Αναφορά του Transnational Institute, σε συνεργασία με το Ευρωπαϊκό Δίκτυο ενάντια στο Εμπόριο Όπλων

«Αν προετοιμαστείς για πόλεμο θα έχεις πόλεμο. Αν προετοιμαστείς για ειρήνη θα έχεις ειρήνη.»*

Τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές, Μάρτιο του 2022, πόλεμος έχει ξεσπάσει στην ανατολική Ευρώπη μετά την παράνομη εισβολή Ρωσικών στρατευμάτων στην Ουκρανία. Στα τέλη του 2021, οι αναταραχές στα Βαλκάνια έφτασαν κοντά στο σημείο βρασμού. Εντάσεις στη Θάλασσα της Νότιας Κίνας συνεχίζουν να σιγοβράζουν και απειλούν την τοπική και παγκόσμια σταθερότητα. Πόλεμοι και βιαιοπραγίες συνεχίζουν στο Αφγανιστάν, την Κεντρική Αφρική, το Ιράκ, αρκετές χώρες στην περιοχή του Σαχέλ, τη Συρία και την Υεμένη, μεταξύ άλλων χωρών και περιοχών στις οποίες συμβαίνουν σταθερά βιαιοπραγίες και, άρα, εκτοπισμοί. Κάποια από τα πιο ισχυρά κράτη του κόσμου επιχειρούν να εκφοβίσουν, επιστρατεύοντας και αναπτύσσοντας στρατεύματα, συγκεντρώνοντας αποθέματα στρατιωτικού εξοπλισμού, και προετοιμαζόμενα ενεργά για πόλεμο συμπεριλαμβανομένης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) και κάποιων από τα κράτη-μέλη της.

Αντίθετα με την ιδρυτική αρχή της ΕΕ για την προάσπιση της ειρήνης, μπήκε και αυτή στο δρόμο της εγκαθίδρυσής της ως παγκόσμια στρατιωτική δύναμη. Η ιστορία έχει δείξει, όμως, πως ο μιλιταρισμός όχι μόνο δε συμβάλλει στη σταθερότητα και την ειρήνη, αλλά τροφοδοτεί τις εντάσεις, την αστάθεια, την καταστροφή και τον όλεθρο.

Η ΕΕ ανακοίνωσε πως, για πρώτη φορά, θα χρηματοδοτούσε και θα προμήθευε φονικά όπλα σε μια χώρα υπό επίθεση μέσω του Ευρωπαϊκού Μέσου Στήριξης της Ειρήνης (European Peace Facility), ως απάντηση στον πόλεμο στην Ουκρανία. Είναι μια απόφαση με καθοριστικό χαρακτήρα. Αν και είναι κίνηση χωρίς προηγούμενο, δεν είναι  ωστόσο απροσδόκητη. Η ΕΕ ακολουθεί στρατιωτικό μονοπάτι από την εφαρμογή της Συνθήκης της Λισσαβώνας το 2009, συνθήκη που παρέχει το νομικό υπόβαθρο για τη δημιουργία μιας κοινής πολιτικής ασφάλειας και άμυνας. Λιγότερο από μια δεκαετία αργότερα, σε ένα νέο σημείο εκκίνησης, η ΕΕ δημιούργησε συγκεκριμένες ροές του προϋπολογισμού, ώστε να χρηματοδοτούνται στρατιωτικά projects. Είναι μια καθοριστική απόφαση που έθεσε την ΕΕ σε νέα και βαθιά ανησυχητική τροχιά, στην οποία τα διεθνή πολιτικά και κοινωνικά προβλήματα θα αντιμετωπίζονται όχι μόνο μέσω του διαλόγου και της διπλωματίας, αλλά και μέσω της απειλής στρατιωτικών λύσεων.

