-γράφει η Μυρτώ Μουζάκη

Τον Απρίλιο του 1994 ξεκινά μία από τις πιο αιματηρές συρράξεις στην ιστορία της Αφρικής, ένα ακόμη περιστατικό από όσα «προσέφερε» η αποικιοκρατία στην ήπειρο. Σε 100 περίπου μέρες, λήγει με σχεδόν ένα εκατομμύριο νεκρούς και δύο εκατομμύρια πρόσφυγες και μένει στην ιστορία ως η γενοκτονία των Τούτσι.

Αφορμή για το ξέσπασμα της σφαγής ήταν η κατάρριψη του αεροπλάνου που μετέφερε τον τότε πρόεδρο της Ρουάντα, Juvenal Habyarimana, πάνω από την πρωτεύουσα της χώρας, το Κιγκάλι, αλλά οι αιτίες της έχθρας των φυλών Χούτου και Τούτσι πάνε πολύ πιο πίσω, με τους ευρωπαίους αποικιοκράτες να έχουν μεγάλη ευθύνη σε αυτό. Η αυθαίρετη χάραξη των συνόρων δημιούργησε εντάσεις σε πολλές χώρες της Αφρικής και η Ρουάντα ήταν μία από αυτές. Η πρακτική του «διαίρει και βασίλευε» που χρησιμοποίησαν οι αποικιοκράτες για να μπορούν να εκμεταλλεύονται με μεγαλύτερη ευκολία τις εύφορες αυτές χώρες, τις άφησε να μετρούν τις πληγές τους και να ζητούν μέχρι και σήμερα την ανάληψη της ευθύνης από τις «πολιτισμένες» χώρες της Δύσης, συνήθως χωρίς ανταπόκριση.

Η Γαλλία τον Μάιο του 2021 ζήτησε συγχώρεση και ανέλαβε μέρος της ευθύνης για τη γενοκτονία της Ρουάντα σε μία πολύ προσεκτικά δομημένη ομιλία του προέδρου Μακρόν, βάζοντας τέλος σε μία συζήτηση για πολεμικές αποζημιώσεις, πριν καν αρχίσει.

Η ιστορία της γενοκτονίας

Εντάσεις μεταξύ των φυλών της Ρουάντα, υπήρχαν πάντα όπως αναφέρει το BBC, αλλά διογκώθηκαν σημαντικά την περίοδο της αποικιοκρατίας. Οι δύο κυριότερες, από άποψη πληθυσμού, ήταν η πλειοψηφία των Χούτου και η μειοψηφία των Τούτσι.

Οι Βέλγοι αποικιοκράτες, έφτασαν στη χώρα το 1916 και έφτιαξαν ταυτότητες διαιρώντας τους ανθρώπους ανάλογα με την εθνικότητά τους. Γρήγορα, θεώρησαν πως οι Τούτσι ήταν ανώτεροι από τους Χούτου και για τα επόμενα 20 χρόνια απολάμβαναν καλύτερες δουλειές, εκπαίδευση και προνόμια. Οι Χούτου αντιδρούσαν και γεννήθηκε μίσος κατά της άλλης φυλής, ξεσπώντας σε σειρά διαδηλώσεων το 1959. Περισσότεροι από 20 χιλιάδες Τούτσι σκοτώθηκαν και ακόμα περισσότεροι εκτοπίστηκαν στις γειτονικές χώρες Μπουρουντί, Τανζανία και Ουγκάντα. Όταν το 1962, οι Βέλγοι αποχώρησαν από τη χώρα, αφού την απομύζησαν και έσπειραν τη διχόνοια, δίνοντάς της την ανεξαρτησία της, οι Χούτου ανέλαβαν την εξουσία και τα επόμενα χρόνια, σε κάθε κρίση, οι Τούτσι ήταν ο αποδιοπομπαίος τράγος.

Λίγα χρόνια πριν την γενοκτονία, με την οικονομική κρίση να χειροτερεύει και τον τότε πρόεδρο της χώρας, Juvenal Habyarimana, να χάνει δημοτικότητα, οι Τούτσι πρόσφυγες στη Ουγκάντα, δημιουργούν το Πατριωτικό Μέτωπο της Ρουάντα (RPF) με επικεφαλής της οργάνωσης τον Paul Kagame, σημερινό πρόεδρο της χώρας. Στόχος του RPF ήταν να γυρίσουν οι Τούτσι πρόσφυγες στις πατρογονικές τους εστίες και να ανατρέψουν τον τότε πρόεδρο της Ρουάντα.

