Σαν πείραμα κοινωνικής ψυχολογίας
Σαν πείραμα κοινωνικής ψυχολογίας
Σαν πείραμα κοινωνικής ψυχολογίας
Της Μαρίας Λούκα
Της Μαρίας Λούκα
«Τα Μέσα Ενημέρωσης μας μεταδίδουν τη φωνή της κυβέρνησης και η εγγύτητα τους στη φωνή αυτή βασίζεται σε συμμαχία ή σε ταύτιση μαζί της. Η κριτική στάση προς την κυβέρνηση έχει σε πολύ μεγάλο βαθμό περιοριστεί και η ανεξαρτησία των Μέσων απειλείται με πρωτοφανείς τρόπους» γράφει μεταξύ άλλων η Αμερικανίδα Καθηγήτρια Judith Butler αναφερόμενη στην επικοινωνιακή διαχείριση του «πολέμου ενάντια στην τρομοκρατία» .Αυτή η διαπίστωση όμως αν δεν έχει διασυνοριακή ισχύ, σίγουρα αποτυπώνει αυτό που διαδραματίζεται στα ελληνικά δελτία των 8. Από τα σβησμένα με μπλάνκο ονόματα δημοσιογράφων που συγκροτούσαν τα pay roll της Siemens, μέχρι την ομολογία του Γιώργου Φλέσσα, προέδρου της εταιρείας Civitas, στην Εξεταστικής Επιτροπή της Βουλής για τα «σεμινάρια» σε παράγοντες των media που ανέλαβε η εταιρεία για λογαριασμό του ΔΝΤ, η τριγωνομετρία ΜΜΕ – πολιτική εξουσία – οικονομικά συμφέροντα έχει πολλάκις επισημανθεί και δεν προκαλεί έκπληξη σε κανέναν. Εξακολουθεί όμως να προκαλεί φόβο και σύγχυση.
Αν στην αξιολόγηση της Τρόικα για την εκπλήρωση των οικονομικών στόχων από τα αρμόδια υπουργεία υπάγονταν και τα ΜΜΕ, τότε ορισμένα εξ αυτών θα είχαν ίσως και καλύτερες επιδόσεις από τους ίδιους τους Υπουργούς. Η υλοποίηση του Μνημονίου και των σκληρών μέτρων που συνεπάγεται δεν προϋποθέτει μόνο μια κυβέρνηση πρόθυμη να τα νομοθετήσει, αλλά και δημοσιογραφικά στελέχη πρόθυμα να καταχωνιάσουν τον Κώδικα Δεοντολογίας στο βάθος της βιβλιοθήκης τους. Βασική όψη μιας καλά σχεδιασμένης επικοινωνιακής στρατηγικής, όπως προκύπτει και από πρόσφατη έρευνα του Παντείου πανεπιστημίου, είναι η κινδυνολογία και η δραματοποίηση.
Το κόλπο είναι γνωστό: «πηγές» των αρμόδιων Υπουργείων διαρρέουν μεταρρυθμίσεις ιδιαίτερης σκληρότητας, τις οποίες αφειδώς και χωρίς τεκμηρίωση αναπαράγει η πλειοψηφία των Μέσων. Ακολουθεί ένας τηλεοπτικός τζόγος και εν τέλει τα μέτρα κλειδώνουν σε μια ηπιότερη εκδοχή των αρχικών προβλέψεων διατηρώντας σχεδόν ανεπηρέαστο το μεγάλο κοινωνικό κόστος. Έτσι αυτοί που θεσπίζουν τις πλέον επαχθείς ρυθμίσεις της Μεταπολίτευσης, εμφανίζονται ως άτεγκτοι μαχητές των κοινωνικών κεκτημένων που κατόρθωσαν ύστερα από πυρετώδεις διαβουλεύσεις να μην τα καταργήσουν στο σύνολο τους αλλά στην πλειοψηφία τους. Οι πολίτες πάλι παίρνουν μιαν ανάσα ανακούφισης, αφού ο πυροβολισμός δεν θα είναι εξ επαφής αλλά στα 100 μέτρα.
