του Θάνου Καμήλαλη

Ήταν δεδομένο ότι ο Πρωθυπουργός θα εμφανιστεί στη Βουλή χωρίς καμία διάθεση να δώσει απαντήσεις. Ο βασικός του στόχος άλλωστε, σε αυτήν την υπόθεση, είναι να αποδείξει ότι είναι ανίδεος. «Κοίταξα τον ελληνικό λαό στα μάτια και του είπα ότι δεν γνώριζα», τόνισε στη δευτερολογία του, σχετικά με την παρακολούθηση του προέδρου του ΠΑΣΟΚ, Νίκου Ανδρουλάκη. Ήταν δεδομένο επίσης το modus operandi που θα ακολουθήσει. Ψέματα, συνεχής απόπειρα συμψηφισμών, ακόμα και με άσχετα γεγονότα της περιόδου ΣΥΡΙΖΑ, πατριδοκαπηλία, συνωμοσιολογία για «ξένα κέντρα» που θέλουν αποσταθεροποίηση και εξυπνακισμοί. Τρία χρόνια τώρα, το επιτελείο Μητσοτάκη προπαγανδίζει με την ίδια τακτική, το ίδιο εγχειρίδιο, τα ίδια κόλπα.

Το ερώτημα πάντα, μετά από τέτοιες συνεδριάσεις, δεν είναι ποτέ ποιος είπε την καλύτερη ατάκα. Το ερώτημα είναι αν γίναμε, ως πολίτες, σοφότεροι και αν βρέθηκαν λύσεις προς τη σωστή κατεύθυνση. Τι μάθαμε λοιπόν;

1) Ακούσαμε καταρχάς ότι σύμφωνα με τον Κυριάκο Μητσοτάκη, «Κανείς πρωθυπουργός δεν έχει τη δυνατότητα και το δικαίωμα να γνωρίζει ποιους παρακολουθεί η Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών […]  Περιοριστικά τα πρόσωπα αυτά τα γνωρίζει ο Διοικητής, οι υπηρεσίες, εφόσον εισηγούνται στον Διοικητή, η ΑΔΑΕ και ο αρμόδιος Εισαγγελέας -παλιά υπήρχαν δυο, τώρα υπάρχει ένας- ο οποίος εγκρίνει τελικά και νομιμοποιεί την όποια παρακολούθηση γίνεται».

Αυτο το καθεστώς που περιέγραψε ο Μητσοτάκης σημαίνει ότι η Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών, που με απόφαση Μητσοτάκη υπάγεται απευθείας εδώ και τρία χρόνια στο πρωθυπουργικό γραφείο λειτουργεί, ούτε λίγο ούτε πολύ, με όρους παρακράτους και δεν λογοδοτεί πουθενά. Γιατί η δυνατότητα της ΑΔΑΕ να μαθαίνει, για λογαριασμό ενός πολίτη, αν αυτός παρακολουθείται, καταργήθηκε με τροπολογία της κυβέρνησης Μητσοτάκη (και ψηφίστηκε, κατά τραγική ειρωνεία και από το ΠΑΣΟΚ). Ο «αρμόδιος εισαγγελέας» επίσης, στην πράξη απλώς υπογράφει ό,τι χαρτί του στέλνεται από την Υπηρεσία, ένα χαρτί που πολλές φορές περιέχει μόνο έναν αριθμό τηλεφώνου, ενώ οι υπογραφές πέφτουν με το τσουβάλι: Ένας εισαγγελέας υπογράφει 15.000 παρακολουθήσεις τον χρόνο, για λόγους «εθνικής ασφάλειας». Υπάρχει άραγε έστω ένα αίτημα για παρακολούθηση πολίτη που να έχει απορριφθεί;

Επομένως, τι υποστηρίζει ο Πρωθυπουργός; Ότι δεν μπορεί να ξέρει τι κάνει η ΕΥΠ, της οποίας ο ίδιος είναι ο άμεσα πολιτικός προϊστάμενος; Ότι υπάρχουν δεδομένα που είναι απόρρητα για τον Πρωθυπουργό, αλλά όχι για υπηρεσιακούς παράγοντες όπως ο διοικητής της ΕΥΠ και ότι ο εκάστοτε πρωθυπουργός λαμβάνει απλώς τα διαβαθμισμένα υπηρεσιακά δελτία; Είναι κάποιου είδους ανεξάρτητη εξουσία η ΕΥΠ και δεν είχαμε ενημερωθεί για κάτι τέτοιο; Λειτουργεί πέρα από τα όρια της Δημοκρατίας και ο πολιτικός της προϊστάμενος το παραδέχεται ωμά;