Ο Habyarimana επέλεξε να εκμεταλλευτεί αυτή την απειλή ως μέσο για να ξανακερδίσει τους χαμένους οπαδούς του και όσοι Τούτσι διαμένουν στη χώρα κατηγορούνται πως συνεργάζονται με το RPF. Τον Αύγουστο του 1993, μετά από αρκετές επιθέσεις και μήνες διαπραγματεύσεων, υπογράφεται συμφωνία ειρήνης μεταξύ του Habyarimana και του RPF, αλλά στην πραγματικότητα δεν σταματούν οι αναταραχές. Όταν το αεροπλάνο του προέδρου της χώρας καταρρίπτεται τον Απρίλιο του 1994, ήταν η αρχή του τέλους. Το ποιος σκότωσε τον πρόεδρο της Ρουάντα, και μαζί με αυτόν και τον πρόεδρο του Μπουρουντί και άλλους αξιωματούχους, δεν έχει αποδειχθεί ακόμη.

Στο Κιγκάλι, η προεδρική φρουρά ξεκίνησε αμέσως τη δράση της: ηγέτες της αντιπολίτευσης δολοφονούνται και σχεδόν αμέσως, ξεκινά η σφαγή των Τούτσι και των μετριοπαθών Χούτου. Σύμφωνα με μαρτυρία Χούτου στρατιώτη: «πάντα είχαμε την άδεια να πυροβολήσουμε όποιον Τούτσι βλέπαμε κατά τη διάρκεια περιπολίας, αλλά στις 6 Απριλίου οι εντολές μας έγιναν απολύτως ξεκάθαρες: κάθε Τούτσι έπρεπε να βρεθεί και να σκοτωθεί». Μέσα σε λίγες ώρες, στρατιώτες στέλνονται σε όλη τη χώρα για να πραγματοποιήσουν το οργανωμένο έγκλημα. Οι πρώτοι διοργανωτές περιλαμβάνουν στρατιωτικούς αξιωματούχους, πολιτικούς και επιχειρηματίες, αλλά σύντομα πολλοί απλοί πολίτες εντάσσονται στο χάος.

Οι οργανωμένες συμμορίες κυβερνητικών στρατιωτών και πολιτοφυλακών επιτίθενται στον πληθυσμό Τούτσι με μαχαίρια ή τους ανατινάζουν σε εκκλησίες όπου έχουν καταφύγει. Το εξτρεμιστικό εθνοτικό καθεστώς Χούτου που ανέλαβε την εξουσία το 1994 φαίνεται πραγματικά να πιστεύει ότι ο μόνος τρόπος με τον οποίο θα μπορούσε να παραμείνει στην εξουσία είναι να εξαλείψει εντελώς την εθνικότητα των Τούτσι.

Οι περισσότεροι από τους νεκρούς ήταν Τούτσι και οι περισσότεροι από αυτούς που διέπραξαν τη βία ήταν Χούτου. Στρατιώτες και αστυνομικοί ενθαρρύνουν τους απλούς πολίτες να συμμετάσχουν. Σε ορισμένες περιπτώσεις, άμαχοι Χούτου αναγκάζονται από στρατιωτικούς να δολοφονήσουν γείτονές τους Τούτσι. Στους συμμετέχοντες στη σφαγή δίνονται κίνητρα όπως χρήματα ή φαγητό και σε κάποιους ειπώθηκε πως θα μπορούσαν να αναλάβουν την περιουσία των Τούτσι που σκότωσαν.

Τα περισσότερα στρατεύματα του ΟΗΕ αποσύρονται μετά τη δολοφονία 10 στρατιωτών και οι προσπάθειες του Οργανισμού να διαπραγματευτούν μία ανακωχή πέφτουν στο κενό. Η Ρουάντα εγκαταλείπεται από τη διεθνή κοινότητα.