Το EDF έχει προϋπολογισμό ύψους οκτώ δισεκατομμυρίων ευρώ για την έρευνα και ανάπτυξη (Research & Development) στρατιωτικού εξοπλισμού. Καθώς είναι πολύ νωρίς για την ανάλυση του αντίκτυπου του EDF, που ακόμα αναπτύσσεται, εδώ εξετάζουμε τα δύο προγράμματα που προηγήθηκαν του EDF: την Προπαρασκευαστική Δράση Αμυντικών Ερευνών (Preparatory Action for Defense Research 2017-2019) με προϋπολογισμό ύψους 90 εκατομμυρίων ευρώ για τη χρηματοδότηση αμυντικών ερευνών, και το Ευρωπαϊκό Πρόγραμμα Αμυντικής Βιομηχανικής Ανάπτυξης (European Defense Industrial Development Programme 2019-2020) με προϋπολογισμό ύψους 500 εκατομμυρίων ευρώ για τη χρηματοδότηση της ανάπτυξης αμυντικού εξοπλισμού και τεχνολογιών.

Δηλαδή, σχεδόν 600 εκατομμύρια ευρώ του Ευρωπαϊκού δημοσίου χρήματος παραχωρήθηκαν σε ιδιωτικές εταιρείες που παράγουν και εξάγουν όπλα και στρατιωτικές τεχνολογίες, καθώς και ιδιωτικά ερευνητικά κέντρα, μεταξύ άλλων. Τα συγκεκριμένα πιλοτικά προγράμματα αναδεικνύουν έντονα ανησυχητικές τάσεις σχετικά με τον Ευρωπαϊκό μιλιταρισμό, που αν αναπαραχθούν υπό το EDF, που έχει συνολικό προϋπολογισμό 13,6 φορές μεγαλύτερο από ότι τα προηγούμενα σχετικά προγράμματα, μπορούν εν δυνάμει να οδηγήσουν σε καταστροφικά αποτελέσματα. Αυξάνοντας τη χρηματοδότηση για στρατιωτική έρευνα και ανάπτυξη κατά ένα τέραστιο 1250% από τον ένα δημοσιονομικό κύκλο στον επόμενο, η ΕΕ είναι πλέον αποφασισμένη να επενδύσει σε στρατιωτικό εξοπλισμό και προηγμένες τεχνολογίες αντί για την ανοικοδόμηση ή τη διατήρηση της ειρήνης.

Ο στόχος αυτών των χρηματοδοτήσεων είναι η έρευνα και ανάπτυξη νέου οπλισμού, καθώς και η βελτίωση του υπάρχοντος εξοπλισμού, και η ενσωμάτωση νέων τεχνολογιών όπως η τεχνητή νοημοσύνη (ΑΙ) και τα αυτόνομα ή μη επανδρωμένα συστήματα. Συγκεκριμένα, οι πόροι προωθούν την ανάπτυξη «τεχνολογιών διαταραχής», που, αν αναπτύσσονταν, θα άλλαζαν ριζικά τον τρόπο διεξαγωγής του πολέμου. Μετά την εξέλιξη της πυρίτιδας και των πυρηνικών όπλων, οι αναλυτές συγκρούσεων αναφέρονται στην τρέχουσα περίοδο σε μια τρίτη εξέλιξη στον εξοπλιστικό ανταγωνισμό, στην οποία αυτοματοποιημένος οπλισμός δοκιμάζεται και μπορεί τελικά να γίνει μέρος των συμβατικών οπλοστασίων, παρά τα σοβαρά, άλυτα, νομικά και ηθικά ερωτήματα. Παραχωρώντας δισεκατομμύρια ευρώ για την ανάπτυξη νέας αμυντικής τεχνολογίας, η ΕΕ τροφοδοτεί έναν τρίτο και βαθιά ανησυχητικό εξοπλιστικό ανταγωνισμό, που μπορεί τελικά να καταστήσει παρωχημένους τους υπάρχοντες κανόνες πολέμου και το Διεθνές Ανθρωπιστικό Δίκαιο (International Humanitarian Law). 

