Αυτή η δήλωση γίνεται μέσα στο eurogroup και είναι ταυτοχρόνως αληθής και ψευδής. Είναι αληθής διότι πράγματι οι αγορές και συνεπώς και η πραγματική οικονομία επηρεαζόταν από την εξέλιξη των διαπραγματεύσεων. Είναι όμως ταυτοχρόνως ψευδής, διότι μέχρι να αποκτήσουμε αυτές τις ηχογραφήσεις που δημοσιεύονται τώρα, οι αγορές δεν είχαν πρόσβαση σε αυτά που έχουν όντως διαμειφθεί μέσα στο eurogroup, αλλά μόνο σε κατευθυνόμενες διαρροές οι οποίες αποδεικνύεται σήμερα ότι ήταν ενίοτε απλώς ψευδείς.

Στο Eurogroup της 11 Μαΐου ο Βαρουφάκης αναφέρεται στις διαρροές και λέει ότι θα ήταν καλό αν δεν υπήρχαν διαρροές, αλλά τουλάχιστον αφού υπάρχουν ας είναι ακριβείς!

Ενώ όλα αυτά τα χρόνια γίνεται μια συζήτηση που η συστημική πλευρά αγωνιά να την επικεντρώσει πλήρως στο πρόσωπο του Γιάνη Βαρουφάκη, υπάρχει μια διάσταση ριζικά πολιτική, που αφορά το θεμελιώδες ζήτημα της λογοδοσίας και της διαφάνειας.

Όλα τα δημοσιεύματα της περιόδου επαναλαμβάνουν τη φράση “ανεύθυνο, ερασιτέχνη, τζογαδόρο”, που περίπου συνοψίζει τα βασικά επιχειρήματα της μνημονιακής κριτικής στην περίοδο εκείνη, όπως επιχειρούσαν να την επικεντρώσουν στο πρόσωπο του τότε υπουργού Οικονομικών.

 

 

Ότι δηλαδή αυτό που γινόταν περιείχε ρίσκο, συνεπώς συνιστούσε μια στάση ανευθυνότητας, ιδίως αφού το ρίσκο αυτό ήταν μεγάλο ώστε αυτός που το αναλάμβανε, και σύμφωνα με αυτή την αφήγηση κάποιος το αναλάμβανε προσωπικά, ήταν τζογαδόρος. Η κατηγορία για ερασιτεχνισμό είναι κάπως πιο δυσνόητη, με δεδομένο ότι ο Βαρουφάκης είναι οικονομολόγος, οπότε θα ήταν δύσκολο για έναν άνθρωπο σαν τον Ντάισελμπλουμ να ισχυριστεί ότι ο Βαρουφάκης δεν ξέρει τι του γίνεται, ακόμη και αν τον θεωρεί επικίνδυνο. Άσχετο, πάντως, θα ήταν δύσκολο να τον χαρακτηρίσει.

Αυτό που συνέβη εκείνες τις μέρες ήταν μια συνολική απαξίωση του προσώπου του Βαρουφάκη. Με άλλα λόγια, της περιόδου του ρίσκου, διότι προφανώς μόνο η υποταγή εγγυάται κάποιο αίσθημα ασφάλειας απέναντι στον κυρίαρχο, διαφορετικά κάθε διεκδίκηση απαιτεί διακινδύνευση.

Αυτό που συνέβη όμως εκείνη την περίοδο δείχνει πώς ακριβώς λειτουργούσε το πολιτικό και μιντιακόμηντιακό οικοδόμημα που έδρασε εναντίον της πρώτης κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ. Η διαρροή βγήκε από το Bloomberg, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει στην Ελλάδα καμία αμφισβήτηση για την αξιοπιστία της. Υπάρχουν διεθνή Μέσα που είναι υπεράνω πάσης υποψίας, και που τώρα μπορούμε να πούμε (για τουλάχιστον ένα θέμα) ότι έχουμε τα στοιχεία που δείχνουν ότι κανείς δεν είναι υπεράνω πάσης υποψίας.

