Το 2011, με αφορμή την έκδοση της αλληλογραφίας της Rosa Luxemburg στα Αγγλικά από τον εκδοτικό οίκο Verso Books, (The Letters of Rosa Luxemburg, επιμ. Georg Adler, Peter Hudis & Annelies Laschitza) η φιλόσοφος Jacqueline Rose έγραφε ότι δεν υπάρχει κανείς που να καταγράφει καλύτερα το πνεύμα της επανάστασης από τη Rosa Luxemburg. Σήμερα, έξι χρόνια μετά και στην εκπνοή του έτους όπου συμπληρώνονται εκατό χρόνια από την Οκτωβριανή Επανάσταση, αυτή η φράση μοιάζει πιο επίκαιρη από ποτέ. Ας επιστρέψουμε, λοιπόν, κι εμείς στη Rosa Luxemburg.
 
Μια σύντομη γεμάτη ζωή

Η Rosa Luxemburg, Πολωνή μαρξίστρια φιλόσοφος και επαναστάτρια, γεννήθηκε στις 5 Μαρτίου του 1871 σε μια εβραϊκή οικογένεια χαμηλής μεσαίας τάξης στο Zamość, πόλη της νοτιοανατολικής Πολωνίας, που ήταν τότε τμήμα της Ρωσικής Αυτοκρατορίας. Η οικογένειά της μετακόμισε στη Βαρσοβία όταν η Luxemburg ήταν δύο ετών, και τρία χρόνια αργότερα, στην ηλικία των πέντε, μια λάθος διάγνωση παιδικής ασθένειας την άφησε κουτσή από το ένα πόδι για την υπόλοιπη ζωή της. Προσχώρησε στο πολωνικό αριστερό Κόμμα των Προλετάριων και άλλες αντιστασιακές οργανώσεις από πολύ μικρή ηλικία. Όταν ενηλικιώθηκε έφυγε από την Πολωνία κρυμμένη κάτω από τα άχυρα στο κάρο ενός αγρότη, για να αποφύγει την φυλάκιση στην οποία είχαν οδηγηθεί πολλοί από τους ριζοσπάστες συντρόφους της. Κατέληξε στην Ελβετία και γράφτηκε στο Πανεπιστήμιο της Ζυρίχης για να σπουδάσει φιλοσοφία, πολιτική, οικονομικά και δίκαιο. Το 1897 υποστήριξε με επιτυχία τη διδακτορική της διατριβή υπό τον τίτλο «Η Βιομηχανική Ανάπτυξη της Πολωνίας», καθιστώντας την τη μόνη γυναίκα με διδακτορικό στη Ζυρίχη εκείνη την εποχή.

Το 1893 η Luxemburg, μαζί με τον φίλο της και Μαρξιστή επαναστάτη Leo Jogiches, ίδρυσαν το Πολωνικό Σοσιαλιστικό Δημοκρατικό Κόμμα, που επρόκειτο να γίνει ο πυρήνας του μεταγενέστερου Πολωνικού Κομμουνιστικού Κόμματος. Αντιτιθέμενη τόσο στις εθνικιστικές τακτικές του Πολωνικού Σοσιαλιστικού Κόμματος όσο και, ως γνωστόν, στη θεωρία του Vladimir Lenin για την εθνική αυτοδιάθεση, η εχθρότητά της προς τον εθνικισμό και η προσήλωσή της στον διεθνισμό υπήρξε αδιαπραγμάτευτη. Για τη Luxemburg, ο εθνικισμός ήταν ανάχωμα στον ταξικό αγώνα που διευκολύνει το αφήγημα της μπουρζουαζίας.

Αφού παντρεύτηκε σε λευκό γάμο τον Gustav Lubeck για να αποκτήσει γερμανική υπηκοότητα, η Rosa Luxemburg μετανάστευσε στη Γερμανία το 1898. Συμμετείχε στο Σοσιαλιστικό Δημοκρατικό Κόμμα της Γερμανίας και εναντιώθηκε στα μέλη του που υποστήριζαν την αναμόρφωσή του σοσιαλισμού μέσω του κοινοβουλευτισμού, υποστηρίζοντας τον κλασικό μαρξισμό και την αναγκαιότητα της επανάστασης. Μερικά χρόνια αργότερα, πήγε πίσω στη Βαρσοβία για να συμμετάσχει στη Ρωσική Επανάσταση του 1905 όπου και τη συνέλαβαν και τη φυλάκισαν. Σημαντικά επηρεασμένη από αυτή την εμπειρία, υποστήριξε το εργαλείο της μαζικής απεργίας σαν το αυθόρμητο αποτέλεσμα των «αντικειμενικών συνθηκών» που θα ριζοσπαστικοποιήσουν την εργατική τάξη και θα προάγουν την επανάσταση. Για άλλη μια φορά, εναντιώθηκε στο επιχείρημα του Lenin για την ανάγκη μιας σφιχτά οργανωμένης κομματικής δομής που θα οδηγήσει στον ταξικό αγώνα, υποστηρίζοντας, αντίθετα, τον αυθορμητισμό, ότι δηλαδή ο ίδιος ο αγώνας μπορεί να οδηγήσει στην οργάνωση των μαζών.

