To 1982 το Ισραήλ εισέβαλε στο, ταρασσόμενο από εμφύλιο, Λίβανο. Η εισβολή έγινε με άλλοθι την ύπαρξη εκεί των κεντρικών της Οργάνωσης για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης (PLO), και συνοδεύτηκε από ένα από τα μεγαλύτερα εγκλήματα πολέμου που έχουν διαπράξει οι Ισραηλινοί στην γεμάτη εγκλήματα πολέμου ιστορία τους: την σφαγή στη Σάμπρα και τη Σατίλα.

Οι Ισραηλινοί εισέβαλαν στο Λίβανο την 6η Ιουνίου και προχώρησαν μέχρι τα περίχωρα της Βηρυτού. Πολιόρκησαν την πόλη τρεις μήνες, έχοντας απέναντί τους παλαιστίνιους και λιβανέζους αγωνιστές. Την 11η Αυγούστου, επιτεύχθηκε συμφωνία, με την παρέμβαση των ΗΠΑ, που προέβλεπε την αποχώρηση της PLO από τη Βηρυτό, υπό διεθνή επίβλεψη, με την υπόσχεση, και την εγγύηση των ΗΠΑ και άλλων δυτικών, ότι θα προστατεύονταν οι άμαχοι. Το Ισραήλ δεν είχε πια άλλοθι.

Το άλλοθι των Ισραηλινών εκλείπει. Μέχρι την 1η Σεπτεμβρίου όλοι οι μαχητές της PLO έχουν αποχωρήσει. Ο ηγέτης της PLO, Γιάσερ Αραφάτ, από την Τύνιδα όπου έχει φτάσει μέσω Αθηνών, δηλώνει στον Τύπο πως «ανησυχεί ιδιαίτερα για τους αμάχους παλαιστινίους που έχουν μείνει στη Βηρυτό». Έχει δίκιο.

Την 11η Σεπτεμβρίου αποχωρούν από τη Βηρυτό όλες οι δυτικές δυνάμεις που επέβλεπαν την αποχώρηση, οι “εγγυητές” της συμφωνίας.

Τρεις μέρες μετά, δολοφονείται ο Μπασίρ Τζεμαγιέλ, ηγέτης των φασιστών Φαλλαγιτών (Καταέμπ) του Λιβάνου. Οι Ισραηλινοί βρίσκουν ευκαιρία να εισβάλλουν στη δυτική Βηρυτό «για να επιβάλλουν την τάξη». Περικυκλώνουν τα στρατόπεδα των παλαιστινίων προσφύγων, κλείνουν όλους τους δρόμους και απαγορεύουν την έξοδο οποιουδήποτε πρόσφυγα από τις δομές. Την 16η Σεπτεμβρίου βομβαρδίζουν την νότια είσοδο της Σατίλας. Οι σύμμαχοι των ισραηλινών, παραστρατιωτικοί υπό τις εντολές του Σααντ Χαντάντ, κι άλλοι ακροδεξιοί, χριστιανοί κυρίως, εισέρχονται στη Βηρυτό υπό την προστασία και επίβλεψη του Ισραηλινού στρατού.

Από τις 17 ως τις 18 Σεπτεμβρίου του 1982, περισσότεροι από 3.500 άμαχοι παλαιστίνιοι και λιβανέζοι σιίτες, βασανίστηκαν, βιάστηκαν και σφαγιάστηκαν στα στρατόπεδα προσφύγων της Σάμπρας και της Σατίλας.

Η Σατίλα ήταν ένα από τα πρώτα στρατόπεδα παλαιστινίων προσφύγων στη Βηρυτό. Η αύξηση του αριθμού των προσφύγων οδήγησε στην εξάπλωση του στρατοπέδου και στη γειτονιά της Σάμπρας.

Στις 17 Σεπτεμβρίου η σφαγή επεκτείνεται και στο νοσοκομείο Ακκά (Akka), όπου δολοφονούνται παλαιστίνιοι ασθενείς, γιατροί και νοσοκόμοι/ες.

