Ρεπορτάζ-Κείμενο: Τζένη Τσιροπούλου
Φωτογραφίες: Δημήτρης Λαμπρόπουλος
Από την ανοιχτή τηλεόραση ακούγεται η προσευχή που σηματοδοτεί τη λήξη της ημερήσιας νηστείας. Παρά την εναγώνια αναμονή των σχεδόν 15 ωρών χωρίς τροφή και χωρίς νερό, η οικογένεια δεν γευματίζει, αν δεν ξεκινήσουμε να τρώμε πρώτοι οι καλεσμένοι τους.
Είναι σαββατόβραδο 27 Μαΐου και το πρώτο γεύμα του ραμαζανιού μοσχοβολάει στο κοντέινερ της εξαμελούς οικογένειας της Καουθάρ και του Αμπντελατίφ από τη Χομς της Συρίας. Για πρώτη φορά στη ζωή τους το ραμαζάνι τους βρίσκει σε ένα προσφυγικό camp. «Η ζωή μας στη Χομς ήταν όμορφη, με τους φίλους μας, γεμάτη γέλια. Πηγαίναμε σχολείο και ήμασταν αγρότες, είχαμε τη φάρμα με τα ζώα μας. Τώρα δεν έμεινε κανένας πίσω, παρά μόνο ένας θείος μας που δεν είχε χρήματα να φύγει» μου λέει ο πρωτότοκος γιος, ο 17χρονος Αμπντάλα.
Η οικογένειά του πέρασε από τη Χίο, μετά μεταφέρθηκε στη Λάρισα και τους τελευταίους 3 μήνες ζουν στο camp του Σκαραμαγκά, «σπίτι» για περίπου 2.000 πρόσφυγες, κυρίως από τη Συρία, αλλά και από το Ιράκ και το Αφγανιστάν. «Στη Χίο και στη Λάρισα ήταν άσχημα, αλλά τώρα εδώ είμαστε μια χαρά και ευχαριστούμε το Θεό για αυτό» λένε σχεδόν με ένα στόμα ενώ μετράμε αντίστροφα για τη δύση του ηλίου.
Η πρώτη μέρα του ραμαζανιού ομολογούν ότι είναι δύσκολη. Η νηστεία ξεκινάει με την ανατολή του ηλίου και σταματά μόλις ο ήλιος δύσει.
Το ραμαζάνι (ή ραμαντάν) αποτελεί τον τέταρτο πυλώνα πάνω στον οποίο δομείται η θρησκεία του Ισλάμ. Ο πρώτος είναι ότι ο Θεός είναι ένας, ο Μοχάμεντ είναι ο προφήτης. Ο δεύτερος είναι η προσευχή και ο τρίτος το ζακάτ, δηλαδή η ελεημοσύνη στους φτωχούς. Τον τέταρτο, την κινητή νηστεία του ραμαζανιού, ακολουθεί ο τελευταίος πυλώνας, που είναι το προσκύνημα στη Μέκκα. Οι τέσσερις πρώτοι θεωρούνται υποχρεωτικοί για τον πιστό μουσουλμάνο, αν και το ραμαζάνι έχει αποκτήσει μια πιο πολιτισμική διάσταση και συχνά τηρείται εθιμοτυπικά, σαν το χριστουγεννιάτικο τραπέζι που θα ενώσει την οικογένεια γύρω του.
Κατά τη διάρκεια του μήνα του ραμαζανιού, οι μουσουλμάνοι δεν πίνουν νερό, δεν λαμβάνουν τροφή ούτε τσίχλες, δεν καπνίζουν και δεν υπάρχει ερωτική επαφή από την ανατολή μέχρι τη δύση του ηλίου. Επίσης, δεν γίνεται λήψη φαρμάκων από το στόμα ή ενδοφλέβια. Από τη νηστεία εξαιρούνται αυτοί που χρειάζεται να ταξιδέψουν, καθώς επίσης οι γυναίκες που έχουν έμμηνο ρύση. Συχνά αναπληρώνουν τις χαμένες μέρες του ραμαζανιού μέσα στον υπόλοιπο χρόνο. Με έγκριση γιατρού μπορεί, φυσικά, κάποιος που δεν είναι υγιής να απαλλαχθεί, αλλά αν το επιθυμεί, αναπληρώνει, προσφέροντας χρήματα σε κάποιον φτωχό.