Όταν ξέσπασε ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος και το Σοσιαλιστικό Δημοκρατικό Κόμμα υποστήριξε τη γερμανική κυβέρνηση, η Luxemburg αποχώρησε και, μαζί με τον Karl Liebknecht και άλλους, ίδρυσαν τη Σπαρτακιστική Ομοσπονδία. Εναντιώθηκαν στον πόλεμο που είχε ως βάση του το εθνικό συμφέρον και υποστήριξαν τη δημιουργία μιας ισχυρής διεθνιστικής τάσης που θα εμπόδιζε τέτοιες εκφράσεις μαζικής βίας προς όφελος της μπουρζουαζίας. Μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση του 1917, στα τέλη του Δεκέμβρη του 1918, η Luxemburg και ο Liebknecht ίδρυσαν το Γερμανικό Κομμουνιστικό Κόμμα. Η Luxemburg προσπάθησε, όμως να περιορίσει την επιρροή του μπολσεβικισμού στο κόμμα, επειδή διαφωνούσε με τον Lenin τόσο ως προς τη στάση του για την αυτοδιάθεση των εθνών όσο και με τις απολυταρχικές πρακτικές του, όπως, για παράδειγμα την καταστολή της Συντακτικής Συνέλευσης. Η Rosa Luxemburg ήταν, αντίθετα, θερμός υποστηρικτής της δημοκρατίας που επικροτούσε, όμως, τους μπολσεβίκους που τόλμησαν να τελέσουν την επανάσταση.

Ως συνέπεια μιας κομμουνιστικής εξέγερσης στο Βερολίνο τον Ιανουάριο του 1919 στην οποία έλαβαν μέρος η Luxemburg και ο Liebknecht, η σοσιαλδημοκρατική ηγεσία διέταξε τα γερμανικά τάγματα εφόδου Freikorps, δηλαδή τις παραστρατιωτικές οργανώσεις εθελοντών και κυρίως βετεράνων πολέμου που αποτέλεσαν αργότερα δεξαμενή στρατολόγησης μελών του ναζιστικού κόμματος από τον Hitler, να την καταστείλουν. Η Luxemburg πιάστηκε, βασανίστηκε και εκτελέστηκε στις 15 Ιανουαρίου 1919.

Μετά τον θάνατό της, ενώ ο Stalin προσπάθησε να τη δυσφημήσει επειδή επινόησε «ένα ουτοπικό και ημι-Μενσεβικικό σχήμα διαρκούς επανάστασης» που «μεταμορφώθηκε σε ένα όπλο του αγώνα ενάντια στον Λενινισμό» (Μερικά Ερωτήματα για την Ιστορία του Μπολσεβικισμού, 1931), τόσο ο Lenin όσο και ο Trotsky επαίνεσαν τη ζωή της, τα έργα της, και την κληρονομιά που άφησε στο διεθνές εργατικό κίνημα.
 
Το γυναικείο ζήτημα

Ένας από τους μύθους για τη Luxemburg είναι ότι δεν ενδιαφέρθηκε ποτέ για το «γυναικείο ζήτημα», ή, ακόμα, ότι ήταν ενάντια στον φεμινισμό. Αυτό, όμως, δεν είναι αλήθεια. Πολύ καλή φίλη της Luxemburg από το 1898 και μετά ήταν η Clara (ή Klara) Zetkin, Μαρξίστρια ακτιβίστρια των δικαιωμάτων των γυναικών η οποία συμμετείχε τον Απρίλιο του 1909 στη διεθνή διαμαρτυρία για το δικαίωμα ψήφου των γυναικών στο Λονδίνο ως μέλος του Διεθνούς Κινήματος Προλετάριων Γυναικών. Στην Zetkin, μάλιστα, απευθύνει το τελευταίο σωζόμενο γράμμα της στις 11 Ιανουαρίου 1919, τέσσερεις μέρες πριν πεθάνει. Διαβάζουμε από αυτό:

Αγαπημένη μου Klara,
 
Έλαβα σήμερα το λεπτομερές γράμμα σου και επιτέλους κατάφερα να το διαβάσω με ησυχία και, ακόμα πιο απίστευτο, να σου απαντήσω. Είναι αδύνατο να σου περιγράψω τον τρόπο που ζούμε εγώ —και όλοι μας— για εβδομάδες, την οχλαγωγία, την αναταραχή, τη συνεχή αλλαγή χώρων διαβίωσης, τις ατέλειωτες αναφορές γεμάτες φόβο και κίνδυνο, και, ενδιαμέσως, την ένταση της δουλειάς, των συνεδρίων κλπ κλπ. Κυριολεκτικά, δεν έβρισκα τον χρόνο να σου γράψω. Ήρθα στο σπίτι μου μόλις τώρα και θα ξαναέρθω μετά για λίγες ώρες τη νύχτα. Ίσως απόψε να καταφέρω να γράψω αυτό το γράμμα. Μόνο που δεν ξέρω από πού ν’ αρχίσω, έχω τόσα πολλά να σου πω. […]

Η πρώτη μου σκέψη όταν διάβασα το γράμμα και το τηλεγράφημά σου για το ερώτημα των εκλογών ήταν να σου στείλω ένα τηλεγράφημα: Έλα εδώ, όσο πιο γρήγορα μπορείς. Είμαι σίγουρη ότι αν έμενες μια βδομάδα και συμμετείχες με άμεσο τρόπο στις δραστηριότητές μας θα ήταν αρκετό για να εδραιώσουμε απόλυτη άνεση μεταξύ μας με κάθε τρόπο. Τώρα, όμως, είμαι υποχρεωμένη να σου πω το αντίθετο: Περίμενε λίγο ακόμα πριν να έρθεις εδώ, μέχρι να έχουμε ξανά πιο ήσυχες μέρες, σε κάποιο βαθμό […] Ελπίζω σε μια εβδομάδα πάνω κάτω να έχει ξεκαθαρίσει η κατάσταση προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση και οι κανονικοί ρυθμοί δουλειάς να είναι πάλι εφικτοί. Τότε, η μετακόμισή σου εδώ θα ήταν η αρχή μιας συστηματικής συνεργασίας στην πορεία της οποίας η αμοιβαία συμφωνία και η κοινή κατανόηση θα έρθουν αυτόματα. […]

Συνολικά, το κίνημά μας αναπτύσσεται υπέροχα και παντού στη Γερμανία. Η απόσχιση από το Σοσιαλιστικό Δημοκρατικό Κόμμα έγινε απόλυτα αναπόφευκτη για πολιτικούς λόγους, διότι ακόμα και αν οι άνθρωποι είναι ακόμα ίδιοι όπως στη Gotha [το μέρος όπου έλαβε χώρα το ιδρυτικό συνέδριο του Σοσιαλιστικού Δημοκρατικού Κόμματος τον Απρίλιο του 1917], η κατάσταση έχει γίνει εντελώς διαφορετική.

Οι σοβαρές πολιτικές κρίσεις που ζήσαμε εδώ στο Βερολίνο κατά τη διάρκεια των προηγούμενων δυο εβδομάδων ή και παραπάνω έχουν φράξει τον δρόμο για τη συστηματική οργανωτική δουλειά της εκπαίδευσης των νέων μελών μας αλλά, ταυτόχρονα, αυτά τα γεγονότα είναι φοβερό σχολείο για τις μάζες. Και τελικά, πρέπει κανείς να δέχεται την ιστορία ενώ έρχεται, ό,τι πορεία κι αν ακολουθήσει. […] Αυτή τη στιγμή, οι μάχες στο Βερολίνο συνεχίζονται. Πολλοί από τους γενναίους συντρόφους μας έπεσαν [στο πεδίο της μάχης]. Ο Meyer, ο Ledebout και (φοβόμαστε) ο Leo [Jogiches] έχουν συλληφθεί.

Για σήμερα, πρέπει να βάλω μια τελεία.
 
Σε ασπάζομαι χίλιες φορές, η R. σου.