«Η σφαγή ξεκίνησε αμέσως, και διήρκεσε σαράντα ώρες αδιάκοπα … Την πρώτη κιόλας ώρα, οι ένοπλοι σκότωσαν εκατοντάδες ανθρώπους. Πυροβολούσαν οτιδήποτε κινούνταν στα σοκάκια. Έσπασαν τις εξώπορτες και καθάρισαν ολόκληρες οικογένειες που τρώγαν το βραδινό τους. Άλλες οικογένειες δολοφονήθηκαν στο κρεβάτι, φορώντας ακόμα τις πιτζάμες τους. Σε πολλά σπίτια, παιδιά, τριών και τεσσάρων ετών, βρέθηκαν με τις πιτζάμες τους στις αιματοβαμμένες κουβέρτες… …Γυναίκες και κορίτσια βιάστηκαν πριν τις σφάξουν με τσεκούρια. Συχνά, άνδρες σύρονταν έξω από τα σπίτια τους για να εκτελεστούν γρήγορα και ομαδικά στο δρόμο με τσεκούρια και μαχαίρια. … έσφαξαν αδιάκριτα άνδρες, γυναίκες, παιδιά και ηλικιωμένους …» θα γράψει ο Ισραηλινός δημοσιογράφος Αμνόν Καπελιούκ, που καλύπτει τα γεγονότα και που θεωρεί πως η σφαγή στη Σάμπρα και τη Σατίλα «διαπράχθηκε σκόπιμα» ώστε «να οδηγήσει στη μαζική έξοδο των Παλαιστινίων από τη Βηρυτό και τον Λίβανο».

Μετά τη σφαγή, η ισραηλινή κυβέρνηση παραδέχθηκε ότι είχε την επίβλεψη των προσφυγικών καταυλισμών, τις τρεις εκείνες ημέρες, αρνήθηκε όμως ότι είχε οποιαδήποτε γνώση για τους σχεδιασμούς των φαλαγγιτών. Η φρίκη των εικόνων και η αλήθεια των ανταποκρίσεων, ωστόσο, είχε βγάλει στους δρόμους όλο το δημοκρατικό Ισραήλ. Η απαίτηση για διερεύνηση και απόδοση ευθυνών εμφανίζεται σε όλο τον Τύπο, εντός και εκτός Ισραήλ. Οι εσωτερικές πιέσεις προς τη κυβέρνηση του Μεναχέμ Μπέγκιν είναι τεράστιες. Σε πορεία  που οργανώνει την 25η Σεπτεμβρίου το κίνημα “Ειρήνη Τώρα!” πάνω από 400.000 άνθρωποι βγαίνουν στους δρόμους του Τελ Αβίβ. Ήταν η μεγαλύτερη διαδήλωση στην ιστορία της χώρας ως τότε.

Στις 28 Σεπτεμβρίου η κυβέρνηση Μπέγκιν, μετά τις τεράστιες πιέσεις, ανακοινώνει το σχηματισμό εξεταστικής επιτροπής για τη διερεύνηση «των φρικαλεοτήτων που διέπραξε μια μονάδα των Λιβανικών Δυνάμεων εναντίον του άμαχου πληθυσμού στους προσφυγικούς καταυλισμούς Σάμπρα και Σατίλα», η οποία θα γίνει γνωστή ως Επιτροπή Καχάν, από το όνομα του προεδρεύοντος της και προέδρου του ανωτάτου δικαστηρίου της χώρας, Γιτζχάκ Καχάν. Η έκθεση που θα συντάξουν, κι αυτή γνωστή ως Έκθεση Καχάν, θα ανακοινωθεί την 7η Φεβρουαρίου 1983, και θα χαιρετιστεί από τον ισραηλινό τύπο ως «απόδειξη της δημοκρατικότητας του κράτους του Ισραήλ». Η σφαγή δεν ήταν πια στα πρωτοσέλιδα, άρχιζε η διαχείριση του αφηγήματος.

«Οι Ισραηλινές Αμυντικές Δυνάμεις (I.D.F.), οι στρατιώτες και οι διοικητές τους, επιτελούν εδώ και τρεις μήνες μια υπέροχη επιχείρηση στον Λίβανο, που έφερε και θα φέρει σπουδαία κέρδη στον τομέα της ασφάλειας. Κάθε κίνηση των στρατιωτών μας μου ήταν γνωστή και αναφέρθηκε αμέσως. Η τραγωδία με τα στρατόπεδα προσφύγων ήταν ότι δεν ξέραμε τι ακριβώς συνέβαινε». Αριέλ Σαρόν, Κνεσέτ, 22 Σεπτεμβρίου 1982