Και οι αιτήσεις χρηματοδότησης της ΕΕ και οι εταιρείες παραγωγής όπλων χρησιμοποιούν την ίδια γλώσσα συνεργατικής άμυνας, διαλειτουργικότητας, βιομηχανικού ανταγωνισμού, επιχειρηματικότητας, και καινοτομίας, χωρίς να ενδιαφέρονται για την αστάθεια, το θάνατο και την καταστροφή που σίγουρα θα επέλθει αν αναπτυχθούν αυτά τα όπλα και οι στρατιωτικές τεχνολογίες. Όμως οι πόλεμοι ποτέ δε έρχονται από το πουθενά, αντιθέτως αποτελούν το κατασκευασμένο αποτέλεσμα πολλών ετών πολιτικών στρατηγικών και αποφάσεων. Αποφασίζοντας να επενδύσει σε καινοτόμο οπλισμό, η ΕΕ δεν εφαρμόζει απλά μια αμυντική στρατηγική για το απίθανο ενδεχόμενο να δεχθεί επίθεση κάποιο από τα κράτη-μέλη της: δίνει ώθηση στο μιλιταρισμό, τροφοδοτώντας ενεργά έναν πολύ επικίνδυνο εξοπλιστικό ανταγωνισμό, και ρίχνει λάδι στη φωτιά του πολέμου.

Αυτή η αναφορά αποκαλύπτει ότι: 

Ιδιωτικές εταιρείες έχουν καταλάβει τις διαδικασίες λήψης αποφάσεων και τους προϋπολογισμούς της ΕΕ. Επιχειρήσεις που τα εκμεταλλεύονται προς ίδιον όφελος, με τρόπο που αναδεικνύεται η μεγάλη επιρροή των εκπροσώπων των διαφόρων λόμπυ για την προώθηση του εμπορίου όπλων στη διαμόρφωση των στόχων της ΕΕ.

Εννέα από τους 16 αντιπροσώπους στην Ομάδα Προσωπικοτήτων Αμυντικών Ερευνών (Group of Personalities on Defense Research), που ιδρύθηκε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή (European Commission) το 2015, σχετίζονταν με εταιρείες όπλων, ινστιτούτα οπλικών ερευνών και έναν οργανισμό πίεσης για την προώθηση της βιομηχανίας όπλων. Οι έξι εταιρείες όπλων είναι οι AirbusBAE SystemsIndraLeonardoMBDA, και Saab, τα δύο ινστιτούτα οπλικών ερευνών είναι τα Fraunhofer και TNO, και ο οργανισμός πίεσης είναι η Ένωση Αεροδιαστημικών και Αμυντικών Βιομηχανιών της Ευρώπης (AeroSpace and Defence Industries Association of Europe).

  • Η πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που τελικά οδήγησε στην εφαρμογή του EDF βασίστηκε σε αναφορά που παρουσιάστηκε από την Ομάδα Προσωπικοτήτων, που συμπεριλάμβανε ολόκληρα κεφάλαια που αντιγράφηκαν αυτολεξεί στην πρόταση αμυντικής χρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
  • Οι οντότητες που εκπροσωπούσαν επρόκειτο να αποκτήσουν τεράστια κέρδη από τις, δημιουργημένες από την δική τους επιρροή, ροές προϋπολογισμού  Συγκεκριμένα, αυτοί που συμμετείχαν στην Ομάδα Προσωπικοτήτων έχουν λάβει μέχρι σήμερα πάνω από 86 εκατομμύρια ευρώ ή 30,7% του προϋπολογισμού που παραχωρήθηκε, αν και μπορεί και να λάβουν ακόμη μεγαλύτερη χρηματοδότηση, αφού δεν έχει γίνει ακόμα δημόσια γνωστή όλη η κατανομή.

Η ΕΕ χρηματοδοτεί εταιρείες όπλων που εμπλέκονται σε εξαιρετικά αμφισβητίσιμες πρακτικές, οι οποίες υστερούν κατά πολύ όσον αφορά στην υποστήριξη των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και τoυ κράτους δικαίου, δύο θεμελιώδεις αξίες της ΕΕ. Η συνειδητή επένδυση Ευρωπαϊκού δημοσίου χρήματος σε οντότητες που εμπλέκονται σε αμφίβολες και εξαιρετικά αμφιλεγόμενες συμφωνίες όπλων, που παράγουν πυρηνικά όπλα, ή που έχουν αντιμετωπίσει κατηγορίες διαφθοράς, προκαλεί σοβαρά ερωτήματα σχετικά με τις προδιαγραφές που θέτει η ΕΕ πριν εγκρίνει εκατοντάδες εκατομμύρια σε στρατιωτικές δαπάνες.

