«Σέβομαι το αναφαίρετο δικαίωμα κάθε επαγγελματικής ομάδας να επιδιώκει την υπεράσπιση των συμφερόντων των μελών της.
Σέβομαι το αναφαίρετο δικαίωμα του βουλευτή να αποφασίζει όπως αυτός κρίνει.
Αποτελεί, όμως, και δικό μου αναφαίρετο δικαίωμα να μην μπορώ να δικαιολογήσω την κοινοβουλευτική απόφαση που βάζει το συμφέρον 12.000 επαγγελματιών πάνω από το κοινωνικό συμφέρον, πάνω από το συμφέρον 11 εκατομμυρίων Ελλήνων.
Αποτελεί και δικό μου αναφαίρετο δικαίωμα να πιστεύω βαθιά πως, αν η χώρα μας παραμείνει κι άλλο εγκλωβισμένη στο καθεστώς του φόβου για την χρεοκοπία, εξαιτίας κι άλλων παλινωδιών και παλινδρομήσεων, οι επιπτώσεις για τους εργαζόμενους και τις επιχειρήσεις θα είναι καταστροφικές λόγω της ύφεσης που θα παραταθεί.
Αποτελεί και δικό μου αναφαίρετο δικαίωμα να μην επιθυμώ πλέον την ταύτιση με τους φορείς της αντίληψης, της σκοτεινής πλευράς της μεταπολίτευσης, η οποία όποτε τα δυο τελευταία χρόνια επικράτησε στην κυβέρνηση, στην αντιπολίτευση και στο κοινοβούλιο, εμπόδισε την Ελλάδα να πράξει το αυτονόητο, και σε τελική ανάλυση το κοινωνικά δίκαιο, με αποτέλεσμα να βαλτώσει η οικονομία στην παρατεταμένη αβεβαιότητα.
Η Βουλή που θέσπισε σειρά μέτρων σε βάρος του εισοδήματος τόσων εκατομμυρίων Ελλήνων δεν μπορεί να προστατεύει άλλο τις μικρές ολιγαρχίες, ακόμη και αυτά τα κρίσιμα εικοσιτετράωρα που καθορίζεται το μέλλον του τόπου και της νέας γενιάς.
Είναι για εμένα ζήτημα πολιτικής ηθικής, κοινωνικής δικαιοσύνης και δημοσίου συμφέροντος».