Την Αθήνα επισκέφτηκε ο Ρώσος υπουργός Εξωτερικών Σεργκέι Λαβρόφ στα πλαίσιο διμερών σχέσεων και με αφορμή την υπογραφή «Κοινού Μνημονίου για τη διεξαγωγή του έτους ιστορίας Ελλάδας-Ρωσίας το 2021», το οποίο θα επικυρώσει ο ίδιος και ο Έλληνας ΥΠΕΞ, Νίκος Δένδιας. Ο Σ. Λαβρόφ, παραχώρησε συνέντευξη στο ΑΠΕ-ΜΠΕ στην οποία αναφέρθηκε σε πολυάριθμα θέματα που άπτονται της εξωτερικής πολιτικής. Σε αυτά περιλαμβάνονται ζητήματα οριοθέτησης θαλασσίων ζωνών στην Αν. Μεσόγειο, βασικό ζήτημα της κρίσης μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, εν ενεργεία συρράξεις όπως αυτή του Ναγκόρνο-Καραμπάχ, μεταξύ Αρμενίας και Αζερμπαϊτζάν αλλά επεκτάθηκε και σε ό,τι αφορά τη κρίση στη Συρία και τις ρωσοτουρκικές σχέσεις.

«Κυρίαρχο δικαίωμα» ο καθορισμός του εύρος των χωρικών υδάτων του έως τα 12 ναυτικά μίλια

«Η θέση της Ρωσίας, η οποία υπέγραψε τη Σύμβαση του ΟΗΕ για το Δίκαιο της Θάλασσας του 1982, βασίζεται στους κανόνες του Διεθνούς Δικαίου που περιλαμβάνονται σε αυτή τη συνθήκη. Συγκεκριμένα, το άρθρο 3 της Σύμβασης προβλέπει ότι κάθε κράτος έχει το κυρίαρχο δικαίωμα να καθορίσει το εύρος των χωρικών υδάτων του έως τα 12 ναυτικά μίλια», επεσήμανε ο Σεργκέι Λαβρόφ αναφορικά με την ένταση μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας σε σχέση με την οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών.

Συμπλήρωσε ωστόσο πως, «την ίδια στιγμή, σε ορισμένες περιπτώσεις οι χώρες για κάποιους λόγους καθορίζουν τα χωρικά ύδατα μικρότερου εύρους. Και όταν προκύπτει το ζήτημα της οριοθέτησης της αιγιαλίτιδας ζώνης μεταξύ των όμορων χωρών, αυτό πρέπει να επιλύεται σύμφωνα με το Διεθνές Δίκαιο».

Σε σχέση με τη θέση της Ρωσίας για το ζήτημα, ο Ρώσος ΥΠΕΞ, υπογράμμισε πως «η Ρωσία τάσσεται υπέρ της διευθέτησης οιονδήποτε διαφορών αποκλειστικά μέσω του πολιτικού διαλόγου, της εκπόνησης των μέτρων εμπιστοσύνης, της αναζήτησης αμοιβαία αποδεκτών λύσεων με βάση τους κανόνες του Διεθνούς Δικαίου».

Σε σχέση με ένα άλλο θέμα που ψύχρανε τη σχέση της Ελλάδας με τη γείτονα τους τελευταίους μήνες, εκείνο της μετατροπής της Αγίας Σοφίας σε τζαμί, ο Σ. Λαβρόφ, σημείωσε ότι «ι ναός της Αγίας Σοφίας αποτελεί μνημείο παγκόσμιας κληρονομιάς της UNESCO, το οποίο ανήκει σε ολόκληρη την ανθρωπότητα, έχει εξαιρετική πολιτιστική και ιστορική αξία, είναι ιερός τόπος για τους Ορθόδοξους πιστούς της χώρας μας και όλου του κόσμου», ενώ πρόσθεσε ότι για τους Ρώσους πολίτες που επισκέπτονται τη Τουρκία, η Αγία Σοφία έχει ιδιαίτερη πνευματική αξία.

«Αναμένουμε ότι η τουρκική πλευρά, όπως μας διαβεβαίωνε επανειλημμένως, θα καθοδηγείται από τις αρχές του αμοιβαίου σεβασμού, θα δώσει την πρέπουσα προσοχή στα αισθήματα των Ορθόδοξων πιστών και θα τηρήσει τις δεσμεύσεις που ανέλαβε για την εφαρμογή όλων των κανόνων και των όρων σε σχέση με το καθεστώς του μνημείου, θα εξασφαλίσει την πλήρη διατήρησή του και την προσβασιμότητα για τους τουρίστες και τους προσκυνητές», ανέφερε κατά τη συνέντευξή του ο  Σ. Λαβρόφ.