Συγκεκριμένα, οι επτά μεγαλύτεροι αποδέκτες αυτών των ροών προϋπολογισμού της ΕΕ εμπλέκονται σε εξαιρετικά αμφιλεγόμενες εξαγωγές όπλων σε χώρες όπου διαδραματίζονται ένοπλες συγκρούσεις ή έχουν εγκαθιδρυθεί απολυταρχικά καθεστώτα, και οι παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων είναι συχνές.

  • Χρηματοδοτώντας αυτούς τους αποδέκτες, η ΕΕ χρηματοδοτεί έμμεσα πυρηνικό οπλισμό, αφού πολλές από τις εταιρείες εμπλέκονται επίσης στην ανάπτυξη, παραγωγή, και συντήρηση πυρηνικών όπλων.
  • Επιπλέον, πέντε από τους οκτώ μεγαλύτερους αποδέκτες έχουν αντιμετωπίσει σημαντικές καταγγελίες διαφθοράς τα τελευταία χρόνια, συγκεκριμένα οι Airbus, LeonardoSafranSaab και Thales.

Παρότι δεν είναι ακόμα διαθέσιμες όλες οι πληροφορίες σχετικά με την παροχή πόρων σύμφωνα με το PADR και το EDIDP, η ΕΕ επί του παρόντος χρηματοδοτεί 62 project στρατιωτικής έρευνας και καινοτομίας με ένα σύνολο ύψους 576,5 εκατομμύρια ευρώ (το σύνολο είναι πιο κοντά στα 600 εκατομμύρια ευρώ, συμπεριλαμβανομένων διοικητικών και εσωτερικών εξόδων).

  • Μέχρι σήμερα, το 68,4% του προϋπολογισμού πηγαίνει σε εταιρείες με βάση τη Γαλλία, τη Γερμανία, την Ιταλία και την Ισπανία.
  • Αυτά είναι τα κράτη όπου οι μεγαλύτερες εταιρείες όπλων έχουν τα κεντρικά τους, όπως είναι και τα κράτη-μέλη της ΕΕ με το μεγαλύτερο όγκο εξαγωγών όπλων. 
  • Εταιρείες από αυτές τις τέσσερις χώρες συντονίζουν 42 από τα 62 project (67,7%). Η Γαλλία λαμβάνει το 26,4% της χρηματοδότησης.
  • Η πανίσχυρη Ιταλική Leonardo, η μεγαλύτερη εταιρεία όπλων στην ΕΕ, είναι ο μεγαλύτερος αποδέκτης με 28,7 εκατομμύρια ευρώ. Οι άλλοι τέσσερις μεγαλύτεροι αποδέκτες (συμπεριλαμβανομένων των θυγατρικών τους στην ΕΕ), είναι η Ισπανική εταιρεία Indra (22,78 εκατομμύρια ευρώ), οι γαλλικές εταιρείες Safran (22,3 εκατομμύρια ευρώ) και Thales (18,64 εκατομμύρια ευρώ) και η διευρωπαϊκή εταιρεία Airbus (10,17 εκατομμύρια ευρώ). 
  • Σχεδόν τα μισά κράτη-μέλη της ΕΕ λαμβάνουν λιγότερο από 1% της χρηματοδότησης.
  • Αυτές οι ροές προϋπολογισμού όχι μόνο προωθούν τις φάσεις έρευνας και ανάπτυξης της αμυντικής βιομηχανίας, αλλά καλούν ενεργά άλλες χώρες της ΕΕ να αγοράσουν έπειτα τα όπλα και τις σχετικές τεχνολογίες, να τα προσθέσουν στο αμυντικό τους οπλοστάσιο, ή να προωθούν την εξαγωγή τους πέρα από την Ευρώπη. Το αποτέλεσμα θα είναι η παρουσία εξαιρετικά προηγμένων στρατών εντός της ΕΕ και η διόγκωσή της Ένωσης σε μια παγκόσμια στρατιωτική δύναμη, καθώς και η παρουσία ενόπλων δυνάμεων στις χώρες των οποίων οι στρατιωτικές δυνατότητες έχουν ενισχυθεί μέσω Ευρωπαϊκών εξαγωγών όπλων. 
  • Η ανάλυση των συνολικών στρατιωτικών πωλήσεων των οκτώ μεγαλύτερων αποδεκτών χρηματοδότησης της ΕΕ ανέρχεται σε πάνω από 42 δισεκατομμύρια δολάρια για το 2020, επιβεβαιώνοντας πως το EDF πρωταρχικά επιδοτεί τις μεγαλύτερες και πιο επικερδείς εταιρείες όπλων της Ευρώπης.