Η έκθεση Καχάν βρίσκει τους φαλαγγίτες ως τους άμεσα υπεύθυνους για τη σφαγή και απαλλάσσει τον πρωθυπουργό Μεναχέμ Μπέγκιν, τον υπουργό Αμύνης, Αριέλ Σαρόν και τον επιτελάρχη στρατηγό Ραφαέλ Εϊτάν, διότι «ο ισραηλινός στρατός δεν συμμετείχε» στα γεγονότα, αλλά ειδικά για το Σαρόν καταγράφει «προσωπικές ευθύνες» και για το Σαρόν και κάποιους ακόμη «έμμεση ανάμειξη». Όπως αναφέρει η έκθεση συγκεκριμένα, «Διαπιστώσαμε… ότι ο υπουργός Άμυνας φέρει προσωπική ευθύνη [για τις σφαγές]. Κατά τη γνώμη μας, ο υπουργός οφείλει να εξάγει τα σωστά προσωπικά συμπεράσματα που προκύπτουν από όσα αρνητικά αποκαλύφθηκαν ως προς τον τρόπο με τον οποίο άσκησε τα καθήκοντά του, και επαφίεται στον πρωθυπουργό να εξετάσει εάν πρέπει να ασκήσει τη δική του εξουσία…  σύμφωνα με την οποία “μπορεί, αφού ενημερώσει το Υπουργικό Συμβούλιο για την πρόθεσή του να το πράξει, να απομακρύνει υπουργό από τα καθήκοντά του”». Ο Αριέλ Σαρόν απομακρύνεται στις 14 Φεβρουαρίου του 1983. Για την ιστορία, θα επανακάμψει πολύ σύντομα στον πολιτικό βίο, και θα υπηρετήσει και ως πρωθυπουργός από το 2001 ως το 2006, με το Λικουντ, το κόμμα στο οποίο σήμερα ηγείται ο Βενιαμίν Νετανιάχου.

Εκείνο που δεν αναφερόταν, στα διεθνή και εθνικά δημοσιεύματα για την έκθεση Καχάν, ήταν κάτι που έφερε στο φως το περιοδικό ΤΙΜΕ, αφιερώνοντας και το πρωτοσέλιδό του, αν και αμφισβητήθηκε. Η αποκλειστικότητα έλεγε πως η Έκθεση Καχάν είχε και έναν πρόσθετο φύλλο (Appendix B), διαβαθμισμένο, στο οποίο αποκαλύπτονταν ότι δύο μέρες πριν τη σφαγή ο ίδιος ο Σαρόν επισκέφθηκε την οικογένεια Τζεμαγιέλ για να συζητήσει μαζί τους «την ανάγκη οι φαλαγγίτες να πάρουν εκδίκηση για τη δολοφονία του Μπασίρ Τζεμαγιέλ». Όταν ο Σαρόν κατέφυγε στα αμερικάνικα δικαστήρια κατά του ΤΙΜΕ, για συκοφαντία, τα δικαστήρια αποφάσισαν ότι η πληροφορία αυτή δεν προέρχονται από κανένα πρόσθετο φύλλο και ότι το δημοσίευμα του ΤΙΜΕ δεν είχε πρόθεση συκοφαντίας. Το ΤΙΜΕ συνέχισε να επιμένει ότι, ασχέτως πηγής, η πληροφορία ήταν αληθινή.

Όπως έγραψε η καθηγήτρια Ανθρωπιστικού Δικαίου Λίντα Μαλόουν, «η έκθεση ανακοινώθηκε, εν μέρει και από την ίδια την Επιτροπή, ως ένας θρίαμβος της δημοκρατίας, μια επιβεβαίωση των αρχών πάνω στις οποίες βασίζεται το Ισραήλ και άλλα δημοκρατικά έθνη. Η συνείδηση ​​ενός έθνους (ή ίσως εθνών-συμπεριλαμβανομένων των Ηνωμένων Πολιτειών) κατευνάστηκε. Υπήρξε όμως δικαιοσύνη για τους Παλαιστίνιους, τους Λιβανέζους και τα άλλα θύματα των σφαγών; Απέδωσε σωστά ευθύνες η Έκθεση στους υπαίτιους, ώστε να επιβάλει ή να απαιτήσει την ανάλογη τιμωρία; Από την άποψη του διεθνούς δικαίου, η απάντηση είναι αρνητική». Οι ευθύνες δεν αποδόθηκαν. Και κανείς ποτέ δεν τιμωρήθηκε.