Η 9χρονη Σάρα στην οικογένεια στο Σκαραμαγκά τηρεί την παιδική εκδοχή του ραμαζανιού, δηλαδή νηστεύει λίγες μόνο ώρες, όσο αντέχει για να συνηθίσει σιγά-σιγά.
Όταν η πολυπόθητη στιγμή του ιφτάρ φτάνει, η νηστεία σπάει παραδοσιακά με χουρμάδες και ξινόγαλα, γάλα ή νερό. Συνήθως ακολουθεί μια σούπα και το κυρίως γεύμα που είναι πλούσιο και μπορεί να περιλαμβάνει οτιδήποτε επιθυμεί να μαγειρέψει η οικογένεια. Το μοίρασμα και η ιερότητα της συνύπαρξης γύρω από την τροφή είναι η ομορφιά του ραμαζανιού για τους μουσουλμάνους, ενώ ο ξένος είναι ευπρόσδεκτος ανεξαρτήτως θρησκείας, αφού θεωρείται τιμή το να ταΐσεις έναν άνθρωπο.
Η βασική φιλοσοφία πίσω από το ραμαζάνι έγκειται στο να νιώσεις την πείνα του φτωχού. «Η πείνα σε λυγίζει και σε μαθαίνει να είσαι πράος» λένε αυτοί που το ασκούν.
Παρ' όλα αυτά, το ραμαζάνι έχει απομακρυνθεί αρκετά από αυτή την αντίληψη, μιας και τον ιερό αυτό μήνα για τους πιστούς, καταγράφεται παγκοσμίως υπερκατανάλωση τροφίμων ενώ υπερπολλαπλασιάζονται τα σκουπίδια.
Στα μουσουλμανικά και αραβικά κράτη δε, οι κοινωνικές συμβάσεις οδηγούν αρκετούς ανθρώπους στο να προσποιούνται ότι νηστεύουν και για αυτό είναι δύσκολο να γνωρίζουμε πόσοι μουσουλμάνοι τελικά κάνουν πράγματι το ραμαζάνι. Από την άλλη, σε ένα από τα πιο κοσμικά αραβο-μουσουλμανικά κράτη, την Τυνησία, μπορεί κάποιος να βρει καφέ που παραμένουν ανοιχτά κατά τη διάρκεια της νηστείας του ραμαζανιού, τα οποία όμως λειτουργούν με τραβηγμένες κουρτίνες και παραπετάσματα στις πόρτες ώστε να μην προκαλούν.
Πίσω στο Σκαραμαγκά, η 33χρονη μητέρα, Καουθάρ, μας σερβίρει κοτόπουλο με πατάτες και λαχανικά στο φούρνο, αραβικές πίτες και σαλάτα. Οι πρώτες ύλες τούς παρέχονται από τους υπεύθυνους του camp και μαγειρεύουν σε φουρνάκια που έχουν μέσα στα σπιτάκια τους. «Χτες είχαμε φτιάξει ψάρια που τα έπιασε ο μπαμπάς! Κρίμα που δεν ήρθατε και χτες» μας λένε.
Ο πατέρας, Αμπντελατίφ, ψαρεύει καθημερινά στη θάλασσα κοντά στο camp, ενώ προσπαθεί να μάθει μαζί με τη γυναίκα του ελληνικά μέσω ίντερνετ και με βιβλία από τη δανειστική βιβλιοθήκη του Σκαραμαγκά. Ένα από τα ελάχιστα παράπονά τους είναι το ότι στα μαθήματα ελληνικών δέχονται μόνο τα προσφυγόπουλα και όχι τους ενήλικες γονείς τους.
Η 16χρονη Χαούλα μαθαίνει αγγλικά και στο Σκαραμαγκά ξεκίνησε μαθήματα κιθάρας τρεις φορές τη βδομάδα, τα οποία «δεν τα χάνει με τίποτα».
Ο μεγαλύτερος αδερφός της, ο Αμπντάλα, βγάζει το μπλοκ με τα σκίτσα του και μου λέει ότι το όνειρό του είναι να γίνει αρχιτέκτονας.
Μετά το γεύμα ακολουθεί η «ιεροτελεστία» του πρώτου τσιγάρου που ανάβει μετά το σπάσιμο της νηστείας, ενώ η μητέρα σερβίρει το τσάι, πάντα με γενναιοδωρία στη ζάχαρη.