Οι δύο φυλές έχουν την ίδια γλώσσα, ίδιες παραδόσεις και ζουν στον ίδιο τόπο, αλλά οι Τούτσι είναι πιο ψηλοί και αδύνατοι από τους Χούτου και λέγεται πως έχουν καταγωγή από την Αιθιοπία. Κατά τη διάρκεια της γενοκτονίας, τα πτώματα των Τούτσι τα πετούσαν στα ποτάμια με τους δολοφόνους τους να λένε ότι τους στέλνουν πίσω στην Αιθιοπία.

Με τις σφαγές ξεκληρίζονται ολόκληρες οικογένειες. Εκατοντάδες Τούτσι κρύβονται όπου μπορούν, αλλά οι Χούτου δρουν γρήγορα και αποτελεσματικά με μόνο στόχο να σκοτώσουν όσους περισσότερους μπορούν. Δεν γλιτώνουν και οι μετριοπαθείς Χούτου που προσπαθούν να βοηθήσουν ή να κρύψουν τους πρώην γείτονές τους, Τούτσι.

Μία επιζήσασα γυναίκα περιγράφει πως είναι η μόνη από τη δωδεκαμελή οικογένειά της που επιβίωσε. Η μητέρα της με τα αδέρφια της εκτελέστηκαν σε ένα σπίτι που κρυβόντουσαν και ο πατέρας της δολοφονήθηκε από τους Χούτου γείτονες και φίλους του: «Αυτή είναι μία φωτογραφία του πατέρα μου πριν τη γενοκτονία. Είναι περιτριγυρισμένος από τους Χούτου φίλους του. Πίνουν μπύρα και συζητάνε. Τον θεωρούσαν πάντα καλό άνθρωπο. Ερχόντουσαν στο σπίτι μας και μας έλεγαν καλά λόγια. Έλεγαν πόσο καλά παιδιά ήμασταν εγώ και οι αδερφές μου και ότι μία μέρα θα μας πάντρευαν με τους γιους τους. Πολλοί από αυτούς αργότερα βοήθησαν στο να σκοτωθεί η οικογένειά μου».

 

Δείτε αυτή τη δημοσίευση στο Instagram.

 

Η δημοσίευση κοινοποιήθηκε από το χρήστη Humans of New York (@humansofny)

Τελικά, τον Ιούλιο του 1996, το RPF καταλαμβάνει το Κιγκάλι και η κυβέρνηση ανατρέπεται ολοσχερώς. Με την ανακωχή και αφού γίνεται ξεκάθαρο πως το RPF είναι νικηφόρο, περίπου δύο εκατομμύρια Χούτου φεύγουν στο Ζαΐρ (σημερινή Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό). Μέσα σε αυτούς τους πρόσφυγες περιλαμβάνονται πολλοί που ενεπλάκησαν στις σφαγές.

Αρχικά, στη Ρουάντα, δημιουργήθηκε μία πολυεθνική κυβέρνηση με έναν Χούτου, τον Pasteur Bizimungu, ως πρόεδρο και τον Paul Kagame, ως αντιπρόεδρο. Λίγο καιρό αργότερα ο Bizimungu φυλακίζεται με την κατηγορία της υποκίνησης εθνοτικής βίας και πρόεδρος γίνεται ο Kagame, μέχρι και σήμερα.

Αν και η γενοκτονία στη Ρουάντα τελείωσε, η παρουσία πολιτοφυλακών Χούτου στο Κονγκό οδήγησε σε χρόνια συγκρούσεων εκεί, προκαλώντας έως και πέντε εκατομμύρια θανάτους καθώς η σημερινή κυβέρνηση Τούτσι, εισέβαλε δύο φορές στον πολύ μεγαλύτερο γείτονά της, θέλοντας να εξαλείψει τις δυνάμεις του Χούτου.

Η Ρουάντα προσπαθεί να κλείσει τις πληγές της

Σε συνέντευξή του το 2018 στον Αμερικάνο φωτογράφο Brandon Stanton, ο πρόεδρος της Ρουάντα ήταν εμφανώς ενωτικός. «Πώς επιδιώκεις τη δικαιοσύνη όταν το έγκλημα είναι τόσο μεγάλο;» αναρωτιέται και προσθέτει «Ίσως δεν φαίνεται δυνατό για ένα έθνος να αναρρώσει από τη γενοκτονία τόσο γρήγορα. Κάποιοι μπορεί να πιστεύουν ότι η συμφιλίωσή μας είναι επιφανειακή. Αλλά είναι κάτι βαθύτερο από αυτό». Καταλήγει ότι δε ζητά από τους ανθρώπους να ξεχάσουν, αλλά να εξετάσουν τους τρόπους με τους οποίους είναι μία φυλή και να είναι περήφανοι που είναι κάτοικοι της Ρουάντα.