Ή πάλι μοιράζονται ψέματα με το κιλό για να αποφύγει ο Κυριάκος Μητσοτάκης την ευθύνη;΄Ο πρώην πρωθυπουργός, Αλέξης Τσιπρας πάντως σχολίασε σχετικά πως «λέτε αδιανόητα πράγματα, ότι δεν ξέρετε η ΕΥΠ ποιον παρακολουθεί. Αδιανόητα πράγματα. Ότι δηλαδή κάθε διοικητής της ΕΥΠ φτιάχνει ένα παρακράτος χωρίς δημοκρατικό έλεγχο». Ο Χαράλαμπος Κουρουνδής, διδάκτορας Νομικής στο ΑΠΘ, σε ανάρτησή του με τίτλο «η ΕΥΠ δεν είναι κράτος εν κράτει» τόνισε πως «ακόμα πιο απαράδεκτο από το πρόδηλο ψέμα του πρωθυπουργού ότι «δεν γνώριζε» είναι πως με αυτό εννοούσε ότι κανένας δημοκρατικά νομιμοποιημένος θεσμός δεν έπρεπε να γνωρίζει. Και όμως, από συνταγματική άποψη, οφείλει να γνωρίζει ΚΑΙ η Βουλή. Η Ε.Υ.Π. οφείλει να προσκομίσει τα στοιχεία που διαθέτει στην απόρρητη συνεδρίαση της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής και εάν σ’ αυτήν διαπιστωθεί ότι γίνονταν παρακολουθήσεις καθ’ υπέρβαση του άρθρου 19 του Συντάγματος τα ονόματα των παρακολουθούμενων προσώπων όχι απλώς είναι δυνατό αλλά και πρέπει να δημοσιοποιηθούν».

2) Ακούσαμε επίσης τον Κυριάκο Μητσοτάκη να λέει ότι «δεν θα φυγομαχήσει» και θα κάνει εκλογές στο τέλος της τετραετίας. Το παρουσίασε σαν κάποιου είδους χάρη στον ελληνικό λαό, για τον «δύσκολο χειμώνα που έρχεται», δηλώνοντας έτοιμος «να αναλάβει το πολιτικό κόστος». Α, ευχαριστούμε.

Επίσης, συνέδεσε τις εκλογές με την αστάθεια, λέγοντας ότι « ζητάτε να μπει η χώρα σε μια δίμηνη ή τρίμηνη περιπέτεια, χωρίς να αναλογίζεστε τι μπορεί να σημαίνει αυτό για την πατρίδα». Μίλησε γενικά και αόριστα για «πιέσεις» και πως «δεν θα επιτρέψουμε σε όσους καραδοκούν εντός και εκτός Ελλάδος να εκτρέψουν την πορεία. Γνωρίζω επίσης πως υπάρχουν δυνάμεις που θέλουν αδύναμες κυβερνήσεις και αυτές που δεν αντέχουν τον δρόμο της δυτικής φιλελεύθερης δημοκρατίας». Xωρίς καμία απόδειξη, χωρίς καν να τολμήσει να κάνει οποιαδήποτε ονομαστική αναφορά, προσπάθησε να ταυτίσει σε διάφορα σημεία την αντιπολίτευση που του ασκείται με «ξένα κέντρα», κλείνοντας το μάτι για Τουρκία, Ρωσία. «Εν μέσω αυτής της κρίσης, έρχεστε και ζητάτε εκλογές για να οδηγήσετε την χώρα στην αστάθεια, για να κάνετε το χατήρι αυτών οι οποίοι δεν θέλουν τον Μητσοτάκη και την Νέα Δημοκρατία στην κυβέρνηση και μας το έχουν πει και δημόσια στο κάτω – κάτω της γραφής. Δεν το έκρυψαν ποτέ» υποστήριξε.

Το επιχείρημα ότι οι εκλογές είναι «περιπέτεια» ή «αστάθεια» και η επίκληση στο διεθνές περιβάλλον είναι βαθιά προβληματικό. Δηλαδή τον ερχόμενο Ιούλιο δεν θα ισχύουν όσα περιέγραψε ο Πρωθυπουργός; Θα κρίνουμε πότε το «διεθνές περιβάλλον» είναι ευνοϊκό για να αποφασίσουν οι πολίτες; Θα μπορούσε ο Μητσοτάκης να χρησιμοποιήσει άλλα επιχειρήματα που φαίνεται να ισχύουν. Απολαμβάνει π.χ της εμπιστοσύνης της παρούσα Βουλής, μέχρι νεοτέρας. Αλλά μετά τις όποιες κάλπες, έχοντας χάσει και την επαφή με το ΠΑΣΟΚ μάλλον θα έχει τελειώσει πολιτικά.