Η αναφορά της και στις ΗΠΑ, ήταν σχεδόν προφητική. Το 2017 το Nation αποκάλυψε ότι και οι ΗΠΑ εμπλέκονταν και είχαν ενημερωθεί για όσα σχεδίαζαν οι καλοί τους σύμμαχοι. «Η κυβέρνηση των ΗΠΑ ένοιωθε άβολα» και τότε, μαθαίνουμε, όταν ο ειδικός απεσταλμένος τους, Μόρις Ντρέηπερ, τους μετέφερε συνομιλία που είχε με τον Αριέλ Σαρόν στις 17 Σεπτεμβρίου 1982, στην οποία ο υπουργός Άμυνας του Ισραήλ του είπε: «Θα τους σκοτώσουμε. Δεν θα μείνει κανένας. Δεν πρόκειται να τους σώσετε».

Έχει ενδιαφέρον, και συνηγορεί υπέρ της άποψης ενός ατιμώρητου εγκλήματος πολέμου, η συνέχεια του έργου της Επιτροπής. Σύμφωνα με τον ισραηλινό νόμο, η Επιτροπή έπρεπε να αποστείλει «ειδοποιήσεις προς όσα πρόσωπα είναι πιθανόν να υποστούν αρνητικές συνέπειες από την έρευνα και να τους διαθέσει όλα τα αποδεικτικά στοιχεία» που είχε στα χέρια της. Τέτοιες ειδοποιήσεις εστάλησαν σε εννέα ανθρώπους, στο Ισραήλ: στον πρωθυπουργό Μεναχέμ Μπέγκιν, τον υπουργό Εξωτερικών Γιτζάκ Σαμίρ, το υπουργό Άμυνας Αριέλ Σαρόν και τον βοηθό του Αβι Ντουντάι, τον αρχηγό του Επιτελείο στρατηγό Ραφαέλ Εϊτάν, τον μην κατονομαζόμενο επικεφαλής της Μοσάντ (επισήμως: Ινστιτούτο Πληροφοριών και Ειδικών Υπηρεσιών), τον διευθυντή των στρατιωτικών μυστικών υπηρεσιών, στρατηγό Γέσουα Σαγκούι, και τους άμεσα επικεφαλής των ισραηλινών στρατιωτικών δυνάμεων στο Λίβανο, στρατηγό Αμίρ Ντρόρι και ταξίαρχο Αμος Γιαρόν. Από πλευράς φαλλαγιτών, κατονομάζονταν ως άμεσα υπεύθυνος ο επικεφαλής των μυστικών τους υπηρεσιών, Ελίε Χοντέικα. Επίσης, η επιτροπή κατέγραφε την πολύ στενή σχέση συνεργασίας Ισραήλ και Φαλαγγιτών (το Ισραήλ “τους εξοπλίζει, εκπαιδεύει και καθοδηγεί στρατιωτικά”) και την διατρανωμένη θέση του Τζεμαγιέλ ότι «το Παλαιστινιακό πρόβλημα πρέπει να εξαλειφθεί, ακόμη και αν χρειαστεί να παρεκκλίνουμε στις μεθόδους μας»… ήταν εμφανές ότι η συνεργασία Ισραήλ – Φαλλαγιτών είχε ως στόχο, στην καλύτερη περίπτωση, την απομάκρυνση και του τελευταίου παλαιστινίου από το Λίβανο, στη χειρότερη την εξόντωσή του.

Ο πονοκέφαλος για την επιτροπή ήταν ένα ζήτημα που προέκυπτε επίμονα, έμεινε αναπάντητο, θέτοντας υπό μεγάλη αμφιβολία τα πορίσματα της επιτροπής, και αφορούσε μία σκοπιά του ισραηλινού στρατού. Η επίβλεψη των στρατοπέδων προσφύγων από ισραηλινούς στρατιώτες, ενόπλους, ειδικά από μία θέση, την ταράτσα σε επταώροφο κτήριο μόλις 200 μέτρα νοτιοδυτικά της Σατίλας, από όπου είχαν πλήρη θέμα όλων όσων συνέβαιναν, όσο διαρκούσε η σφαγή, δεν έγινε αντικείμενο έρευνας. Η καθηγήτρια Λίντα Μαλόουν, που έχει μελετήσει όσο κανείς την σφαγή και όσα σήμαινε για το Διεθνές και το ανθρωπιστικό Δίκαιο, θα γράψει πως πρόκειται για «μια λυπηρή αδυναμία της Έκθεσης που υπονομεύει σε μεγάλο βαθμό την εγκυρότητά της».