 

Δείτε αυτή τη δημοσίευση στο Instagram.

 

Η δημοσίευση κοινοποιήθηκε από το χρήστη Humans of New York (@humansofny)

«Υπήρχε ένα τεράστιος γρίφος μετά τη γενοκτονία. Πώς επιδιώκεις τη δικαιοσύνη όταν το έγκλημα είναι τόσο μεγάλο; Δεν μπορεί να χάθηκαν ένα εκατομμύριο άτομα σε εκατό ημέρες χωρίς ίσο αριθμό δραστών. Αλλά δεν μπορούμε επίσης να φυλακίσουμε ένα ολόκληρο έθνος. Έτσι, η συγχώρεση ήταν ο μόνος δρόμο προς τα εμπρός. Ζητήθηκε από τους επιζώντες να συγχωρήσουν και να ξεχάσουν. Η θανατική ποινή καταργήθηκε. Επικεντρώσαμε τη δικαιοσύνη μας στους διοργανωτές της γενοκτονίας. Εκατοντάδες χιλιάδες δράστες αποκαταστάθηκαν και απελευθερώθηκαν πίσω στις κοινότητές τους. Αυτές οι αποφάσεις ήταν ενοχλητικές. Αμφέβαλα συνεχώς για τον εαυτό μου. Αλλά κάθε φορά αποφάσιζα ότι το μέλλον της Ρουάντα ήταν πιο σημαντικό από τη δικαιοσύνη. Ήταν ένα τεράστιο βάρος για τους επιζώντες. Και ίσως το βάρος ήταν πολύ μεγάλο. Μια μέρα κατά τη διάρκεια μίας τελετής, με πλησίασε ένας επιζών. Ήταν πολύ φορτισμένος. «Γιατί μας ζητάτε να συγχωρήσουμε;» με ρώτησε. «Δεν υποφέραμε αρκετά; Δεν ήμασταν η αιτία αυτού του προβλήματος. Γιατί πρέπει να παρέχουμε τη λύση;» Αυτές ήταν πολύ δύσκολες ερωτήσεις. Σιώπησα για ώρα. Τότε του είπα: «Λυπάμαι πολύ. Έχεις δίκιο. Ζητώ πάρα πολλά από εσάς. Αλλά δεν ξέρω τι να ρωτήσω τους δράστες. Η “συγγνώμη” δεν θα φέρει πίσω ζωές. Μόνο η συγχώρεση μπορεί να θεραπεύσει αυτό το έθνος. Το βάρος βαρύνει τους επιζώντες γιατί είναι οι μόνοι που έχουν κάτι να δώσουν»

«Ίσως δεν φαίνεται δυνατό για ένα έθνος να αναρρώσει από τη γενοκτονία τόσο γρήγορα. Κάποιοι μπορεί να πιστεύουν ότι η συμφιλίωσή μας είναι επιφανειακή. Αλλά είναι κάτι βαθύτερο από αυτό. Αν ήμασταν πραγματικά ένα έθνος που υποκρινόμαστε, η πρόοδός μας θα ήταν αδύνατη. Το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ρουάντα αυξήθηκε σχεδόν 500% από τη γενοκτονία. Και καταλαβαίνω ότι τα οικονομικά μπορεί να φαίνονται σαν ένα άτοπο θέμα, αλλά πρέπει να σκεφτείτε τι αντιπροσωπεύει. Αντιπροσωπεύει τους κατοίκους της Ρουάντα που εργάζονται από κοινού. Και εμπορεύονται μαζί. Και εμπιστεύονται ο ένας τον άλλον. Αντιπροσωπεύει τη συναίνεση ότι το καλύτερο μέλλον μας είναι κοινό. Χωρίς αληθινή συμφιλίωση, δεν θα φτάσαμε ποτέ τόσο μακριά. Υπάρχουν φυλές στη Ρουάντα; Φυσικά. Θα υπάρχουν πάντα διαιρέσεις μεταξύ μας. Δεν μπορώ να ζητήσω από τους ανθρώπους να ξεχάσουν αυτά τα πράγματα. Αλλά τους λέω: «Εξετάστε τους τρόπους με τους οποίους είμαστε μία φυλή. Όλοι μιλάμε μία γλώσσα. Όλοι έχουμε την ίδια κουλτούρα, χορούς και συμπεριφορές. Γι’ αυτό να είστε περήφανοι για το ποιοι είστε. Αλλά επίσης να είστε περήφανοι που είστε κάτοικοι της Ρουάντα. Γιατί είναι κάτι που όλοι μας είμαστε»