Επίσης εξέφρασε τη θέση της Ρωσίας πως η δραστηριότητα της ομάδας παρατηρητών-εμπειρογνωμόνων του Κέντρου της Παγκόσμιας Κληρονομιάς UNESCO και του Διεθνούς Συμβουλίου Μνημείων και Τοποθεσιών (ICOMOS), αποτελεί δράση σημαντική για την αξιολόγηση της κατάστασης του ναού.

Ρωσοτουρκικές σχέσεις

Σε ό,τι αφορά την εμπλοκή της Τουρκίας στη γενικευμένη πολεμική σύρραξη μεταξύ Αρμενίας και Αζερμπαϊτζάν για τη διαφιλονικούμενη περιοχή του Ναγκόρνο-Καραμπάχ, ο Ρώσος ΥΠΕΞ υποστήριξε πως Ρωσία και Τουρκία, εργάζονται για την διευθέτηση των συγκρούσεων σε όλες τις εστίες έντασης. «Την ίδια στιγμή, δεν κρύβουμε, ότι οι θέσεις μας για την επίλυση ορισμένων περιφερειακών αντιπαραθέσεων μπορεί, για αντικειμενικούς λόγους, να διαφέρουν σημαντικά», είπε.

Εξειδικεύοντας τη θέση της Ρωσίας για το ζήτημα, ο Σ. Λαβρόφ επεσήμανε πως «δεν κρύβουμε ότι δεν υποστηρίζουμε τη θέση ότι δήθεν είναι δυνατή και επιτρεπτή η στρατιωτική λύση αυτού του προβλήματος. Θεωρώντας και τους δυο λαούς, όσο τον αρμενικό, τόσο και τον αζέρικο, ως φίλους και αδελφικούς λαούς, δεν μπορούμε να συμμεριζόμαστε τέτοιες επιδιώξεις». Μάλιστα όπως σημείωσε, οι Πρόεδροι της Ρωσίας, των ΗΠΑ και της Γαλλίας, ως επικεφαλής-συμπρόεδροι της Ομάδας του Μινσκ του ΟΑΣΕ «τάχθηκαν ξεκάθαρα υπέρ της αποκλειστικά πολιτικής διευθέτησης. Η “τρόικα” των συμπροέδρων είναι αυτή που αποτελεί το κοινώς αναγνωρισμένο πλαίσιο διαμεσολάβησης, με στόχο την εξεύρεση διεξόδου από αυτήν την παλιά σύγκρουση».

Όπως είπε ο Ρώσος ΥΠΕΞ, στις 10 Οκτωβρίου μετά από τις 11 ώρες συνομιλιών οι Υπουργοί Εξωτερικών της Ρωσίας, του Αζερμπαϊτζάν και της Αρμενίας με συμμετοχή των εκπροσώπων των ΗΠΑ και της Γαλλίας πέτυχαν τη συμφωνία επί της Κοινής Δήλωσης, που προβλέπει την κατάπαυση του πυρός,  καθώς και την επανέναρξη της πλέον ουσιώδους διαπραγματευτικής διαδικασίας. «Προσπαθούμε να πείσουμε τους Τούρκους εταίρους να ασκήσουν την επιρροή τους προς την υποστήριξη αυτής της γραμμής. Είχα σειρά τηλεφωνικών επικοινωνιών για το Ναγκόρνο-Καραμπάχ με τον Υπουργό Εξωτερικών της Τουρκίας Μ.Τσαβούσογλου», σημείωσε ο Σ. Λαβρόφ.

Παράλληλα κάλεσε όλους τους εξωτερικούς «παίκτες» να κάνουν το παν, με σκοπό την αποτροπή της περαιτέρω κλιμάκωσης του στρατιωτικού σεναρίου, τον κατευνασμό των «συναισθημάτων των πλευρών», την εντατικοποίηση της συνεργασίας και εν τέλει τη δημιουργία των συνθηκών για την επανέναρξη της ειρηνευτικής διαδικασίας.

Ο ΥΠΕΞ της Ρωσίας δεν έκρυψε τη διαφορετική προσέγγιση μεταξύ Ρωσίας και Τουρκίας στο θέμα του Ναγκόρνο-Καραμπάχ. Αντίθετα, σε σχέση με τα θετικά αποτελέσματα των ρωσοτουρκικών σχέσεων, έφερε ως παράδειγμα την «ομαλοποίηση της κατάστασης στη Συρία, για την οποία είπε πως «αποτελεί ένα έμπρακτο παράδειγμα μιας καθαρά πραγματιστικής και ουσιώδους συνεργασίας Ρώσων και Τούρκων διπλωματών, στρατιωτικών και ειδικών υπηρεσιών, που βασίζεται στον αμοιβαίο υπολογισμό των συμφερόντων». Ακόμα ανέφερε πως «χάρη στις συνεννοήσεις μας, που επιτεύχθηκαν τόσο στο διμερές, όσο και στο τριμερές (με τη συμμετοχή του Ιράν) πλαίσιο, καταφέραμε να δημιουργήσουμε τον πλέον βιώσιμο σήμερα μηχανισμό διαλόγου – αυτόν της Αστάνα».