Οι μάρτυρες που αγνοήθηκαν ήταν κυρίως δημοσιογράφοι, ενώ, από φόβο για τη ζωή τους, ελάχιστοι ήταν οι απλοί άνθρωποι, επιζώντες, που δέχθηκαν να καταθέσουν. Ο επικεφαλής των ανταποκριτών της Ουάσιγκτον Ποστ, Τζόναθαν Ράνταλ, έγραψε σχετικά πως «στο ολοφάνερο λάθος της, σε σχέση με τα στοιχεία, η Έκθεση Καχάν επέμενε ότι τα ισραηλινά στρατεύματα δεν μπορούσαν να δουν τα σοκάκια του στρατοπέδου, ακόμη και με γιγάντια τηλεσκόπια από τη στέγη. Οι δημοσιογράφοι που ανεβήκαμε στο επταώροφο κτίριο δεν είχαμε τέτοιες δυσκολίες, με τα μάτια μας και μόνο». Ο ισραηλινός συνάδελφός του, Αμνον Καπελιούκ, ανταποκριτής της Αχαρονότ, που επισκέφθηκε πολλές φορές την τοποθεσία, θα επιβεβαιώσει ότι «φαινόταν όλα πεντακάθαρα» όχι μόνο τις μέρες της σφαγής αλλά και μετά, γιατί  «ο ομαδικός τάφος που άνοιξαν οι Φαλαγγίτες φαινόταν ολοκάθαρα» από τη συγκεκριμένη σκοπιά, άρα δεν μπορεί να μην φαινόταν «οι μπουλντόζες ήρθαν για να θάψουν εκατοντάδες θύματα κάτω από τα συντρίμμια και το έκαναν σε κοινή θέα» με το φως της μέρας… «[Οι Ισραηλινοί] που ήξεραν κάθε διεύθυνση, κτήριο και διαμέρισμα στη Βηρυτό όπου ζούσε ηγέτης Φενταγίν, που ήξεραν ακόμη και το πάχος των τοίχων» είναι μάλλον αδύνατον να μην ήξεραν τι γίνεται κάτω από τη μύτη τους, προσέθετε. Οι Νιού Γιορκ Τάιμς, διενέργησαν κι αυτοί επιτόπια έρευνα συμπεραίνοντας το ίδιο: ήταν όλα ορατά και ξεκάθαρα. Για την ιστορία, ήταν η ανταποκρίτρια της Ουάσιγκτον Ποστ, Λωρέν Τζένκινς, που εντόπισε  πρώτη τη σκοπιά και τη σχέση της, όταν πήγε στις 20 Σεπτεμβρίου του 1982, να μιλήσει με αυτόπτες που επέζησαν της σφαγής. «Η τελειωτική απόδειξη για μένα [της εμπλοκής του Ισραηλινού στρατού] ήταν όταν περπάτησα και βρήκα έναν ομαδικό τάφο σε ένα μέρος του στρατοπέδου, που όταν σταθείς ακριβώς εκεί, και σηκώσεις το κεφάλι σου και κοιτάτε ψηλά βλέπεις το επταόροφο κτήριο … Καθώς στεκόμουν εδώ, το Σάββατο το πρωί και κοιτούσα ψηλά, στεκόταν εκεί έξι Ισραηλινοί που με κοιτούσαν επίσης, κατευθείαν. Στάθηκαν και παρακολούθησαν όλη αυτή τη φρικτή τραγωδία πως φέραν τους άμαχους εδώ, τους πυροβόλησαν, τους πέταξαν μες σε αυτόν τον τάφο και μαζέψαν και φύγαν».

Λίγο μετά την Έκθεση Καχάν, δημοσιεύτηκε και η σχετική έκθεση του ΟΗΕ, καταγράφονταν πως «Ισραηλινές αρχές και στρατιωτικές δυνάμεις εμπλέκοταν, άμεσα και έμμεσα, στις σφαγές». Μόνο που δεν είχε καμία ουσιαστική δύναμη, να παραπέμψει ενόχους. Αυτήν την είχε η Επιτροπή Καχάν, που εν τέλει προσέφερε κάλυψη στους εγκληματίες. Κανείς και ποτέ δεν τιμωρήθηκε, με την κάλυψη και δυτικών κυβερνήσεων. Όταν το 1993 το Βέλγιο ψήφισε νόμο που επέτρεπε να δικάζει αλλοδαπούς για εγκλήματα πολέμου, οι επιζώντες της σφαγής προσέφυγαν εκεί κατά του Αριέλ Σαρόν. Το δικαστήριο απέρριψε την υπόθεση γιατί «ο Σαρόν δεν ήταν παρών»…