Ο Paul Kagame, ανέλαβε την ηγεσία της χώρας από το 1994 μέχρι σήμερα και μπορεί να έχει δημιουργήσει ένα «success story» αλλά δεν είναι λίγοι όσοι κάνουν λόγο για δικτατορία στη Ρουάντα. Ο πρόεδρος άλλαξε το σύνταγμα της χώρας του έτσι ώστε να μπορεί να παραμείνει στην εξουσία μέχρι και το 2034 και ασκεί πολύ αυταρχικό έλεγχο στον Τύπο της Ρουάντα, καλλιεργώντας μία εξιδανικευμένη εικόνα για τον εαυτό του. Παράλληλα, έχει κατηγορηθεί πως βρίσκεται πίσω από τις δολοφονίες Χούτου στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κογκό. Οι δυτικές χώρες όμως όχι μόνο σιωπούν, αλλά τον εξαίρουν για την κατάσταση της χώρας σήμερα. Μπορεί κανείς να πει πως ένας λόγος που συμβαίνει αυτό είναι οι ενοχές που νιώθει η Δύση για τον ρόλο της στη γενοκτονία.

Ο ρόλος της Γαλλίας στη γενοκτονία

Κατά τη διάρκεια της προεδρίας του Χούτου προέδρου Habyarimana, η Γαλλία διατηρεί στενές σχέσεις με τον ίδιο και θεωρεί το RPF ως μία «συνωμοσία» για να εδραιωθεί η επιρροή της Αγγλίας στη Ρουάντα. Σύμφωνα με μία έκθεση που μελέτησε μαρτυρίες 638 ανθρώπων, και επιζώντων και δραστών: «Οι γαλλικές αρχές συνειδητά βοήθησαν και συνέπραξαν αυτό που συνέβη εκπαιδεύοντας την πολιτοφυλακή Χούτου και σχεδιάζοντας στρατηγική για τις ένοπλες δυνάμεις της Ρουάντα. Εκπαίδευση και χρηματοδότηση δόθηκε επίσης στις υπηρεσίες πληροφοριών της Ρουάντα σχετικά με τον τρόπο δημιουργίας μιας βάσης δεδομένων που χρησιμοποιήθηκε αργότερα για τη σύνταξη μιας «λίστας θανάτου» των Τούτσι. Οι πιο συγκλονιστικοί ισχυρισμοί προέρχονται από επιζώντες που ισχυρίζονται ότι οι Γάλλοι στρατιώτες συμμετείχαν στις σφαγές του Τούτσι. Αυτοί οι στρατιώτες ήταν μέρος της Επιχείρησης Τιρκουάζ, μιας γαλλικής στρατιωτικής επέμβασης τον Ιούνιο του 1994, μιας φαινομενικά ανθρωπιστικής αποστολής που είχε την υποστήριξη του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ».

«Η επιχείρηση Τιρκουάζ προστάτευε τους δολοφόνους όταν η γενοκτονία είχε σχεδόν τελειώσει», υποστηρίζει το 2019 στη Deutsche Welle ο υπουργός εξωτερικών της Ρουάντα, Olivier Nduhungirehe.

Αυτή η επιχειρηματολογία έχει και στη Γαλλία εξέχουσα απείχηση, σύμφωνα με το ίδιο άρθρο. Ο Guillaume Ancel, βετεράνος του γαλλικού στρατού που υπηρέτησε στη Ρουάντα, δημοσίευσε τα απομνημονεύματά του το 2018 με τον τίτλο: «Ρουάντα, la fin du silent» (Ρουάντα, ένα τέλος στη σιωπή) Η γνώμη του: ότι η Γαλλία απεικόνισε τη στρατιωτική της επιχείρηση ως ανθρωπιστική αποστολή προκειμένου να κρύψει την υποστήριξή της στις γενοκτονίες.

