Στο «ψυχική υγεία», είναι πιο σημαντικό να δώσουμε όλο το βάρος στη δεύτερη λέξη. Θα πω τα τετριμμένα -επανάληψη μήτηρ, πάσης μαθήσεως: όταν έχουμε ενοχλήσεις ή πόνο σε οποιοδήποτε σημείο του σώματος μας, πάμε σε κάποιον γιατρό, να διορθώσουμε την υγεία μας. Θα τολμήσω να πω πως αυτές οι περιπτώσεις υγείας είναι πιο αντιμετωπίσιμες για πολλούς λόγους. Στην «ψυχή» όμως δεν μπορούμε ούτε ακτινογραφία να κάνουμε, ούτε μαγνητική. Ούτε καν απλές «εξετάσεις αίματος».
Οι επιστήμονες της ψυχικής υγείας -παρολο που οι προκατειλημένες απόψεις αραιώνουν- έχουν μπροστά τους σε κάθε περίπτωση θεραπευόμενου και μια νέα πρόκληση. Με όλη την καλή πρόθεση που ένας φίλος, γνωστός, η οικογένεια θα προσπαθήσει να βοηθήσει λέγοντας μια καλή, γλυκιά κουβέντα ή μια παρότρυνση τύπου «σήκω βρε αγαπη μου, πήγαινε μια βόλτα να δείς κόσμο, να δεις τι χάνεις κλπ, δεν κατανοούν -δεν μπορούν- πως στην ουσία λένε: «Σήκω βρε αγάπη μου άπλωσε τα πόδια σου που τα αισθάνεσαι 200 κιλά το καθένα και ανέβα σε ένα τεράστιο βουνό κακοτράχαλο, ξυπόλυτος και ας μη φτάσεις ούτε τα δέκα μέτρα».
Εκεί θα βρείς τρομερή δύναμη και θα γυρίσεις πίσω τρέχοντας όμως για να κρυφτείς σε ό,τι σε κάνει να νιώθεις ασφαλής. Επίσης οι λάθος τακτικές των ίδιων ατόμων που υποφέρουν, καταφεύγουν σε κοινότοπες μορφές «λύσης» εντείνοντας ήδη την επιβαρυμένη κατάσταση τους. Άλλωστε αυτό που μπαίνει μπροστά είναι η αίσθηση πως μπορώ να τα καταφέρω μόνος μου. Το μεγαλύτερο λάθος, κατά την ταπεινή μου άποψη.
Και θα μιλήσω σε προσωπικό επίπεδο, χωρίς πλέον να ντρέπομαι και να φοβάμαι πως όλοι θα σκεφτούν με τον απλοϊκό τρόπο, περί ταυτότητας. Είναι πολλά μα πάρα πολλά χρόνια που με ταλανίζει μια «γλυκιά μελαχγολία» όπως την ονόμασα κάποτε. Από παιδί, μικρό, μου λέει η μάνα μου, πως ενώ ήμουν από τα πιο κοινωνικά παιδιά στη γειτονιά και πολύ αγαπητό, υπήρχαν κάποιες στιγμές που «έφευγα». Ακόμη και με τη συντροφιά των παιδιών. Συνήθως πήγαινα στο δωμάτιο μου, απομονωνόμουν, χωρίς φυσικά να θυμάμαι τι σκέψεις μπορεί να είχα στο μικρό κεφάλι μου.
Αργότερα, μετά τα 20, έχοντας βιώσει καθημερινά ένα άλλο πρίσμα της ζωής που δεν υπήρχε στα πλάνα μου, το ονόμασα «σκοτάδι» με την ποιητική του έννοια. Νόμιζα πως έτσι του χαϊδεύω τα μαλλιά και θα είναι «καλό» μαζί μου.