Ήδη τότε ο Πήτερ Σπίγκελ είχε υπερασπιστεί τον Βαρουφάκη, λέγοντας ότι αυτά που αναφέρονταν δεν ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα. Και η αλήθεια είναι πως με δεδομένο ότι δεν υπήρχε καμία δημοσιότητα και βεβαίως, όπως είναι πια γνωστό, ούτε πρακτικά, κανείς δεν μπορούσε να εμποδίσει την παραπληροφόρηση.

Σήμερα έχουμε στα χέρια μας το ηχητικό ντοκουμέντο της συνεδρίασης, και μπορούμε να ξέρουμε τι διαμείφθηκεδιαμοίφθηκε. Το κλίμα ήταν αρνητικό. Πράγματι, υπήρξε πίεση, υπήρξαν αναφορές στην «frustration» που ένιωθε ο Ντάισελμπλουμ ή στο παράπονο του Σόιμπλε ότι προχωράμε, αλλά όχι απαραίτητα προς τη σωστή κατεύθυνση.

Λέγεται ότι η νομοθεσία προστατεύει τα σπίτια και όχι τις τράπεζες (γεγονός που είναι αρνητικό, για το συγκεκριμένο πλαίσιο…) και ότι οι οίκοι αξιολόγησης παρακολουθούσαν τις εξελίξεις.

Ειπώθηκε όντως ότι ο λαός της Λετονίας δεν έχει ψηφίσει για το ελληνικό πρόβλημα, λοιπόν δεν έχει υποχρέωση να το στηρίξει και λέγεται ότι λέγονται πολλά, αλλά χωρίς ουσία. Ο Λετονός πράγματι αναφέρει ότι διαπιστώνει απροθυμία συνεργασίας, υπαναχώρηση σε κάποια μέτρα. Αλλά αυτά που γράφονταν εκείνο τον καιρό στον τύπο, δεν επιβεβαιώνονται. Γίνεται αντιθέτως μια συζήτηση που είναι ουσιαστική.

Αρκεί να δει κανείς πώς λειτουργεί η αδιαφάνεια σε αυτές τις περιπτώσεις: μια διαρροή μπορεί να δώσει προς τα έξω την εικόνα μιας καταστροφής, που δεν χρειάζεται ούτε να προκύπτει από τα όσα έχουν συμβεί στην οικονομία, αλλά και ούτε καν να έχει όντως ειπωθεί στη συνάντηση.

Ο Βαρουφάκης απαντά σε αυτά ότι θα έμενε κανείς με την εντύπωση από όσα ειπώθηκαν ότι η Ελλάδα δεν κάνει τίποτα, ενώ έχει ήδη καταφέρει να μην επαναλάβει τη ντροπή των ελλειμματικών προϋπολογισμών και η απώλεια του ΑΕΠ αποτελεί ρεκόρ σε καιρό ειρήνης.
Απαντά στον συνάδελφό του που έχει πει ότι δεν πρόκειται για τραγωδία, αλλά για φυσική οικονομική προσαρμογή

ότι η Ελλάδα ζει από αυτά που παράγει και δεν προτίθεται να επιστρέψει στο όνειδος των πρωτογενών ελλειμμάτων.

Η συζήτηση αυτή αντανακλά την αντίστοιχη ελληνική συζήτηση με την οποία εξαπλώνονταν τα επιχειρήματα της τρόικας, αλλά τουλάχιστον με τη βοήθεια του ηχητικού ντοκουμέντου μπορεί κανείς να ακούσει τα επιχειρήματα και να αποφασίσει τι πιστεύει για όσα έχουν όντως διαμειφθεί, να αποφασίσει αν οι απαντήσεις αυτές είναι ουσιαστικές ή αποτελούν πυροτεχνήματα. Πάντως αυτή η συζήτηση έγινε, και θα μπορούσαμε να πούμε ότι, κατά την εκτίμησή μας, σε αντίθεση με τις δημοσιογραφικές διαρροές, δεν συνιστούν πυροτεχνήματα.