Τα σενάρια που αναπτύσσονταν στα τηλεοπτικά πάνελ περί πλήρους κατάργησης του 13ου και 14ου μισθού στο δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα λίγο πριν την κύρωση του Μνημονίου, είναι από τα χαρακτηριστικότερα δείγματα γραφής του τελευταίο εξαμήνου. «Σκληρή μάχη με την τρόικα για το 13ο και 14ο μισθό στον ιδιωτικό τομέα» ήταν ο τίτλος του κεντρικού δελτίου ειδήσεων στο Mega στις 30 Απριλίου. Υπό αυτές τις συνθήκες η ανακοίνωση στις 2 Μάιου από το Γιώργο Παπακωνσταντίνου της αντικατάστασης του 13ου και 14ου μισθού στο δημόσιο από το επίδομα των 1000 ευρώ (για μεικτές αποδοχές που δεν υπερβαίνουν τις 3000 ευρώ), η αντικατάσταση της 13ης και 14ης σύνταξης σε δημόσιο και ιδιωτικό με το επίδομα των 800 ευρώ και η «διάσωση» του 13ου και 14ου μισθού στον ιδιωτικό τομέα, αναδείχθηκε σε μεγάλη νίκη της ελληνικής κυβέρνησης. Μόνο η τότε δήλωση του επικεφαλής του ΔΝΤ Πολ Τόμσεν ότι «είναι περιττή η σύσταση για μισθολογικές περικοπές στον ιδιωτικό τομέα» αμαύρωσε λίγο τη φιέστα. Το έργο ολοκληρώθηκε με την προεκλογική γαλαντομία του Πρωθυπουργού για τον «αναδιανεμητικό» μηχανισμό των 100 ευρώ στους χαμηλοσυνταξιούχους.
Αντίστοιχα με ικανοποίηση υποδέχτηκαν τα media την είδηση για τη μη κατάργηση των συντάξεων χηρείας και των άγαμων θυγατέρων , αφού για ένα μεγάλο διάστημα διοχετεύονταν εκτιμήσεις για το αντίθετο. Η ικανοποίηση μάλιστα ήταν τέτοια που σχεδόν επισκίασε μια ασφαλιστική μεταρρύθμιση που ορίζει ότι τα όρια συνταξιοδότησης θα υπολείπονται ελάχιστα του προσδόκιμου ζωής, ενώ οι συντάξεις θα ξεπερνούν οριακά τα προνοιακά επιδόματα.
Από την άλλη η ρητορική περί απολύσεων των δημοσίων υπαλλήλων αναμοχλεύεται με διάφορες ευκαιρίες. Είναι ενδεικτικό το πρωτοσέλιδο της εφημερίδας «Παρόν της Κυριακής» στις 8 Αυγούστου: «250.000 απολύσεις δημοσίων υπαλλήλων, τελεσίγραφο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής». Μια τέτοια απειλή πρέπει να διατηρείται ενεργή για να απορροφά τις αντιδράσεις από το πάγωμα ουσιαστικά των προσλήψεων στο δημόσιο, τις αναγκαστικές μετατάξεις των δημοσίων υπαλλήλων, τις περαιτέρω μειώσεις των απολαβών τους με το ενιαίο μισθολόγιο ,τις απολύσεις χιλιάδων συμβασιούχων από τον ευρύτερο δημόσιο τομέα και τις μαζικές αποκρατικοποιήσεις.