Δοκίμασα πολλούς τρόπους για να δω τι θα κάνω μαζί του. Το πολέμησα στην αρχή-φευ. Κάθε φορά που με έπαιρνε απ’ το χέρι να φύγουμε στον κόσμο του, το δάγκωνα για να μ’ αφήσει και έτρεχα για να το ξεχάσω, σε λάθος αγκαλιές, αγόραζα όπλα για να το σκοτώσω-σε σκόνη, σε χάπια, σε παραισθησιογόνα και βλέποντας πως έστω για εκείνες τις στιγμές, το είχα νικήσει, το επαναλάμβανα. Μα πάντα γυρνούσε. Και σαν πιστή Πηνελόπη, ήμουν πάντα εκεί, γιατί δεν μπορούσα να μην είμαι.
Κορόιδευα όχι αυτό, όπως πίστευα, αλλά μόνο εμένα. Πλήγωσα ανθρώπους-επειδή δεν ήθελα να έχω και ένα τρίτο στίγμα να με εκθέτει-θέλοντας να ζήσω όπως όλοι, όποιες χαρές έχει η ζωή, πάντα με πάθος και προσήλωση, γιατί… έτσι είναι η φτιαξιά μου.
Πέρασαν τα χρόνια, η ζωή μού έδωσε απίστευτες χαρές και ευκαιρίες κι αυτό ήταν εκεί. Συνήθως μου έκλεβε ένα μικρό μερίδιο απ αυτές, μα κάθε φορά ήμουν στη φάση της ανοχής. Απλά είχα συμβιβαστεί -έννοια που απέφευγα, ούσα αυτόνομη και επαναστατική ύπαρξη- ότι κάπου εκεί γύρω τριγυρνάει, συνήθως βαρεμένο γιατί δεν ειχε τι να κάνει. Ειχα, βλέπεις, σταματήσει να το πολεμώ. Και δεν ήταν βολικά με αυτό.
Είχα λοιπόν πάντα μια παρέα μαζί μου, εστω και αν κοιμόταν απ την ανία του. Ανέπνεε, το άκουγα. Παντού. Σε κάθε στιγμή της ζωής μου. Όταν αγαπούσα και αγαπιόμουν χαμένη σε ερωτικούς παραδείσους, απλά το ένιωθα σαν ύπαρξη στο χώρο.
Όταν οδηγούσα, στο γυμναστήριο, στις βόλτες, στα ψώνια, αισθανόμουν μια ελαφριά ανάσα στο σβέρκο μου, υπενθύμιση πως μπορώ να σ’τα αφαιρέσω όλα αυτά και απλά να κινείσαι ως ένα σαρκίο, ως δήλωση πως ζεις.
Προσπάθησα να το αγαπήσω αργότερα. Εκανα τσιγαράκι μαζί του, του έβαζα τραγούδια, ομόρφαινα το χώρο μου να μου πει ένα μπράβο, γινόμουν καλλονή για να το γοητεύσω. Και πίστευα πως τα κατάφερα σε κάποιο σημείο. Άρχισε να μου αρέσει η παρέα του. Περνούσα σχεδόν τέλεια μαζί του.
Δεν είχα ανάγκη πλέον άλλες παρέες, τις έδιωχνε, βάζοντας μπροστά εμένα, να μη φανεί αγενής. Ούτε ζευγάρι αποζητούσα πλέον. Αφού είχα αυτό για συντροφιά. Και απομείναμε οι δυο μας.
Μόνο όταν έρχονταν δύσκολες καταστάσεις στη ζωή μου, εκδηλωνόταν εκστασιασμένο και άπλωνε τα τεράστια φτερά του και με σκέπασε. Με κατάπινε. Του έδωσα επιτέλους και μορφή. Και έμαθα με πολύ κόπο και πού μένει. Ένα μαύρο πλάσμα μεταξύ πεταλούδας και νυχτερίδας, με το σώμα του όρθιο ακριβώς στη μέση του στήθους μου και τα φτερά τις περισσότερες φορές κλειστά, αλλά πετάριζαν κάθε τόσο. Ήταν ο ψίθυρος που άκουγα. Τις φορές που άκουγε την καρδιά μου να αλλάζει ρυθμό, άνοιγε σιγά σιγά. ΄Ηταν οι στιγμές του άλλωστε.