Ο ανεξέλεγκτος Τύπος 

Η καταγραφή της σφαγής, ο κεντρικός ρόλος του Τύπου στην αποκάλυψη των υπευθύνων, είναι από τα σημαντικότερα «μαθήματα» που έλαβε το Ισραήλ από τη Σάμπρα και τη Σατίλα.

Ο εμφύλιος του Λιβάνου είχε φέρει στη Βηρυτό δημοσιογράφους από όλο τον κόσμο, πολλοί εκ των οποίων είχαν τεράστια εμπειρία, έχοντας καλύψει τον πόλεμο του Βιετνάμ. Ήξεραν και μπορούσαν να δουν πολύ πιο ξεκάθαρα το έγκλημα. Το Ισραήλ και οι Φαλλαγίτες προχώρησαν στη σφαγή στη Σάμπρα και τη Σατίλα χωρίς να τους υπολογίσουν. Οι άνθρωποι που είδαν τα στρατόπεδα των προσφύγων μετά την καταστροφή, από το Ζαν Ζενέ ως τον Ρόμπερτ Φισκ, ήταν οι μάρτυρες που πίστευε το διεθνές κοινό, και δικαίως.

Ο Φισκ, που επανήλθε πολλές φορές στο θέμα, έχει γράψει πως η «θηριωδία» αυτή «ήταν ξεκάθαρα έγκλημα πολέμου». Μιλάει για το σοκ που υπέστησαν οι ίδιοι οι δημοσιογράφοι – κι εκείνος και η Τζένκινς και ο Μπιλ Φόλεϊ του Ασοσιέτιτεντ, που μπήκαν πρώτοι. Ο τελευταίος, για πολύ ώρα, «δεν μπορούσε να πει τίποτε άλλο εκτός από Χριστέ μου!, ξανά και ξανά». Οι εικόνες και η ατιμωρησία των ενόχων θα καταδιώκουν το Φισκ όλη του τη ζωή: «Υπήρχαν γυναίκες ξαπλωμένες με τις φούστες τους σκισμένες μέχρι τη μέση και τα πόδια ανοιχτά, παιδιά με κομμένο το λαιμό, δεκάδες νεαρών ανδρών που πυροβολήθηκαν στην πλάτη, αφού τους είχαν παρατάξει σε έναν τοίχο εκτελέσεων. Υπήρχαν μωρά – μαυρισμένα, γιατί είχαν σφαγεί περισσότερες από 24 ώρες νωρίτερα και τα μικρά σώματά τους ήταν ήδη σε κατάσταση αποσύνθεσης, πεταμένα σε σωρούς σκουπιδιών μαζί με τενεκεδάκια κονσέρβας του αμερικανικού στρατού, εξοπλισμό του ισραηλινού στρατού και άδεια μπουκάλια ουίσκι… Κάτω από ένα διάδρομο, στα δεξιά μας, όχι περισσότερο από 50 μέτρα από την είσοδο της Σατίλας, βρισκόταν ένας σωρός από πτώματα. Πάνω από δώδεκα νεαροί άνδρες των οποίων τα χέρια και τα πόδια είχαν τυλιχθεί το ένα γύρω από το άλλο, στην αγωνία του θανάτου. Μερικοί είχαν ζωηρές κατακόκκινες ή μαύρες ουλές κάτω από την αριστερή πλευρά του λαιμού τους. Ο ένας είχε ευνουχιστεί, το παντελόνι του το είχαν σκίσει και ένα σύννεφο από μύγες πάλλονταν πάνω από τα σχισμένα του έντερα. Τα μάτια των νεαρών ανδρών ήταν ορθάνοιχτα. Ο μικρότερος ήταν μόλις 12 ή 13 ετών. Φορούσαν τζιν και χρωματιστά πουκάμισα, παράλογα σφιχτά πάνω από τη σάρκα τους τώρα που το σώμα τους είχε αρχίσει να φουσκώνει στη ζέστη. …Στην άλλη πλευρά του κεντρικού δρόμου, περπατώντας μέσα στα συντρίμμια, βρήκαμε τα πτώματα πέντε γυναικών και πολλών παιδιών. Οι γυναίκες ήταν μεσήλικες και τα πτώματά τους ήταν ντυμένα πάνω από ένα σωρό ερείπια. Η μία ήταν ανάσκελα, το φόρεμά της σκισμένο και το κεφάλι ενός μικρού κοριτσιού αναδύονταν από πίσω της. Το κοριτσάκι είχε κοντά σγουρά μαύρα μαλλιά, τα μάτια της μας κοιτούσαν και υπήρχε μια έκφραση συνοφρύωσης στο πρόσωπό της. Ήταν νεκρή. Ένα άλλο παιδί ήταν ξαπλωμένο στο δρόμο σαν πεταμένη κούκλα, με το λευκό του φόρεμα λερωμένο με λάσπη και σκόνη. Δεν θα μπορούσε να είναι πάνω από τριών χρονών. Το πίσω μέρος του κεφαλιού της είχε εκραγεί από μια σφαίρα που πέρασε μέσα από τον εγκέφαλό της. Μία από τις γυναίκες κρατούσε ένα μικροσκοπικό βρέφος στο σώμα της. Η σφαίρα που είχε διαπεράσει το στήθος της είχε σκοτώσει και το μωρό. Κάποιος είχε ανοίξει το στομάχι της γυναίκας, κόβοντας στο πλάι και μετά προς τα πάνω, προσπαθώντας να σκοτώσει και το αγέννητο παιδί της μάλλον. Τα μάτια της ήταν ορθάνοιχτα, το σκοτεινό της πρόσωπο παγωμένο από τη φρίκη…

