του Θάνου Καμήλαλη
Θα πρέπει να μπορούμε να συμφωνήσουμε ότι, αν δεν υπήρχε ο κορονοϊός, το αντιεκπαιδευτικό νομοσχέδιο Κεραμέως – Χρυσοχοϊδη με πανεπιστημιακή αστυνομία, λιγότερους εισακτέους στα ΑΕΙ, διαγραφές φοιτητών και αλλαγή του τρόπου εισαγωγής στα ΑΕΙ μεσούσης της χρονιάς, θα προκαλούσε έναν τεράστιο σάλο. Καταλήψεις σε Λύκεια και ΑΕΙ, πορείες χωρίς τον φόβο του ιού, συνεχείς εντάσεις. Οι υποστηρικτές της κυβέρνησης θα έκαναν λόγο για «μπάχαλα» και «μειοψηφίες που αντιδρούν», οι αντίθετοι στο νομοσχέδιο θα μιλούσαν για τον «αγώνα μαθητών, φοιτητών και εκπαιδευτικών» και θα χαίρονταν με τις μαζικές αντιδράσεις της νεολαίας και του κινήματος. Αλλά όπως κι αν θέλει να χαρακτηρίσει κανείς τη διαμαρτυρία, θα υπήρχε αναλλοίωτο το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα στη διαμαρτυρία.
Είτε λοιπόν συμφωνεί είτε διαφωνεί κανείς με τα κυβερνητικά σχέδια, είτε πιστεύει ότι υπάρχει «ανομία» στα Πανεπιστήμια και «φοιτητές που δεν πρέπει να μπαίνουν με 2 στα ΑΕΙ» είτε όχι, το μείζον εδώ είναι ότι υπάρχει ένα νομοσχέδιο που προκαλεί σχεδόν καθολικές αντιδράσεις (φοιτητών, εκπαιδευτικών, ακαδημαϊκών, πρυτάνεων, μέχρι και των αστυνομικών), μία κυβέρνηση που το φέρνει με κλειστά τα Λύκεια και τις Σχολές, μέσα στην πανδημία και μία αστυνομία που αποφασίζει, αυθαίρετα, όπως έχει αποδειχθεί, για το δικαίωμα του συνέρχεσθαι.
Πρόκειται για μία κατάσταση που έχουμε ξαναδεί αυτό το διάστημα, αλλά όχι σε τέτοιον βαθμό. Γιατί ναι μεν η κυβέρνηση Μητσοτάκη συνεχίζει να περνάει το ένα νομοσχέδιο μετά το άλλο μέσα στην πανδημία, αλλά αυτήν τη φορά, μέσα στην πανδημία, ανεβάζει τα ντεσιμπέλ του αυταρχισμού εκμεταλλευόμενη πέραν πάσης αμφιβολίας την κατάσταση με την πανδημία και το lockdown. Η Κεραμέως και ο Χρυσοχοϊδης μπορούν να ασκήσουν την εξουσία τους και νομοθετήσουν, οι πολίτες δεν μπορούν να δείξουν την αντίθεσή τους στην εξουσία. Αν τηρήσουν την απαγόρευση, θα χαρακτηριστούν «μειοψηφία» και η διαμαρτυρία τους θα παραμείνει σε ένα συμβολικό επίπεδο, ανούσιο ή και βολικό για την κυβέρνηση.
«Δηλαδή θέλετε να σταματήσει τη λειτουργία της η Βουλή λόγω πανδημίας;». Σε ψήφισμά του που εγκρίθηκε με μεγάλη πλειοψηφία, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στα μέσα Νοεμβρίου κάλεσε τα κράτη μέλη να μη χρησιμοποιούν την απαγόρευση των διαδηλώσεων για να εγκρίνουν αμφιλεγόμενα μέτρα. Αυτό ακριβώς δηλαδή που κάνει η κυβέρνηση Μητσοτάκη με εκτρώματα όπως ο Πτωχευτικός Νόμος – οικονομική φυλακή, που μάλιστα παραλίγο να περάσει με διαδικασίες εξπρές, πάνω στην κήρυξη του δεύτερου lockdown και οδήγησε τον ΣΥΡΙΖΑ στην πρόταση μομφής, ώστε να υπάρχει τριήμερη συζήτηση. Όπως κάνει τώρα με την Παιδεία και όπως σχεδιάζει να κάνει στο κοντινό μέλλον με το ανακοινωμένο σχέδιο για τα Εργασιακά που έρχεται να θεσμοθετήσει τη 10ωρη εργασία.