Οι έλεγχοι που εφαρμόζονται για την έγκριση της χρηματοδότησης καινούριων ειδών φονικού οπλισμού δεν καλύπτουν ούτε τις πιο βασικές νομικές και ηθικές προϋποθέσεις όπως το ότι ο εξοπλισμός, αν τελικά αναπτυχθεί, μπορεί να απειλήσει να αλλάξει μόνιμα τον τρόπο διεξαγωγής του πολέμου.

  • Η αναφορά μας εστιάζει σε project που σχετίζονται με τέσσερις συγκεκριμένες κατηγορίες εξοπλισμού: (1) φονική άμυνα και προστασία, (2) φονικά εργαλεία άμυνας, (3) μη φονικά εργαλεία άμυνας, και (4) φονικά συστήματα μάχης.
  • Τουλάχιστον 22 από τα 34 project στοχεύουν στην ανάπτυξη φονικών εργαλείων, που μπορούν να χρησιμοποιηθούν σε άμυνα ή σε μάχη. Η ανάπτυξη ή χρήση μη επανδρωμένων συστημάτων συμπεριλαμβάνεται σε τουλάχιστον 12 από τα 34 project. Η χρήση της τεχνητής νοημοσύνης ως φονικό εργαλείο είναι μέρος τουλάχιστον έξι project. Ενώ η έρευνα και ανάπτυξη εντελώς αυτόνομων φονικών όπλων δεν επιτρέπεται ακόμα υπό τις ροές προϋπολογισμού της ΕΕ, άλλα αυτοματοποιημένα όπλα, αυτόνομα συστήματα και αμφιλεγόμενες τεχνολογίες αναπτύσσονται, και υπάρχουν φόβοι ότι αυτό μπορεί τελικά να οδηγήσει, ίσως ακούσια, στην έγκριση χρηματοδότησης για όπλα όπως «ρομπότ-δολοφόνοι». Αυτές οι εξελίξεις συντελέστηκαν χωρίς ουσιαστικό διάλογο σχετικά με τις σοβαρές νομικές και ηθικές επιπτώσεις της ανάπτυξης «έξυπνου» οπλισμού. 
  • Η διαδικασία αξιολόγησης νομικού και ηθικού κινδύνου της ΕΕ βασίζεται κυρίως σε αυτο-αξιολογήσεις των υποψηφίων (κυρίως επιχειρήσεων) για χρηματοδότηση από την ΕΕ. Αυτές οι αξιολογήσεις πρακτικά συνιστούν τη συμπλήρωση κάποιας φόρμας. Αρμοδιότητες που σύμφωνα με το Διεθνές Ανθρωπιστικό Δίκαιο ανήκουν στα κράτη μετατοπίζονται σε ιδιώτες υποψήφιους εξωτερικούς συνεργάτες, κάτι που μπορεί να οδηγήσει στην ντε φάκτο απο-κανονιστικοποίηση (de facto deregulation) ενός από τα πιθανώς φονικότερα κοινά ταμεία των Βρυξελλών. Προσπάθειες από την κοινωνία των πολιτών για πρόσβαση σε περαιτέρω πληροφορίες σχετικά με αυτές τις διαδικασίες απαντήθηκαν ανεπαρκώς και πληροφορίες παρακρατήθηκαν σκοπίμως, εγείροντας σοβαρούς ενδοιασμούς σχετικά με τη διαφάνεια και τη δημοκρατική εποπτεία.
  • Τα είδη των τεχνολογιών που χρηματοδοτούνται μπορεί να οδηγήσουν σε παραβιάσεις του Ευρωπαϊκού και διεθνούς δικαίου όταν γίνουν λειτουργικές. Τα στοιχεία δείχνουν πως ακόμα και όταν εμπλέκονται ανθρώπινα όντα, αυτοί που προγραμματίζουν ή χειρίζονται τεχνικό εξοπλισμό είναι πολύ πιο πιθανό να επηρεάζονται από ή να μεροληπτούν υπέρ του αυτοματισμού και των πληροφοριών που προέρχονται από υπολογιστικά συστήματα αντί να αναζητούν εναλλακτική επαλήθευση. Στο παρελθόν αυτό έχει οδηγήσει ένοπλες δυνάμεις στο να καταρρίψουν τα δικά τους ή τα συμμαχικά τους πολεμικά αεροσκάφη. Το Γραφείο του Διαμεσολαβητή της ΕΕ εξέφρασε ανησυχίες διότι «δεν υπάρχει αναλυτική αξιολόγηση της συμμόρφωσης των project με το διεθνές δίκαιο».
  • Συγκεκριμένες ανησυχίες έχουν εκφραστεί σχετικά με καινούρια είδη όπλων που χρησιμοποιούν λέιζερ και ηλεκτρομαγνητικά συστήματα, συστήματα τεχνητής νοημοσύνης, ηλεκτρονικές συσκευές και διαδικτυακή αντίδραση, μη επανδρωμένα συστήματα, μη επανδρωμένα μαχητικά αεροσκάφη και εντοπισμό στόχων, παρακολούθηση και συστήματα ορισμού. Συγκεκριμένα, δεν είναι ξεκάθαρο το πώς «έξυπνος» οπλισμός μπορεί να διακρίνει με ακρίβεια ανάμεσα σε πολίτες και ένοπλους μαχητές σε καταστάσεις πολέμου.

