Σάββατο, 24 Νοεμβρίου 2012 / 

STAR, 00.45
 
«Στην Κοιλάδα του Ηλά» του Πολ Χάγκις 
 

 
«Στην κοιλάδα του Ηλά όπου πολεμούσαν οι Ισραηλίτες με τους Φιλισταίους (Παλαιστίνιους), ο Δαυίδ, αφού νίκησε τον φόβο του, σκότωσε τον Γολιάθ» αφηγείται ο πρώην στρατονόμος Χανκ Ντίρφιλντ στον μικρό Ντέιβιντ, γιο της αστυνομικού Έμιλι Σάντερς, καθώς ερευνούν τα αληθινά αίτια του φρικτού θανάτου του γιου του λίγο έξω από την στρατιωτική βάση όπου θεωρούνταν αγνοούμενος μετά από την επιστροφή του από το Ιράκ. Μεταδίδοντας εμπειρία ζωής στον Ντέιβιντ, του λέει πως νικώντας τον φόβο κατεβαίνει κάποιος στην αρένα της μάχης όπου θα αναμετρηθεί με τα τέρατα. Ο Ντίρφιλντ, που χάνει τους δύο γιους του οι οποίοι ακολούθησαν την οικογενειακή στρατιωτική παράδοση του πατριωτισμού του American boy που ο πατέρας τους υπήρξε στα νιάτα του, γαλουχημένος με τις νουθεσίες προπαγάνδας γενεών επί γενεών, απέχει μακράν από το μοντέλο κάποιου παρωπιδικού καραβανά. Ο Χανκ είναι ένας παραπλανημένος άνθρωπος, όπως και τόσοι άλλοι πριν, μαζί και μετά από αυτόν, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Ψάχνοντας για στοιχεία στο στρατόπεδο όπου υπηρετούσε και χάθηκε ο γιος του αφού αντιμετώπισε τα γύρω και εντός του τέρατα στο Ιράκ, πίσω και πέρα από την δεοντολογία των τύπων και καθώς αποσυντίθεται η σαθρή μάσκα τους, αρχίζει να διαφαίνεται η ουσία της κτηνωδίας που κρύβεται(;) μόλις και μετά -της πλέον βάρβαρης και απάνθρωπης- βίας. Και μέσα από την καρδιά του ερέβους αντανακλάται η διάβρωση της ψυχής σε κάθε διάσταση των εκφάνσεών της. Η φρίκη της κάθε μορφής ολοκληρωτισμού από ανθρώπους πραγματώθηκε.

Το μέγεθος του τραγικού συνίσταται στην διαχρονικότητα του πυρήνα του που συνδέει το ατομικό με το συλλογικό. Ο Πολ Χάγκις (προταθείς για Όσκαρ προσαρμογής σεναρίου για το «Million Dollar Baby» και σεναρίου για το «Γράμματα από το Ίβο Τζίμα»), εξελισσόμενος σε κινηματογραφιστή μείζονος αξίας, μετά από το «Crash» (για το οποίο προτάθηκε για Όσκαρ σκηνοθεσίας και βραβεύτηκε με Όσκαρ σεναρίου και παραγωγού καλύτερης ταινίας), στην «Κοιλάδα του Ηλά» (2007), πάνω στην (πλατ)φόρμα του συνταρακτικού αντιμιλιταριστικού δράματος που γράφει και σκηνοθετεί, ξεδιπλώνει με απέριττη δύναμη, λιτότητα και πυκνότητα την αφήγηση μίας σύγχρονης αμερικανικής –και όχι μόνο– τραγωδίας, αποσπώντας από τους εκπληκτικούς του ηθοποιούς την καλύτερη συμβολή τους. Η έξοχη Σαρλίζ Θερόν (Όσκαρ α΄ γυναικείου ρόλου για το «Monster») είναι στιβαρή στον ρόλο της Έμιλι στην πορεία της συνειδητοποίησης της ευθύνης που ακολουθεί μαζί με τον Χανκ, η σπουδαία Σούζαν Σαράντον (Όσκαρ α΄ γυναικείου ρόλου για το «Θα Ζήσω») συγκροτεί με συγκλονιστικά ημιτόνια τις αβυσσαλέες μεταπτώσεις της συζύγου του Χανκ, που πασχίζει να ισορροπήσει με σιωπηλή αξιοπρέπεια το ανείπωτο της οδύνης της, αλλά εκεί που η ταινία κυριολεκτικά σηκώνεται σε δυσθεώρητα ύψη είναι πάνω στους ώμους του ηθοποιού που ενσαρκώνει τον κεντρικό χαρακτήρα που στηρίζει το δραματουργικό επίκεντρο του άξονα της μυθοπλασίας: του τιτάνιου Τόμι Λι Τζόουνς. Ο Τζόουνς (Όσκαρ β΄ αντρικού ρόλου για τον «Φυγά»), που δεν έχει πάει σε Δραματική Σχολή αλλά αποτελεί μία Σχολή από μόνος του (όπως κάθε πραγματικά μεγάλος ηθοποιός), δίνει μία απερίγραπτα μεστή, πολύπτυχη και σπαρακτική ερμηνεία στον ρόλο του Χανκ που ηλεκτρίζει καταλυτικά αισθήσεις, σκέψεις και συναισθήματα. Στην κοιλάδα του Ηλά, τα κορμιά που κείτονται καθημερινά δεν είναι τα κορμιά των άλλων. Είναι το σώμα ενός έθνους που έχει στερέψει από χυμούς και δεν μπορεί πια να κρυφθεί για να γλείψει τις πληγές του μέχρι να γιατρευτούν προκειμένου να ξανασηκωθεί με αξιοπρέπεια. Είναι το σώμα του καθενός μας.
—————————–
                                                                                                     
