To διεθνές πρακτορείο ειδήσεων παρατηρεί ακόμα ότι «από το 2021, η Ελλάδα έχει δαπανήσει 11 δισεκατομμύρια ευρώ για ενεργειακές επιδοτήσεις και προσθέτει πώς το 2022 η δαπάνη ανήλθε στο 5,3% του ΑΕΠ – μακράν, όπως γράφει, η υψηλότερη στην ΕΕ και διπλάσια από τη δεύτερη κατά σειρά Ιταλία, σύμφωνα με τη γαλλική εταιρεία συμβούλων ενέργειας Enerdata».
Μάλιστα, το ρεπορτάζ αναγνωρίζει ότι η κατάσταση έχει επιδεινώσει την κρίση κόστους ζωής στην Ελλάδα, στον απόηχο της κρίσης χρέους 2009-18, η οποία μείωσε τους μισθούς, τις συντάξεις και τις επενδύσεις στην παραγωγή ενέργειας και τις μεταφορές.
«Οι αυξημένες τιμές της ενέργειας και ο αρνητικός αντίκτυπος στο ΑΕΠ είναι ταυτολογία», δήλωσε ο Νίκος Μαγγίνας, ανώτερος οικονομολόγος της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδας στο Reuters. «Οι αυξημένες τιμές έχουν αρνητικό αντίκτυπο στην κατανάλωση των νοικοκυριών και στη διάρθρωση του κόστους για τις βιομηχανίες, τις αεροπορικές εταιρείες και τη ναυτιλία» σημείωσε επίσης.
Σημαντικός παράγοντας, σύμφωνα με το ίδιο μέσο, είναι ότι «η Νοτιοανατολική Ευρώπη και τα Βαλκάνια στερούνται διασυνδέσεων ηλεκτρικής ενέργειας. Κάθε φορά που υπάρχει έλλειψη ενέργειας και η παραγωγή ανανεώσιμων πηγών ενέργειας είναι χαμηλή, δυσκολεύονται να εισάγουν τις απαραίτητες ποσότητες», όπως δήλωσε ο Henning Gloystein, επικεφαλής του τμήματος ενέργειας, κλίματος και πόρων της Eurasia Group.
Αντίθετα, η παραγωγή ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές στην Ισπανία έχει εκτοξευθεί στα ύψη την τελευταία δεκαετία, εν μέρει χάρη στη χρηματοδότηση της ΕΕ. Το πρώτο εξάμηνο του τρέχοντος έτους παρήγαγε σχεδόν το 60% της ηλεκτρικής της ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές, από 51% ένα χρόνο πριν.