Δεν είναι απόρριψη της «φυγομαχίας» το νέο μήνυμα για εκλογές στο τέλος της 4ετίας. Πάθος για εξουσία είναι. Στοιχειώδης έλλειψη ευθύνης είναι. Κι αντικοινωνικά νομοθετήματα που δεν έχουν έρθει ακόμα στη Βουλή είναι.

3) Ακούσαμε ψέματα. Πολλά ψέματα, μία πρωτολογία γεμάτη ψέματα. Μέχρι να έρθει η ώρα να ξαναπάρει ο Πρωθυπουργός τον λόγο, τρεις αναφορές του είχαν διαψευστεί από πρόσωπα με γνώση των όσων υποστήριξε.

  • Είπε ότι «παρακολουθήσεις βουλευτών της Χ.Α συνέβαλαν στην εξάρθρωση της οργάνωσης». Η αλήθεια είναι ότι καμία παρακολούθηση βουλευτή της Χρυσής Αυγής δεν γινόταν. «Το γνωρίζουμε αυτό από τη δικογραφία της υπόθεσης, στην οποία δεν περιέχεται καμία διάταξη ή σχετική απομαγνητοφώνηση» ξεκαθάρισε ο εκ των δικηγόρων της Πολιτικής Αγωγής, Θανάσης Καμπαγιάννης.
  • Είπε ότι «εσείς, κύριε Τσίπρα, που σας έχουν καταγγείλει, προσέξτε, όχι ένας, όχι δύο, όχι τρεις, όχι τέσσερις, πέντε, πέντε πρώην συνεργάτες σας για παρακολουθήσεις: Πανούσης, Βαλαβάνη, Λαφαζάνης, Κοτζιάς και βέβαια και ένας ακόμα ο οποίος είναι παρών. Για τους πρώτους τέσσερις καταθέτω όλα τα σχετικά στα πρακτικά της Βουλής». Τον διέψευσαν οι Πανούσης, Βαλαβάνη και Βαρουφάκης, ενώ ο Π.Λαφαζάνης κατήγγειλε ότι παρακολουθούνταν και επί κυβέρνησης Τσίπρα, αλλά, «σύμφωνα με έγκυρες πηγές του» και σήμερα.
  • Έφτασε σε πρωτοφανή επίπεδα χυδαιότητας, ακόμα και για τον ίδιο, αναφέρόμενος στον θάνατο της 5χρονης Μαρίας στον Έβρο και υποστηρίζοντας ότι «κάποιοι τη βάφτισαν Μαρία ανήμερα του Δεκαπενταύγουστου», υποστηρίζοντας ότι αυτό έγινε για λόγους προπαγάνδας. Την απάντηση την έλαβε από τον δημοσιογράφο του Spiegel, Γιώργο Χρηστίδη. «Γνώρισε τους γονείς και τα αδέρφια της Μαρίας. Όλοι τους την αποκαλούν Μαρία, που είναι κύριε ΠΘ σύνηθες όνομα στην αραβικό κόσμο (Μαρία ήταν και μια σύζυγος του Μωάμεμ – όχι ότι παίζει κανέναν ρόλο). Η μόνη ντροπή είναι στη Βουλή να επαναλαμβάνει ο επικεφαλής της κυβέρνησης επιχειρήματα απ’ τα κατάβαθα του Τούιτερ» έγραψε μεταξύ άλλων ο δημοσιογράφος.

Το να κάνεις μικροπολιτική και να λες ψέματα, από τη θέση του Πρωθυπουργού, για ένα νεκρό 5χρονο κορίτσι, που θα μπορούσε να είχε σωθεί, είναι ένα νέο επίπεδο ντροπής που δεν είχαμε ανακαλύψει ακόμα. Ακόμα και για τον Μητσοτάκη.

