«Αν ήταν προσωπική αυτή η τοποθέτηση του κ. Συρίγου θα έπρεπε να τον είχε αποπέμψει ο κ. Μητσοτάκης. Αυτό θα ήταν σαφές και ως μήνυμα προς την άλλη πλευρά όχι μόνο ως προς τον ελληνικό λαό. Εφόσον επιμένει ο κ. Συρίγος δεύτερη και τρίτη φορά, ο κ. Μητσοτάκης θα έπρεπε να πάρει θέση αν μπορεί να είναι μέλος της κοινοβουλευτικής ομάδας της ΝΔ»,  τόνισε.

«Πέρα από την ασυνέπεια που είναι πλέον προφανής, υπάρχει μια επικίνδυνη τοποθέτηση για την διπλωματική πολιτική της χώρας. Και για το λόγο αυτό ο κ. Μητσοτάκης οφείλει να πάρει θέση και να ξεκαθαρίσει τη διπλωματική θέση της κυβέρνησης και άρα και της χώρας. Δεν μπορεί να μένουν αναπάντητες και σε εκκρεμότητα οι τοποθετήσεις του κ. Συρίγου, σημείωσε.

Για την ακρίβεια

Για το ζήτημα της ακρίβειας ο Πρόεδρος της Κ.Ο. του ΣΥΡΙΖΑ ανέφερε: «Παρά τις δεκάδες εξαγγελίες των κυβερνητικών στελεχών για την εντατικοποίηση των ελέγχων για την πάταξη αισχροκέρδειας και ακρίβειας, εκατομμύρια Έλληνες και Ελληνίδες βλέπουν στα ράφια, στους λογαριασμούς και στα πρατήρια καυσίμων τις τιμές να είναι υψηλότερες στην Ευρώπη. Πρόσφατα υπήρξε μια έρευνα με στοιχεία της Eurostat που τοποθετούσε την Ελλάδα στις πρώτες θέσεις στις τιμές πολλών καταναλωτικών προϊόντων, αλλά και σε πρώτη θέση στο κόστος για τις τηλεπικοινωνίες με απόκλιση από το μέσο όρο της Ευρώπης σε ποσοστό άνω του 50%.»

«Ενώ στη χώρα μας έχουμε από τους χαμηλότερους μισθούς στην Ευρώπη, είμαστε δεύτεροι πριν από το τέλος σε αγοραστική δύναμη, έχουμε από τις υψηλότερες τιμές σε πολλά καταναλωτικά προϊόντα, καύσιμα και υπηρεσίες. Και οι υψηλές αυτές τιμές είναι σε απόλυτη αναντιστοιχία με το βιοτικό επίπεδο και το εισόδημα του μέσου νοικοκυριού».

Επισήμανε ότι η κυβέρνηση έχει τεράστιο μερίδιο ευθύνης για την ακρίβεια που μαστίζει την χώρα «Η κυβέρνηση δεν παρεμβαίνει για να πατάξει την ακρίβεια, χαρακτηριστικά είναι παραδείγματα της ΔΕΗ, των ΕΛΠΕ και της τεράστιας αύξησης των εσόδων από ΦΠΑ. Και στους τρεις αυτούς τομείς η κυβέρνηση θα μπορούσε να παρέμβει μειώνοντας τις τιμές στις δύο πρώτες περιπτώσεις όντας μέτοχος των εταιρειών αυτών με υψηλό ποσοστό και στην τελευταία με μείωση των συντελεστών ΦΠΑ ακόμη και με μηδενισμό στα είδη πρώτη ανάγκης».