«Ομολογία – σοκ για τα κενά στα σχολεία. Διαμαντοπούλου: Εφέτος θα είναι η δυσκολότερη χρονιά» έγραφε στις 24 Αυγούστου η εφημερίδα «Το Βήμα». Χρειάστηκε λιγότερο από ένας μήνας για να αναστηλωθεί το προφίλ της Υπουργού. Στις 14 Σεπτεμβρίου η Άννα Διαμαντοπούλου δήλωνε στο Mega ότι «ήταν η δυσκολότερη χρονιά με το καλύτερο αποτέλεσμα» . Έτσι στη δημόσια εικόνα κυριάρχησαν τα εύσημα για τα 20.000 κενά (νούμερο που διέρρευσαν «κύκλοι» του Υπουργείου) που έγιναν 2500 (αμφισβητούμενο νούμερο από τις εκπαιδευτικές ομοσπονδίες) και όχι τα ένσημα που μάταια κυνηγούν οι αδιόριστοι που σε μεγάλο βαθμό κάλυψαν αυτά τα κενά σε υπεράριθμα τμήματα για 150 ευρώ το μήνα.
Ενώ, όταν για ένα μήνες σε βομβαρδίζουν με την είδηση της επερχόμενης συνολικής μετάταξης προϊόντων και υπηρεσιών από το 11 στο 23% του ΦΠΑ, το να σου πουν ότι τελικά η μετάταξη θα είναι μερική και επιπλέον θα υπάρξει μια αύξηση των 2 – 3 μονάδων, σχεδόν συνεπάγεται ένα θερμό «ευχαριστώ» για τη μεγαλοψυχία. Εξάλλου θα είναι το μοναδικό θερμό πράγμα σ’ ένα χειμώνα που επίκειται η εξίσωση του φόρου του πετρελαίου κίνησης με το πετρέλαιο θέρμανσης.
Η τελευταία – προς το παρόν τουλάχιστον – πράξη αυτού του έργου παίχτηκε με επίκεντρο τη διαδικασία βίαιης αναδιάρθρωσης των εργασιακών σχέσεων. Κι σ’ αυτή την περίπτωση αντίστοιχα οι αρχικές διαρροές μήνες πριν μιλούσαν για οριστική κατάργηση του ΟΜΕΔ, για δυνατότητα σύναψης επιχειρησιακών συμβάσεων άνευ όρων και κατάργηση της ρύθμισης περί επέκτασης των συλλογικών συμβάσεων και τα μη μέλη των φορέων που συμμετέχουν στη διαβούλευση. Όταν αυτές αποκρυσταλλώθηκαν σ’ έναν νόμο που δεν καταργεί τυπικά τον ΟΜΕΔ αλλά ουσιαστικά τον αδρανοποιεί, που ορίζει ένα πάτωμα 740 ευρω για τις επιχειρησιακές συμβάσεις – μείωση εως και 25% για αρκετούς εργαζομένους στον ιδιωτικό τομέα – και που διατηρεί τη δυνατότητα επέκτασης των συλλογικών συμβάσεων (διακυβεύοντας παράλληλα την ύπαρξη των ίδιων των συλλογικών συμβάσεων) περίσσεψαν μάλλον τα πυροτεχνήματα.