Η μη κυβερνητική οργάνωση Survie, η οποία συχνά επικρίνει αυτό που αποκαλεί «νεοαποικιακές» προσπάθειες της Γαλλίας, το προχωρά ακόμα πιο πέρα. Λέει ότι η Γαλλία έπαιξε ενεργό ρόλο στη γενοκτονία συνεχίζοντας να οπλίζει τους δράστες σε μια εποχή που υπήρχαν αρκετές ενδείξεις σχεδιαζόμενων δολοφονιών. Η Survie στηρίζει τα επιχειρήματά της σε δημόσια διαθέσιμα έγγραφα από τότε.

Με 25 χρόνια καθυστέρηση η «συγγνώμη»

Στις 28 Μαΐου 2021, ο πρόεδρος της Γαλλίας Εμανουέλ Μακρόν, σε μία προσπάθεια να αναθερμάνει τις σχέσεις των δύο χωρών που βρίσκονταν στον πάγο στάθηκε μπροστά από τις σημαίες της Γαλλίας και της Ρουάντα, στο Κιγκάλι και ζήτησε συγγνώμη, αλλά με αστερίσκους για τον ρόλο της χώρας του στη γενοκτονία. Ο Μακρόν αναγνώρισε πως η χώρα του «είχε έναν ρόλο, μια ιστορία και μια πολιτική ευθύνη στη Ρουάντα», αλλά δεν ανέλαβε όλη την ευθύνη που αναλογεί στη Γαλλία: «Οι φονιάδες που ξεχύθηκαν στους βάλτους, τους λόφους, τις εκκλησίες δεν είχαν το πρόσωπο της Γαλλίας. Το αίμα που κύλησε δεν ατίμασε τα όπλα της ούτε τα χέρια των στρατιωτών της».

Η πρώτη επίσκεψη Γάλλου προέδρου στη Ρουάντα μετά τη γενοκτονία του 1994, είχε γίνει πάνω από δέκα χρόνια πριν, με τον Νικολά Σαρκοζί το 2010. Αφορμή για την επίσκεψη του Μακρόν, ήταν το πόρισμα εξεταστικής επιτροπής που στελεχώθηκε από ιστορικούς και συγκροτήθηκε από το γαλλικό κράτος. Τα τελευταία 27 χρόνια η Γαλλία αρνούνταν ότι εμπλεκεται στη γενοκτονία παρα τις διαρκείς καταγγελίες. Τον Απρίλιο του 2021, η Κυβέρνηση Μακρόν, για να αντιμετωπιστούν αυτές οι κατηγορίες, έδωσε εντολή να ανοίξουν τα αρχεία του τότε Προέδρου Φρανσουα Μιτεράν και του τότε πρωθυπουργού, Εντουαρ Μπαλαντίρ, τα οποία πέρασαν στα χέρια ιστορικών. Η έκθεση 1200 σελίδων που προέκυψε αποδεικνυει ότι οι Γάλλοι είχαν από νωρίς και σε επίπεδο κορυφής ενημερωθεί για την έναρξη της γενοκτονίας. Στο πόρισμα διαπιστώθηκε ότι η αποικιοκρατική νοοτροπία τύφλωσε του Γάλλους αξιωματικούς, που είχαν καλές σχέσεις με την κυβέρνηση των Χούτου, στην κρίση της Ρουάντας και ότι η τότε κυβέρνηση, έφερε «σοβαρή και συντριπτική ευθύνη» για την τροπή που πήρε η σφαγή.