Τέλος, ο Ντάισελμπλουμ υποστηρίζει ότι θα πρέπει να δοθεί μια εικόνα προς τα έξω που να ισορροπεί ανάμεσα στις ανησυχίες τους και την επιθυμία να μη μεταδοθεί ατμόσφαιρα κρίσης προς τα έξω. Μάλιστα, όταν τον ρωταέι ο Βαρουφάκης αν έχει γίνει πρόοδος, εκείνος απαντά ότι «έχει δει κάποια θετικά στοιχεία». Αυτό βεβαίως δεν θα γίνει στη συνέχεια, διότι είπαμε ότι μεταξύ συζητήσεων και δημοσιογραφικού σχολιασμού, μεσολαβεί ένα τείχος παραπληροφόρησης.

Με άλλα λόγια, από το Eurogroup προκύπτει ότι το πρόβλημα δεν ήταν προσωπικό, δεν αφορούσε την προσωπικότητα του Γιάνη Βαρουφάκη, όπως τόσο επίμονα ανέφεραν όλοι, ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ. Η πρακτική της δαιμονοποίησης του Βαρουφάκη ήταν βολική και για τον ΣΥΡΙΖΑ, όπως προκύπτει και από τον απολογισμό του για την περίοδο, αλλά παραβλέπει ότι εκείνη την περίοδο κανείς από τους συνομιλητές δεν επιτίθεται προσωπικά στον υπουργό, διότι πολύ απλά η πολιτική διαπραγμάτευσης που ακολουθούνταν αποτελούσε την πολιτική επιλογή της κυβέρνησης της εποχής.

Η φράση «δεν δικαιούμαστε να μην αποδώσουμε ιδιάζουσα ευθύνη στον τότε Υπουργό Οικονομικών. Υπό το φως μιας ειδικού τύπου δικής του υπερεπένδυσης στην επικοινωνία έναντι μιας σχολαστικά επεξεργασμένης διαπραγματευτικής τακτικής», από τον απολογισμό του ΣΥΡΙΖΑ, αποτελεί ακόμη μία φράση που θα χρειαστεί να κριθεί σε αντιπαραβολή με όσα βλέπουμε τώρα να έρχονται στο φως της δημοσιότητας..

Ο Βαρουφάκης εξηγεί στον λιθουανό ομόλογό του ότι θα ήταν πραγματικά αδιανόητο αν αυτή τη στιγμή έδινε αυξήσεις στους Έλληνες συνταξιούχους, αλλά η αλήθεια είναι ότι έχουν γίνει αλλεπάλληλες μειώσεις. Και αναφέρει ότι κατανοεί πως μόνο με την πίεση προκύπτουν λύσεις, αλλά «η υπερβολική πίεση μπορεί να καταστρέψει μια διαπραγμάτευση που διαφορετικά θα ήταν απολύτως εφικτό να καταλήξει σε συμφωνία».

Ο Βαρουφάκης στις συνομιλίες που ακούμε χαρακτηρίζεται από δύο στοιχεία: αρχικά, δεν δείχνει φοβισμένος. Μέσα σε όλο το πλαίσιο της αντιστροφής της πραγματικότητας που επιχειρεί η μνημονιακή ρητορική των ημερών μας, αυτό το χρεώθηκε ως αναίδεια και καθηγητική έπαρση. Ταυτοχρόνως, παρά την αυτοπεποίθηση που τον έχει κάνει τόσο μισητό στο ακραίο κέντρο της χώρας μας, ακούγοντας κανείς τις ομιλίες του στο Eurogroup θα διαπιστώσει ότι κυριαρχεί ένας τόνος συνεννόησης και επιθυμίας εύρεσης κοινού πεδίου. Επιθυμίας συνεννόησης που θα έκανε αυτούς που διατύπωναν τις κριτικές που ακούγονταν από αριστερά να νιώσουν ότι πράγματι η στάση της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ ήταν πιο υποχωρητική από ό,τι θα την ήθελαν, αλλά που είχε ως στόχο την εξεύρεση λύσης. Μπορεί λοιπόν να ασκηθεί κριτική, αλλά δεν μπορούν να ισχύουν όλες οι αντιφατικές κριτικές ταυτοχρόνως.