «Το σπουδαιότερο είναι ότι θα άλλαζε το κλίμα. Η εξυπηρέτηση του χρέους δεν θα έπνιγε την οικονομία μας».
Ωστόσο, το βασικό ερώτημα που τίθεται είναι «αν η μείωση των επιτοκίων και η επιμήκυνση της αποπληρωμής χρεών (= παράταση των ωριμάνσεων) θα επιτρέψουν στην Ελλάδα να επιστρέψει στις αγορές για να καλύψει υποχρεώσεις χρεολυσίων με λογικούς όρους». Η άποψη του Γραφείου Προϋπολογισμού είναι ότι «μολονότι η αποπληρωμή του Δημόσιου Χρέους μέσω νέου δανεισμού (π.χ. από την ΕΚΤ ή το ΕΤΣ) δεν μπορεί να συνεχίζεται επ’ άπειρον, είναι ψευδαίσθηση να αναμένουμε ότι η χώρα θα επιστρέψει στις αγορές μετά το 2014 για να καλύψει με λογικούς όρους τις ανάγκες αναχρηματοδότησης του χρέους συν τυχόν έκτακτες ανάγκες».
Μόνο για τα χρεολύσια, οι απαιτήσεις τα επόμενα χρόνια ανέρχονται σε 70,5 δις € και κατά την εκτίμησή τους, «οι ελαφρύνσεις είναι μεν αναγκαίες, αλλά δεν αρκούν για μια οριστική λύση του προβλήματος και αφήνουν την Ελλάδα έκθετη στις απροσδόκητες διαταραχές της διεθνούς και ευρωπαϊκής οικονομίας».
Η έκθεση καταλήγει, παραθέτοντας εναλλακτικά σενάρια για τη μείωση του χρέους, συμπεριλαμβανομένων της μείωσης επιτοκίων και επέκτασης χρονικής διάρκειας, της αμοιβαιοποίησης μέρους του χρέους (ευρωομόλογα) και της διαγραφής μέρους αυτού.
Ταυτόχρονα, όμως, οι συντάκτες του σχετικού ενημερωτικού σημειώματος προς τα μέλη των αρμόδιων κοινοβουλευτικών επιτροπών προειδοποιούν πως «οι ελληνικές πολιτικές δυνάμεις δεν πρέπει να υποτιμούν ότι η περικοπή χρεών σε κράτη είναι πολιτικά ευαίσθητο ζήτημα και για τους άλλους! Συναφώς δεν πρέπει να υποτιμηθεί η ανησυχία των άλλων κρατών – μελών ότι ένα τέτοιο μέτρο ενέχει τον λεγόμενο ηθικό κίνδυνο». Αυτό σημαίνει, με απλά λόγια, λένε από το Γραφείο Προϋπολογισμού ότι «θα μπορούσε να προκαλέσει χαλάρωση της δημοσιονομικής πολιτικής και ανακοπή των μεταρρυθμίσεων και σε άλλες χώρες που θα προσδοκούσαν ίδια μεταχείριση. Επομένως θα συνοδευτεί, αν τελικά γίνει με δικλείδες ασφαλείας!».
(με πληροφορίες από ΑΠΕ-ΜΠΕ, «Βήμα»)