Το EDF και τα προγράμματα που προηγήθηκαν αυτού στοχεύουν ρητά στην ενδυνάμωση της «παγκόσμιας ανταγωνιστικότητας» της τεχνολογικής βιομηχανικής βάσης της Ευρωπαϊκής άμυνας. Υπάρχει έντονη αντίθεση ανάμεσα σε τέτοιες τεχνολογίες και το εν δυνάμει αντίκτυπό τους, πέρα από τα κέρδη που θα δημιουργήσουν.

Τα προγράμματα αυτά, αδιαμφισβήτητα πρόκειται να αυξήσουν τις Ευρωπαϊκές εξαγωγές όπλων και να τροφοδοτήσουν τον παγκόσμιο εξοπλιστικό ανταγωνισμό, που με τη σειρά του θα οδηγήσει σε περισσότερες ένοπλες συγκρούσεις και πολέμους, μεγαλύτερη καταστροφή, σημαντικές απώλειες ζωών, και αυξημένη αναγκαστική εκτόπιση [προσφυγικά κύματα]. Καθώς βγαίνουμε από μια παγκόσμια πανδημία, η ανάγκη να φανταστούμε εκ νέου τι σημαίνει ασφάλεια και να ρωτήσουμε τι κάνει τον κόσμο να αισθάνεται ασφάλεια δεν ήταν ποτέ πιο μεγάλη. Είναι η επένδυση σε εξοπλισμούς, αμυντικές υποδομές και στρατό; Ή είναι η εγγύηση πρόσβασης σε ένα λειτουργικό δημόσιο σύστημα υγείας και παιδείας, η βελτίωση της πρόσβασης στις κοινωνικές υπηρεσίες, η αντιμετώπιση της κλιματικής καταστροφής, και άλλες παγκόσμιες προκλήσεις; Με την ανάθεση δισεκατομμυρίων ευρώ σε αμυντικά project, η ΕΕ έχει κάνει μια πολιτική επιλογή να θέσει ως προτεραιότητα τις ήδη εξαιρετικά επικερδείς εταιρείες όπλων αντί για την ευημερία των πολιτών. Έτσι, αντί να περιορίζει την αστάθεια και την πιθανότητα συγκρούσεων, τις τροφοδοτεί.

Ουκρανός ακτιβιστής υπέρ της ειρήνης Yurii Sheliazhenko

 

Μετάφραση από τα αγγλικά: Ε.Ζ.. Υπογραμμίσεις από το ΤΡΡ. Το πρωτότυπο δημοσιεύτηκε στο TNI και μπορείτε να το βρείτε εδώ