Ο Μακρόν δήλωσε πως ελπίζει στη συγχώρεση του λαού της Ρουάντα επιδιώκοντας να επαναφέρει τις σχέσεις των δύο χωρών μετά από χρόνια κατηγοριών της Ρουάντα ότι η Γαλλία είχε συμμετοχή στις φρικαλεότητες του 1994. «Μόνο εκείνοι που πέρασαν εκείνη τη νύχτα μπορούν ίσως να συγχωρήσουν, και έτσι να δώσουν το χάρισμα της συγχώρεσης», δήλωσε στο μνημείο γενοκτονίας στο Κιγκάλι, όπου έχουν ταφεί περισσότερα από 250.000 θύματα. Σειρές κρανίων βρίσκονται σε μαζικό τάφο και τα ονόματα των θυμάτων είναι γραμμένα σε μαύρο τοίχο.

Η Γαλλία «έχει ένα χρέος: να κοιτάξει την Ιστορία κατά πρόσωπο και να αναγνωρίσει το μερίδιό της για τα δεινά στα οποία υπέβαλε τον λαό της Ρουάντα θέτοντας για πάρα πολύ καιρό την σιωπή πάνω από την αναζήτηση της αλήθειας», είπε ο Εμανουέλ Μακρόν και προσέθεσε: «Θέλοντας να εμποδίσει μία τοπική σύρραξη ή έναν εμφύλιο πόλεμο, παρέμενε ντε φάκτο στο πλευρό ενός γενοκτονικού καθεστώτος. Αγνοώντας τις προειδοποιήσεις των πλέον νηφάλιων παρατηρητών, η Γαλλία αναλάμβανε μία συντριπτική ευθύνη σε μία αλυσίδα που κατέληξε στο χειρότερο, την ώρα που πρόθεσή της ήταν ακριβώς η αποφυγή του».

Παράλληλα, τόνισε την ανάγκη να δικαστούν οι ύποπτοι για τα εγκλήματα: «Αναγνώριση του παρελθόντος σημαίνει επίσης την συνέχιση του έργου της δικαιοσύνης. Με την ανάληψη της δέσμευσης ότι κανείς ύποπτος για εγκλήματα γενοκτονίας δεν θα μπορέσει να ξεφύγει από το έργο των δικαστών» και σημείωσε: «Επομένως ταπεινά και με σεβασμό είμαι δίπλα σας σήμερα και καταλαβαίνω την έκταση των ευθυνών μας»

Οι δηλώσεις του Μακρόν ήταν ιδιαιτέρως προσεκτικές. Η Γαλλία ζητά τη συγχώρεση, αλλά τονίζει πως δεν ήταν οι στρατιώτες της που έκαναν τις σφαγές. Με τις χώρες της Αφρικής να έχουν αρχίσει να μιλούν για πολεμικές αποζημιώσεις, ο Μακρόν τεχνιέντως απέφυγε να αναλάβει η χώρα του την ευθύνη της γενοκτονίας, αφού, αν αναγνωριστεί νομικά η ευθύνη της Γαλλίας, θύματα και συγγενείς τους θα μπορούν να προσφύγουν σε διεθνή δικαστήρια.

Ο Πρόεδρος της Ρουάντα Paul Kagame ωστόσο, φάνηκε ευχαριστημένος και επαίνεσε την «αξιοσημείωτη, ανεξάρτητη» έκθεση λέγοντας ότι άνοιξε την πόρτα για την ομαλοποίηση των σχέσεων. Χαιρέτισε επίσης την ομιλία του Μακρόν, λέγοντας σε κοινή συνέντευξη Τύπου αργότερα ότι «τα λόγια του ήταν πιο ισχυρά από μια συγγνώμη».

Ο Kagame είπε ότι ο Μακρόν αντιμετώπισε τον ρατσισμό και υπογράμμισε την προθυμία της Ρουάντα να επαναφέρει τις σχέσεις της με τη Γαλλία, λέγοντας «αυτή η επίσκεψη αφορά το μέλλον, όχι το παρελθόν. Θέλω να πιστεύω σήμερα ότι αυτή η προσέγγιση είναι μη αναστρέψιμη».

Προτού αποχωρήσει από το Κιγκάλι, ο Μακρόν υποσχέθηκε ότι θα ορίσει σύντομα νέο πρεσβευτή της χώρας του στη Ρουάντα (η θέση παραμένει κενή από το 2015), ενώ κατά τη διάρκεια της παραμονής του υπεγράφη συμφωνία για γαλλικό δάνειο ύψους 60 εκατoμμυρίων ευρώ για την προμήθεια εμβολίων και τη βελτίωση της κοινωνικής προστασίας.