Όχι και τόσο μακριά από το προσφυγικό camp, στην Αττική ζουν περίπου μισό εκατομμύριο μουσουλμάνοι, μου λέει ο Ναΐμ Ελγαντούρ, ο πρόεδρος της Μουσουλμανικής Ένωσης Ελλάδος, ο οποίος κατάγεται από την Αίγυπτο και ζει στην Ελλάδα εδώ και 43 χρόνια.
Πώς είναι το να είσαι μουσουλμάνος στην Αθήνα και ποια είναι τα βασικά προβλήματα, είναι τα ερωτήματα που έθεσα στον κ.Ελγαντούρ.
«Έζησα ολόκληρη τη ζωή μου εδώ, από τα 18 μου, και δεν συνάντησα ποτέ πρόβλημα με τους ανθρώπους, όντας μουσουλμάνος. Η Αθήνα δεν είναι μια ρατσιστική ή δύσκολη για τους άλλους πολιτισμούς πόλη. Η Ελλάδα μας αγκάλιασε και ζήσαμε μια καλή ζωή. Ούτε η Χρυσή Αυγή μάς ανησυχεί. Εγώ είμαι μάρτυρας στη δίκη της Χρυσής Αυγής. Την πολεμάμε, αντισταθήκαμε και τους αντιμετωπίσαμε βάσει του νόμου. Ο ρατσισμός και οι δυσκολίες προέρχονται, όμως, από τη μεριά της πολιτείας. Τι εννοώ; Για παράδειγμα, το να μην έχουμε έναν επίσημο χώρο προσευχής και το να μην έχουμε ένα νεκροταφείο να θαφτούμε, είναι απαξίωση για όλους τους μουσουλμάνους πολίτες. Μας κοροϊδεύουν. Οι μεγαλύτερες κατασκευαστικές εταιρείες της Ελλάδας, που φτιάχνουν διόδια, γέφυρες κλπ., έχουν αναλάβει την ανέγερση του τζαμιού. Για αυτές το τζαμί είναι σαν να κατασκευάζουν ένα «περίπτερο». Θα μπορούσαν να το ετοιμάσουν σε μια βδομάδα. Άρα καταλαβαίνουμε ότι κάτι δεν πάει καλά. Είναι πολιτικό το θέμα» λέει ο πρόεδρος της Μουσουλμανικής Ένωσης, εξηγώντας ότι:
«Παζαρεύουν με την Τουρκία, με την οποία, όμως, εμείς δεν έχουμε καμία σχέση και δεν νομίζω ότι την Τουρκία την απασχολεί και τόσο το συγκεκριμένο ζήτημα. Το τζαμί το πληρώνει η Ελλάδα, όχι η Τουρκία. Εμείς, ως Μουσουλμανική Ένωση Ελλάδος, καταθέσαμε το 2006 στο Υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων την αίτηση για το τζαμί και για να αποφύγουμε τα λάθη που γίνονται στην Ευρώπη, ζητήσαμε να μην πληρώσει καμία άλλη χώρα πέραν της Ελλάδας για την ανέγερση, ώστε να μην υπάρχει κανένας έλεγχος απ' έξω. Κοστολογείται περίπου στις 880.000 ευρώ. Θέλουμε έναν επίσημο χώρο και έναν επίσημο ιμάμη. Μας είχαν ανακοινώσει ότι θα είναι έτοιμο τον Απρίλιο. Μετά μας είπαν τον Μάιο. Τώρα μας λένε τον Αύγουστο. Και χωρίς να δίνουν καμία εξήγηση για τις αναβολές.»
Το νεκροταφείο είναι το δεύτερο «αγκάθι» για τη μουσουλμανική κοινότητα της Αττικής.
«Θάβουμε τους δικούς μας ανθρώπους στην Κομοτηνή ή τους στέλνουμε πίσω στη χώρα καταγωγής τους. Στους Αιγύπτιους, αυτό το έξοδο καλύπτεται από την πρεσβεία, αλλά οι Πακιστανοί, για παράδειγμα, πρέπει να μαζέψουν λεφτά μόνοι τους και αυτό κοστίζει 4.500 ευρώ.