Η κατάσταση θυμίζει τις ημέρες γύρω από την επέτειο του Πολυτεχνείου, αλλά στην πραγματικότητα είναι ακόμη χειρότερη για τη Δημοκρατία. Γιατί τότε, σε έναν κόσμο μουδιασμένο από τη σφοδρότητα του δεύτερου κύματος, το κυβερνητικό επιχείρημα ήταν ότι πρόκειται «απλά για μία επέτειο». «Δεν γιορτάσαμε Πάσχα, δεν γιορτάσαμε 28η Οκτωβρίου, δεν θα γιορτάσουμε το Πολυτεχνείο» έλεγε τότε ο Χρυσοχοϊδης, προσθέτοντας ότι «θα γιορτάσουμε του χρόνου». Τότε όντως, στη σκέψη πολλών, μέσα και έξω από την Αριστερά, υπήρχε προβληματισμός για τη συγκεκριμένη ημέρα, μολονότι γρήγορα η κυβέρνηση πυροδότησε την ένταση με την απαγόρευση συναθροίσεων άνω των 3 ατόμων, για 4 ημέρες, σε όλη την Επικράτεια. Υπήρχε επίσης η δήθεν δέσμευση ότι όλα γίνονται με τη σύμφωνη γνώμη των επιστημόνων.
Αλλά λίγο αργότερα αποδείχθηκε, μετά το όργιο καταστολής και την εισαγγελική έρευνα κατά τριών πολιτικών αρχηγών, ότι χαρτί με εισήγηση των επιστημόνων δεν υπήρχε. Αφενός δεν επρόκειτο για την Επιτροπή των Λοιμωξιολόγων, αλλά για την Επιτροπή Προστασίας της Δημόσιας Υγείας, αφετέρου η «εισήγηση» ήταν απλώς τα μέτρα για το δεύτερο lockdown, στα οποία δεν συμπεριλαμβανόταν η απαγόρευση συναθροίσεων άνω των 3 ατόμων. Μάλιστα, το Συμβούλιο της Επικρατείας, μολονότι είδε (ελπίζουμε) τον φάκελο, δεν είναι κανένα πρόβλημα να μην δεχθεί την αίτηση αναίρεσης, δίνοντας την ευκαιρία σε πολλά ΜΜΕ να διαστρεβλώσουν την απόφασή του, γράφοντας ότι το έκρινε συνταγματικό.
Τώρα όμως, ξέρουμε ότι δεν υπάρχει εισήγηση των Λοιμωξιολόγων, αμφιβάλλουμε βάσιμα ότι υπάρχει έστω μία κατ’επίφαση επιστημονική εισήγηση διορισμένων από την κυβέρνηση ανθρώπων, δεν υπάρχει κάποια «απλή επέτειος», κινητοποιήσεις γίνονται εδώ και καιρό μέσα στο θολό τοπίο των SMS και των απαγορεύσεων, ενώ υπάρχει άνοιγμα σε τομείς της οικονομίας όπως το λιανεμπόριο. Χωρίς καν να αναφερθούμε στο «συμβολισμό» της υπόθεσης, το γεγονός δηλαδή ότι το νομοσχέδιο που προβλέπει την Πανεπιστημιακή Αστυνομία θα περάσει εν μέσω απαγορεύσεων στις συναθροίσεις με αποφάσεις του Αρχηγού της Αστυνομίας που δημοσιεύονται ξαφνικά ξημερώματα στην Εφημερίδα της κυβέρνησης.