Επιπροσθέτως ο Ρώσος ΥΠΕΞ εκτίμησε ότι η ενεργός συνεργασία των δύο χωρών ήταν αυτή που επέτρεψε να αποφασιστεί η παύση εχθροπραξιών στη Συρία, να καθοριστούν οι ζώνες αποκλιμάκωσης, καθώς και να συσταθεί η Συνταγματική Επιτροπή. «Στις προβληματικές περιοχές της Συρίας, όπως το Ιντλίμπ και η περιοχή ανατολικά του Ευφράτη, πραγματοποιούνται κοινές ρώσοτουρκικές περιπολίες, που παίζουν σημαντικό ρόλο στη διατήρηση εκεί της τάξης και της ασφάλειας. Η κοινή δουλειά για την εξουδετέρωση των τρομοκρατικών ομάδων δημιουργεί προϋποθέσεις για τη συνέχιση της πολιτικής διαδικασίας και της επιστροφής των Σύρων προσφύγων στην πατρίδα τους», είπε αναφερόμενος και στο προσφυγικό ζήτημα.

Συνεχίζοντας, ο Σ. Λαβρόφ σημείωσε πως οι Ρώσοι και οι Τούρκοι εμπειρογνώμονες συμβάλλουν αυτή τη στιγμή στην ειρήνευση των αντιμαχόμενων πλευρών και στη Λιβύη. «Με από κοινού προσπάθειες καταφέραμε την κατάπαυση του πυρός και την επαναλειτουργία του βασικού κλάδου της οικονομίας της χώρας – της πετρελαϊκής βιομηχανίας», υποστήριξε, συμπληρώνοντας ακόμα πως «συνεχίζουμε να εργαζόμαστε για την προσέγγιση των διαπραγματευτικών θέσεων των αντιμαχόμενων μερών με στόχο την έναρξη των πολιτικών μεταρρυθμίσεων με βάση τα Ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ και τις αποφάσεις της Διάσκεψης του Βερολίνου».

Βαρώσια

Απαντώντας σε ερώτηση αναφορικά  με τη σημασία της κίνησης της Τουρκίας να ανοίξει τη παραλία των Βαρωσίων στη Κύπρο, πράξη που θεωρήθηκε προκλητική κίνηση και «φιέστα» τόσο από την ελληνική πλευρά όσο και από τη διεθνή κοινότητα η οποία καταδίκασε τη συγκεκριμένη ενέργεια, ο Σ. Λαβρόφ, είπε πως «αναμφίβολα, αυτό το βήμα προκάλεσε τη σοβαρή ανησυχία μας, επειδή, πρώτον, είναι σε αντίθεση με μια σειρά Ψηφισμάτων του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ: 414 (1977), 482 (1980), 550 (1984), 789 (1992) και 2483 (2019), και δεύτερον, οιεσδήποτε μονομερείς ενέργειες εμποδίζουν τη διαμόρφωση της εποικοδομητικής ατμόσφαιρας και δημιουργούν πρόσθετες επιπλοκές στην επανέναρξη των διαπραγματεύσεων για την οριστική διευθέτηση αυτού του παλιού προβλήματος».

Επίσης αναφορικά με την επιστροφή στο τραπέζι της διπλωματίας, υπογράμμισε ότι «είναι γνωστό, στις 9 Οκτωβρίου υπό την προεδρία μας, πραγματοποιήθηκε η ειδική συνεδρίαση του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών, όπου ανακοινώθηκε η Δήλωση του Προέδρου του ΣΑ του ΟΗΕ. Η Ρωσική Ομοσπονδία ως μόνιμο μέλος του Συμβουλίου παραμένει προσηλωμένη στις παραμέτρους επίλυσης, όπως αυτές είναι εγκεκριμένες από τα Ηνωμένα Έθνη, και είναι έτοιμη να συμβάλει στην εφαρμογή τους», σημείωσε επισημαίνοντας ταυτόχρονα πως «προσβλέπουμε στο ότι μετά την ολοκλήρωση των εκλογικών διαδικασιών στο βορρά της Κύπρου και την ομαλοποίηση της επιδημιολογικής κατάστασης στο νησί τα μέρη θα επιστρέψουν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων και θα ασχοληθούν με την αναζήτηση των αμοιβαία αποδεκτών λύσεων».