Θα έλεγε κανείς ότι αυτό το τελευταίο γράμμα της Luxemburg είναι συνταρακτικό. Ο βιαστικός, αποσπασματικός και αγχωτικός τόνος του δρουν συμπληρωματικά προς την περιγραφή της εμπειρίας στο Βερολίνο εκείνες τις μέρες. Παρά την αναταραχή και το χάος, ή ίσως εξαιτίας αυτών, η Luxemburg συνοψίζει σε μια φράση μία από τις βασικότερες συμβολές της στη μαρξιστική ιστοριογραφία ως προς τη στάση του προλετάριου απέναντι στην επανάσταση, τη σημασία του αβέβαιου, του αυθόρμητου, του μη δογματικού: «Και τελικά, πρέπει κανείς να δέχεται την ιστορία ενώ έρχεται, ό,τι πορεία κι αν ακολουθήσει».

Ταυτόχρονα, ο φιλικός και εμπιστευτικός χαρακτήρας της επιστολής υπογραμμίζει την κοντινή σχέση μεταξύ Luxemburg και Zetkin και γίνεται αφορμή για να ξεδιπλώσουμε τη σχέση της πρώτης με το «γυναικείο ζήτημα». Σχεδόν επτά χρόνια πριν από αυτό το γράμμα, τον Μάιο του 1912, η Luxemburg είχε δώσει μια διάλεξη στο Δεύτερο Σοσιαλιστικό Δημοκρατικό Συλλαλητήριο των Γυναικών που εκδόθηκε ύστερα σε μια συλλογή δοκιμίων από την Zetkin. Σε αυτό το κείμενο έκανε προφητική κριτική στην προοπτική να αποκτήσουν οι γυναίκες της αστικής τάξης δικαίωμα ψήφου μόνο και μόνο για να συμμετάσχουν στην περεταίρω καταπίεση της εργατικής τάξης. Την ίδια στιγμή, όμως, υπογράμμισε την ανάγκη να ασχοληθούν οι μαρξιστές με το ζήτημα των προλετάριων γυναικών, συμπεριλαμβανομένων των νοικοκυρών και των μανάδων που ανατρέφουν παιδιά. «Ο σύγχρονος μαζικός αγώνας για πολιτική ισότητα των γυναικών,» υποστήριξε η Luxemburg, «είναι μόνο μια έκφραση και ένα κομμάτι του ευρύτερου απελευθερωτικού αγώνα του προλεταριάτου, και εκεί βρίσκεται η δύναμη και το μέλλον του».

Σε πείσμα των επικριτών της που την έβλεπαν ως πολύ «ουτοπική» ή που αρνούνταν να την δουν και ως γυναίκα εκτός από προλετάρια, η Rosa Luxemburg έδωσε, στη διάρκεια της σύντομης ζωής της, πολλούς αγώνες, αρνούμενη όμως να μπει στα καλούπια που οι άλλοι έθεταν γι αυτήν. «Το μη-ανήκειν» γράφει η Jacqueline Rose στο βιβλίο της Women in DarkTimes (2014) «ήταν η δύναμη της [Luxemburg]…Προς τεράστια ενόχληση των αντιπάλων και συκοφαντών της, εξύψωσε την αρχή της αβεβαιότητας στο επίπεδο του επαναστατικού δόγματος…Αυτό είναι άλλωστε το συνδετικό νήμα που διατρέχει την ακλόνητη πίστη της στη δημοκρατία και την ελευθερία, αλλά και την αφοσίωσή της στον σοσιαλισμό…Κι όμως, ακριβώς αυτή η ανορθόδοξη θέση της, το στάτους της ως αμύητης ξένης, της έδωσε και ένα είδος ελευθερίας να σκεφτεί τη μη-σκέψη, να επιβάλει το αδιανόητο στην πολιτική γλώσσα».

Η Rosa Luxemburg ήταν μαρξίστρια θεωρητικός και επαναστάτρια, γυναίκα, πολωνοεβραία μετανάστρια και ανάπηρη, στην Ευρώπη στις αρχές του 20ου αιώνα. Ήταν με άλλα λόγια η πεμπτουσία του αμύητου ξένου, του περιθωριοποιημένου Άλλου. Οι πολλαπλές και αποξενωμένες ταυτότητές της έδωσαν πολλούς λόγους στους αντιπάλους και τους συκοφάντες της να την κοροϊδέψουν, να κάνουν διακρίσεις εναντίον της, να την υποτιμήσουν, να την κυνηγήσουν, να τη φυλακίσουν, και, τελικά, να τη σκοτώσουν. Σχεδόν σαν να δίνει μια φαντασιακή απάντηση σε όλα αυτά, είχε γράψει σε ένα γράμμα στον Leo Jogiches το 1898:

«Απλά φαντάσου, είναι ακριβώς αυτοί οι μώλωπες στην ψυχή μου που την ακριβώς επόμενη στιγμή μού έδωσαν κουράγιο για μια καινούρια ζωή»