Μάλιστα η ΕΛ.ΑΣ έσπευσε να διευκρινίσει ότι «δεν έχει να κάνει η απαγόρευση με τις κινητοποιήσεις των φοιτητών» και «οι απαγορεύσεις δεν αφορούν τους καταναλωτές». Το πρώτο, είναι το κλασικό πλέον «δεν είναι αυτό που νομίζετε». Το δεύτερο σημαίνει ότι εκτός από το κλασικό πλέον ανέκδοτο «στις πλατείες κολλάει στα ΜΜΜ δεν κολλάει», πλέον ο ιός μεταδίδεται και σύμφωνα με την ιδιότητα που έχει ανά πάσα στιγμή ο κάθε πολίτης. Αν είναι εργαζόμενος ή καταναλωτής, έχει μικρή πιθανότητα. Αν είναι διαδηλωτής, οι δρόμοι «κουβαλάνε ιό και γεννάνε αρρώστια». Η συλλογική ανοσία μάλλον που ψάχνει η παγκόσμια κοινότητα βρίσκεται στην Ερμού.
Κι επειδή τίποτα δεν γίνεται χωρίς «σωστή ενημέρωση», αρκούσε μία ακόμα διευκρίνιση από την Αστυνομία για να γράψουν τα εκατοντάδες φιλοκυβερνητικά ΜΜΕ ότι «χαλαρώνουν τα μέτρα για τις συναθροίσεις. Προτείνω από αύριο, ο αρχηγός της ΕΛ.ΑΣ να μας πληροφορεί και για τον καιρό. Αν η ΕΛ.ΑΣ ή η κυβέρνηση λένε ότι έχει καύσωνα τέλη Γενάρη, δεν θα υπάρχει κανένας λόγος να τους αμφισβητήσουμε. Εξάλλου ήδη παρακολουθήσαμε το σχέδιο, που μαζεύεται με απανωτές διευκρινίσεις, για την πρόθεση η αστυνομία να αποφασίζει πού θα βρίσκονται δημοσιογράφοι και φωτορεπόρτερ στις κινητοποιήσεις. Επομένως, γιατί να μην το επεκτείνουμε όσο πάει; Καλό θα ήταν βέβαια, αν κάνεις θέλει να λέγεται δημοσιογράφος, να βγάλει το κεφάλι του στο παράθυρο για να δει τι καιρό έχει.
Πώς περιγράφεται ένα πολίτευμα όπου η κυβέρνηση νομοθετεί αυταρχικά και αυθαίρετα μέτρα, βάζοντας στο στόχαστρο τη δημόσια Παιδεία, βάζοντας την καταστολή μέσα στα Πανεπιστήμια, ελλείψει της κοινωνίας, επιβάλλει απαγορεύσεις και περιορισμούς στο συνταγματικό δικαίωμα στη δημόσια διαμαρτυρία, στοχεύοντας μάλιστα ξεκάθαρα συγκεκριμένες, λογικά ογκώδεις, κινητοποιήσεις, υποκαθιστά τους ειδικούς εν καιρώ πανδημίας και παράλληλα τα ΜΜΕ παρουσιάζουν μία απόφασή της ως το ακριβώς αντίθετο;
Ούτε χούντα φυσικά, ούτε όμως κανονική δημοκρατία. Ένα μοντέρνο καθεστώς, οικοδομημένο στις πρωτόγνωρες συνθήκες της πανδημίας, που όχι μόνο δεν φοβάται τη δυστοπία της επ’αόριστον καραντίνας και των (έως έναν βαθμό αναγκαίων) περιοριστικών μέτρων, αλλά αντίθετα τρέφεται από αυτά, κερδίζει ζωή και δυναμώνει από τους εφιάλτες όλων μας για την ασθένεια και τον θάνατο. Που εδώ και πολλούς μήνες χτυπάει μία κοινωνία ζαλισμένη και εύλογα φοβισμένη, ροκανίζει βήμα βήμα ελευθερίες και δυνατότητες αντίδρασης, ή και ψυχαγωγίας, ξεχειλώνοντας όλο και περισσότερο τα όρια, λίγο λίγο, μέρα με τη μέρα.
Τίθεται λοιπόν εδώ και καιρό, όλο και περισσότερο η ανάγκη από τη μία να μείνουμε υγιείς, σωματικά και ψυχικά, από την άλλη να μείνουμε άνθρωποι, πολίτες, με δικαιώματα, όχι σώματα κενά σκέψεων, δράσεων και διεκδικήσεων. Ώστε όταν δεν θα είμαστε περιορισμένοι από την πανδημία, να μην είμαστε πάλι περιορισμένοι.