Έφταναν ως την άκρη των ώμων μου , αραχνοΰφαντα με μαύρες ανταύγειες και στο τέρμα τους γαμψά νύχια έκαναν τη γνωστή κίνηση ανυπομονησίας…εκεί στην άκρη του σώματος μου. Και με καταπίνει πολύ αργά αλλα με σταθερό ρυθμό, τόσο σφιχτά, ίσα να μπορώ να αναπνέω. Μέρες αντέχει ετσι. Ξέρω όμως ότι εγώ αντέχω. Αυτό είναι αθάνατο εξάλλου. Περίπου. Ένας άλλος Αχιλλέας είναι, που η Θέτις-άθελα της;-του άφησε κουσούρι.
Αν δεν το βρείς θα μεγαλώνει ολοένα και περισσότερο με θεική υπόσταση. Ημίθεος είναι. Δεν θα είναι κομπλεξικό;
Έχει καιρό τώρα που είναι μόνιμα ανοιχτή η ιδιόμορφη αγκαλιά του, ακούραστος σύντροφος. Δεν παίζει με τα νύχια του. Εχει αράξει χαλαρός και καπνίζει πλέον μόνος του. Και κυρίως έχει χάσει το ενδιαφέρον του για μένα. Με κατέκτησε πια. Νίκησε. Εκείνη η φλέβα αναρχίας που χτυπάει έντονα στην καρωτίδα μου κοντά, προσπαθεί να αντισταθεί. Μα είναι αργά πιά. Δεν έχει δύναμη. Εχει στραγγίξει.
Και η σκέψη «αργά πια» , φίλος και εχθρός μαζί. Μια μικρή νίκη ειχε σαν φίλος και ζήτησα βοήθεια επιτέλους από κάποιον ειδικό που δεν φοβάται το δικό μου «μαυροπούλι», γιατι είναι ολόδικο μου. Δεν είναι Πανάκεια. Τι είναι άλλωστε πανάκεια και πού; Είναι όμως μια αρχή. Και η αρχή είναι το ήμισυ του παντός. Κι αν ξεθαρρεύω στιγμές γιατί γνωρίζω πλέον πολύ καλά πως είναι μεγάλη δύναμη να παραδεχτείς, ότι δεν μπορείς να τα λύσεις όλα μόνος σου, μαζεύομαι σαν κουκούλι γιατί το ειδα καταπρόσωπο και με κρατάει σφικτά με όλο του το σθένος. Γιατί ΕΓΩ το άφησα να μεταμορφωθεί και από ρομαντική φθινοπωρινή μελαγχολία, εξελίχθηκε σε ένα τέρας που δεν έχει καμία ποιητική εσάνς.
Εχει πολλές μορφές η κατάθλιψη. ’Απειρες. Δεν είναι για όλους στην ίδια μορφή. Μπορεί να μην ζεις σε παραιτημένο περιβάλλον, να καθαρίζεις το χώρο σου, τον εαυτό σου, να είσαι ενεργός άνθρωπος, ελκυστικός , πολυάσχολος, με ή χωρίς ταίρι , μα πάντα θα έχεις στους ώμους νύχια να παίζουν ρυθμικά.
Μην το αφήσεις να μεγαλώσει. Σ’το λέω ωμά, όπως πάντα κάνω. Ο 6ος όροφος φαντάζει ιδανικό ύψος για να πετάξω μαζί του-με τα δικά του μαύρα φτερά. Όταν ένιωσα τα κάγκελα στις παλάμες μου, ζεστά ένα βράδυ Αυγούστου, ήρθε απρόσκλητη μια πιο γλυκιά αγκαλιά και με άρπαξε πίσω. Η θέρμη της μάνας μου και η πληγή που θα τη σκότωνε. Ο καθένας έχει τη δική του «μάνα» ό,τι και αν είναι αυτό που τον έχει δυναμώσει ανά καιρούς. Μη φτάσεις στο σημείο αυτό. Μπορείς νωρίτερα με τα πρώτα σημάδια να πας στον γιατρό της ψυχής σου. Θα με ευγνωμονείς.