Κι όταν λές τέτοια ψέματα για συγκεκριμένα και γνωστά γεγονότα, σίγουρα είσαι πανέτοιμος να δώσεις πειστικές απαντήσεις για ένα ακόμα σκάνδαλο της Πρωθυπουργίας σου…

Περνάμε τώρα στην πιο σύντομη ενότητα, τι δεν ακούσαμε, αν και θα έπρεπε:

1 )Δεν ακούσαμε γιατί παρακολουθούσε η ΕΥΠ τον Νίκο Ανδρουλάκη και τον Θανάση Κουκάκη. Στις επαναλαμβανόμες ερωτήσεις τις αντιπολίτευσης, ο Μητσοτάκης απέφευγε επιμελώς να απαντήσει. Επικαλέστηκε το απόρρητο, κάλεσε τον πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ να προσφύγει στα δικαστήρια αν θεωρεί παράνομη την παρακολουθησή του και υποστήριξε ότι «ήταν λάθος».

Αλλά εδώ η πολιτική σύμπτωση είναι πολύ μεγάλη για να την αψηφήσει ο οποιοσδήποτε. Ο Ανδρουλάκης παρακολουθήθηκε για τους τρεις μήνες πριν γίνει αρχηγός του ΠΑΣΟΚ. Όταν δηλαδή διεκδικούσε την προεδρία του τρίτου κόμματος στη χώρα, ήταν ύποπτος για λόγους «εθνικής ασφάλειας». Πιο πριν δεν ήταν. Παράξενη έννοια η «εθνική ασφάλεια τελικα» αλλαζει ανάλογα με το αν εισαι ένας απλός ευρωβουλευτής ή υποψήφιος πρόεδρος κόμματος…

Πιο μετά, μετά τη νίκη του στις εσωκομματικές εκλογές, θα ήταν παράνομο να παρακολουθείται, οπότε η παρακολούθησή του έληξε. Αλλά, ως νέα σύμπτωση, επιχειρήθηκε η παρακολούθησή του μέσω του παράνομου λογισμικού Predator. Το λογισμικό που η κυβέρνηση λέει ότι δεν έχει. Η παρακολουθησή του επιχειρήθηκε με ακριβώς τον ίδιο σύνδεσμο που εστάλη και στον Θανάση Κουκάκη

2) Δεν ακούσαμε γιατί ο Πρωθυπουργός μετέφερε την ΕΥΠ υπό τον άμεσο έλεγχο του γραφείου του, με το πρώτο ΦΕΚ μάλιστα της κυβέρνησης του. Ξέρουμε, ξέρουμε, «εθνική ασφάλεια».

3) Δεν ακούσαμε γιατί επιλέχθηκε τελικά ο Παναγιώτης Κοντολέων για διοικητής της ΕΥΠ και γιατί για χάρη του, έπρεπε να αλλάξει μεταγενέστερα και φωτογραφικά ο νόμος.

4) Δεν ακούσαμε πάλι καμία διαβεβαίωση ότι δεν παρακολουθούνται άλλα πολιτικά πρόσωπα και άλλοι δημοσιογράφοι, όπως και δεν έγινε καμία κουβέντα για τις χιλιάδες αυθαίρετες παρακολουθήσεις πολιτών για λόγους «εθνικής ασφάλειας» και στη μεγάλη αύξηση του αριθμών των εισαγγελικών διαταγών άρσης απορρήτου τα προηγούμενα χρόνια.

5) Δεν ακούσαμε γιατί, με τροπολογία της κυβέρνησης Μητσοτάκη, απαγορεύεται πλέον σε οποιονδήποτε πολίτη να γνωρίζει αν παρακολουθείται, μέσω της Αρχής Διασφάλισης Απορρήτου Επικοινωνιών. Και το βασικότερο, αν αυτή θα καταργηθεί.

Η κατάργηση αυτής της ρύθμισης θα σημαίνει το εξής απλό: Όποιος πολίτης πιστεύει ότι έχει γίνει άρση του απορρήτου του, θα μπορεί να απευθυνθεί ξανά στην Αρχή και να ενημερωθεί σχετικά. Αυτό, σε επόμενο χρόνο, θα μπορεί να ρίξει φως και στο αν παρακολουθούνται και άλλα πρόσωπα με θεσμικό ρόλο.

Αν η κυβέρνηση θέλει και αντέχει την ελάχιστη διαφάνεια, θα πρέπει να καταργήσει άμεσα την τροπολογία. Η διατήρησή της σημαίνει συγκάλυψη.

Κι από όλα αυτά, τελικά, ποιο είναι το συμπέρασμα;

Το συμπέρασμα βγαίνει από μία αποστροφή του Κυριάκου Μητσοτάκη, στο σημείο που διατράνωνε την πρόθεση του να ολοκληρώσει την τετραετία. «Δεν θα χάσουμε ποτέ το στόχο της Ελλάδος που αξίζουμε» υποστήριξε.

Ελπίζω ειλικρινά σε εμάς, να μην αξιζει αυτό.