…Καθώς στεκόμασταν εκεί, ακούσαμε μια κραυγή στα αραβικά από απέναντι. “Επιστρέφουν”, ούρλιαζε ένας άντρας, Τρέξαμε φοβισμένοι προς το δρόμο. Νομίζω, εκ των υστέρων, ότι ο θυμός μας εμπόδισε να φύγουμε, γιατί τώρα περιμέναμε κοντά στην είσοδο του στρατοπέδου να δούμε τα πρόσωπα των ανδρών που ήταν υπεύθυνοι για όλα αυτά. Είχαν σταλεί εδώ με την άδεια του Ισραήλ. Ήταν οπλισμένοι από το Ισραήλ, από τους Ισραηλινούς που εξακολουθούσαν να μας παρακολουθούν με τα κιάλια με τα ίδια κιάλια που είχαν παρακολουθήσει  τα έργα των χειρών τους…

Πότε μια θηριωδία γίνεται σφαγή; Ή, αλλιώς, πόσες δολοφονίες κάνουν μια σφαγή; Τριάντα; Εκατό; Τριακόσιες; Πότε η σφαγή δεν είναι σφαγή; Όταν τα νούμερα είναι πολύ χαμηλά; Ή όταν η σφαγή γίνεται από τους φίλους του Ισραήλ και όχι από τους εχθρούς του Ισραήλ;

…Εάν τα συριακά στρατεύματα είχαν περάσει στο Ισραήλ, είχαν περικυκλώσει ένα κιμπούτς και επέτρεπαν στους Παλαιστίνιους συμμάχους τους να σφάξουν τους Εβραίους κατοίκους, κανένα δυτικό πρακτορείο ειδήσεων δεν θα έχανε χρόνο να συζητάει αν θα έπρεπε ή όχι να χαρακτηριστεί η ενέργεια σφαγή. Όμως στη Βηρυτό τα θύματα ήταν Παλαιστίνιοι…. Αν οι Ισραηλινοί δεν είχαν λάβει μέρος στις δολοφονίες, σίγουρα είχαν στείλει πολιτοφυλακές στο στρατόπεδο. Τους είχαν εκπαιδεύσει, τους είχαν δώσει στολές, τους είχαν δώσει μερίδες φαγητού του αμερικανικού στρατού και ισραηλινό ιατρικό εξοπλισμό. Μετά, κάθησαν και  παρακολουθούσαν τους δολοφόνους στα στρατόπεδα, παρέχοντας στρατιωτική βοήθεια: η ισραηλινή αεροπορία έριχνε συνεχώς φωτοβολίδες για να βοηθήσει τους άνδρες που δολοφόνησαν τους κατοίκους της Σάμπρας και της Σατίλας».-