»Η εκκλησία έχει παραχωρήσει δύο φορές δωρεάν οικόπεδο για να δημιουργηθεί μουσουλμανικό νεκροταφείο στο Σχιστό, αλλά πάλι, τα σχέδια τα σαμποτάρει η πολιτεία, ανεξαρτήτως του ποιος κυβερνά. Την πρώτη φορά η πολιτεία ισχυρίστηκε ότι το εν λόγω οικόπεδο δεν ανήκει στην εκκλησία και πέρασαν έτσι 2-3 χρόνια στα δικαστήρια. Εν τω μεταξύ, η εκκλησία μάς πρόσφερε ένα δεύτερο οικόπεδο. Αυτή τη φορά η πολιτεία είπε ότι χρειάζονται πολλά λεφτά για να φτιαχτεί εκεί νεκροταφείο, γιατί είναι πολύ βραχώδης η περιοχή. Μετά μάς είπαν ότι, το Ναυτικό θα παραχωρήσει ένα κατάλληλο κομμάτι στο Σχιστό, αλλά μετά το αναίρεσαν, λέγοντάς μας, πρώτα το τζαμί και μετά το νεκροταφείο» λέει με πικρία ο κ.Ελγαντούρ.
Στο Σκαραμαγκά, είναι περασμένες 10 το βράδυ και ενώ οι φίλοι των παιδιών παίζουν έξω, -μιας και στο ραμαζάνι η νύχτα γίνεται μέρα, γιατί το δεύτερο και τελευταίο γεύμα είναι γύρω στις 3 το πρωί πριν την ανατολή του ηλίου- μετά το τραπέζι, σύσσωμη η οικογένεια του Αμπντελατίφ και της Καουθάρ μάς παρακαλάει να κάνουμε μάθημα ελληνικών. Μόλις μαθαίνουν τη λέξη «γάτα», τα παιδιά θυμούνται τη μέρα που ένας στρατιώτης του Ισλαμικού Κράτους πυροβόλησε και σκότωσε το σκύλο τους μπροστά στα μάτια τους.
«Δε μας πειράζει σε ποια χώρα θα πάμε. Θα μας άρεσε να μείνουμε στην Ελλάδα γιατί έχει ήλιο και η ζωή μοιάζει με τη ζωή μας στη Συρία. Το μόνο που θέλαμε ήταν να μείνουμε ζωντανοί και να ξεφύγουμε από τον πόλεμο. Στη Συρία με πέθαιναν καθημερινά οι πονοκέφαλοι. Από τις βόμβες και το άγχος. Δε θέλουμε να επιστρέψουμε στη Συρία παρά μόνο για επίσκεψη. Πώς να ξαναφτιάξουμε τη ζωή μας στα βομβαρδισμένα ερείπια; Θέλω η οικογένειά μου να είναι καλά και τα παιδιά μου να μάθουν γράμματα, να σπουδάσουν με ειρήνη γύρω τους» λέει ο πατέρας, ενώ σηκώνει το μανίκι του και μου δείχνει το σημείο όπου σφηνώθηκαν οριστικά στο δέρμα του τα θραύσματα μιας βόμβας. Σήμερα το όνειρό τους είναι «να βρουν μια δουλειά και ένα κανονικό σπίτι».
«Μια μέρα μας ρώτησαν από τον Ερυθρό Σταυρό τι χρειαζόμαστε. Τους απάντησα, ότι το μόνο που θέλουμε είναι να γνωρίσουμε μια ελληνική οικογένεια, να δούμε πώς περνάνε, τι τρώνε, πώς ζουν. Αυτή είναι η μεγαλύτερη επιθυμία μας. Οι άνθρωποι του Ερυθρού Σταυρού παραξενεύτηκαν πολύ. Μας είπαν ότι πρώτη φορά τους ζητάνε κάτι τέτοιο. Νομίζουν ότι θέλουμε λεφτά και πράγματα, αλλά δεν είναι έτσι» συνεχίζει ο πατέρας.
Στον αποχαιρετισμό, μας προσκάλεσαν να τους επισκεπτόμαστε όποτε θέλουμε, σαν οικογένεια, και μας ρώτησαν μονάχα ένα πράγμα: Αν είναι ντροπή να πάνε στην παραλία ώστε η μητέρα και τα παιδιά να μάθουν κολύμπι. «Θα μας κοιτάνε όλοι οι άνθρωποι περίεργα;»