Κυριακή, 25 Νοεμβρίου 2012 / STAR, 23.00
 
«Miami Vice» του Μάικλ Μαν
 

Από το 1984 έως το 1989 η σειρά «Miami Vice» (δηλ. «Τμήμα Ηθών του Μαϊάμι», πασίγνωστο ελληνιστί ως «Οι Σκληροί του Μαϊάμι») έφερε νέα δεδομένα στην τηλεοπτική αστυνομική περιπέτεια με κεντρικούς ήρωες τον Τζέιμς “Σόνι” Κρόκετ και τον Ρικάρντο “Ρίκο” Ταμπς, δύο αστυνομικούς της δίωξης ναρκωτικών του Μαϊάμι (παιγμένους αντίστοιχα από τον Ντον Τζόνσον και τον Φίλιπ Μάικλ Τόμας), καινοτόμο ρεαλισμό και αμεσότητα τόσο στις διαπροσωπικές σχέσεις των χαρακτήτων όσο και στη μυθοπλασία και το σήμα-κατατεθέν της ποπ κουλτούρας της εποχής με τα αμάνικα T–Shirt των πρωταγωνιστών κάτω από τα σακάκια Armani των πρωταγωνιστών υπό τις μελωδίες του Φιλ Κόλινς στο soundtrack. Ο εκτελεστικός παραγωγός τότε της σειράς Μάικλ Μαν, στη συνέχεια εξελίχτηκε στο μέγιστο κινηματογραφιστή που πλέον ξέρουμε από τον «Ανθρωποκυνηγό», τον «Τελευταίο των Μοϊκανών», την «Ένταση», «The Insider», τον «Ali» και τον «Δημόσιο Κίνδυνο». Το 2006, αφήνοντας πίσω το περίβλημα εκείνης της εποχής, ο Μαν κράτησε την ουσία της ιστορίας και ανανέωσε πλήρως τα δεδομένα των χαρακτήρων της για τον κινηματογράφο με την καίρια οπτική του. 

Για άλλη μια φορά λοιπόν εδώ, ο Μαν δομεί μοναδικά το ζωντανό φιλμικό σώμα της ταινίας του αποσπώντας εξαιρετικές ερμηνείες και από τους ηθοποιούς του, όπως τον Κόλιν Φάρελ με την έξοχη αμεσότητά του ως “Σόνι”, τον συνεργάτη του –και προταθέντα για Όσκαρ β΄ αντρικού ρόλου–  στο «Collateral: Η Διαδρομή», θαυμάσιο Τζέιμι Φοξ [Όσκαρ α΄ αντρικού ρόλου ως «Ρέι» (Τσαρλς)] ως “Ρίκο”, την υπέροχη Ναόμι Χάρις (που πρόσφατα είδαμε και στο εξαιρετικό «Skyfall») στο ρόλο της Τρούντι, τον πάντα εύφορο Έντι Μάρσαν (Νίκολας), τον εκπληκτικό Λουίς Τοσάρ (Μοντόγια), τον στιβαρό Κήραν Χιντς (Φουτζίμα), την Γκονγκ Λι (Ιζαμπέλα) κ.ο.κ. Η νύχτα με τα πηχτά πορφυρά χρώματα του ουρανού της, που αστράφτει χωρίς να βρέχει σαν μία κάθαρση που δεν έρχεται ποτέ, κοκκινίζει σαν αίμα από τις ριπές των όπλων στην –ως συνήθως– έξοχη χρήση της ηχητικής μπάντας με ένα νευραλγικά παλλόμενο φιλμάρισμα που άλλοτε περικλείει τους ορίζοντες που τα βλέμματα ψάχνουν και άλλοτε πλησιάζει τους χαρακτήρες με πλάνα σαν κτύπους καρδιάς. Πλήρως αποκομμένη λοιπόν από το τηλεοπτικό της πρωτότυπο, η μεταφορά του «Miami Vice» στη μεγάλη οθόνη είναι μία καθαρόαιμη κινηματογραφική περιπέτεια, απολύτως ευπρόσωπη του κορυφαίου σύγχρονου κλασικού δημιουργού της, Μάικλ Μαν.
——————————

οι κριτικές των ταινιών είναι του σκηνοθέτη και ηθοποιού Μιχάλη Ταμπούκα