«Πρόκειται για στρατηγική χαμηλής μπαλιάς» επισημαίνει ο Μάκης Προδρομίτης Αναπληρωτής Καθηγητής Κοινωνικής και Πειραματικής Ψυχολογίας στο Πάντειο πανεπιστήμιο «πρώτα έρχεται μια μεγάλη απειλή και μετά ακολουθεί ένα ερέθισμα χαμηλότερης έντασης, ώστε να νιώθεις ευχαριστημένος παρόλο που και τα δυο είναι αρνητικά. Είναι ένας έξυπνος τρόπος για να μην εκραγείς. Δε μπορεί όμως να γίνεται συνέχεια αυτό. Όσο μεγαλύτερη συνείδηση υπάρχει και αναβαθμισμένη έννοια περί δικαιοσύνης, τόσο πιο εύκολα ο κόσμος ανακαλύπτει ότι η εξουσία παραβιάζει ένα συμβόλαιο κοινωνικής συνύπαρξης»
Αυτή η εντέχνως ενορχηστρωμένη επικοινωνιακή επιχείρηση που αποσκοπεί στη διασπορά του φόβου και τη μείωση των προσδοκώμενων αντιστάσεων μοιάζει με πείραμα κοινωνικής ψυχολογίας. Ίσως και με τις ιστορίες του Χότζα. Ιδιαίτερα μ’ αυτήν όπου ένας φτωχός οικογενειάρχης απευθύνεται οργισμένος στο Χότζα γιατί ασφυκτιά στο μικρό σπίτι του με την πολυμελή οικογένεια του. Ο Χότζα του προτείνει να προσθέσει στο σπίτι του έναν σκύλο, μια γάτα και έναν γάιδαρο. Αυτός δυσανασχετεί ακόμα παραπάνω. Μετά ο Χότζα του προτείνει να βγάλει από το σπίτι το γάιδαρο και ο οικογενειάρχης τον ευχαριστεί γιατί επιτέλους ανάσανε.
Το μόνο σίγουρο είναι ότι σ’ αυτό το πόκερ εντυπώσεων, τα χαρτιά είναι σημαδεμένα και ορισμένοι παίχτες βγαίνουν πάντα χαμένοι. Η σχέση που διέπει τις ανοιχτές τηλεοράσεις με τα ανοιχτά μυαλά δεν είναι απαραίτητα ανάλογη , μπορεί να είναι και αντίστροφητελικά. Όπως εύστοχα αποκρυσταλλώνεται στους τοίχους των Εξαρχείων «όσο πιο πολλά κουτιά αναμμένα, τόσο πιο πολλά μυαλά κλειστά»
«Τα Μέσα Ενημέρωσης μας μεταδίδουν τη φωνή της κυβέρνησης και η εγγύτητα τους στη φωνή αυτή βασίζεται σε συμμαχία ή σε ταύτιση μαζί της. Η κριτική στάση προς την κυβέρνηση έχει σε πολύ μεγάλο βαθμό περιοριστεί και η ανεξαρτησία των Μέσων απειλείται με πρωτοφανείς τρόπους» γράφει μεταξύ άλλων η Αμερικανίδα Καθηγήτρια Judith Butler αναφερόμενη στην επικοινωνιακή διαχείριση του «πολέμου ενάντια στην τρομοκρατία» .Αυτή η διαπίστωση όμως αν δεν έχει διασυνοριακή ισχύ, σίγουρα αποτυπώνει αυτό που διαδραματίζεται στα ελληνικά δελτία των 8. Από τα σβησμένα με μπλάνκο ονόματα δημοσιογράφων που συγκροτούσαν τα pay roll της Siemens, μέχρι την ομολογία του Γιώργου Φλέσσα, προέδρου της εταιρείας Civitas, στην Εξεταστικής Επιτροπή της Βουλής για τα «σεμινάρια» σε παράγοντες των media που ανέλαβε η εταιρεία για λογαριασμό του ΔΝΤ, η τριγωνομετρία ΜΜΕ – πολιτική εξουσία – οικονομικά συμφέροντα έχει πολλάκις επισημανθεί και δεν προκαλεί έκπληξη σε κανέναν. Εξακολουθεί όμως να προκαλεί φόβο και σύγχυση.
Αν στην αξιολόγηση της Τρόικα για την εκπλήρωση των οικονομικών στόχων από τα αρμόδια υπουργεία υπάγονταν και τα ΜΜΕ, τότε ορισμένα εξ αυτών θα είχαν ίσως και καλύτερες επιδόσεις από τους ίδιους τους Υπουργούς. Η υλοποίηση του Μνημονίου και των σκληρών μέτρων που συνεπάγεται δεν προϋποθέτει μόνο μια κυβέρνηση πρόθυμη να τα νομοθετήσει, αλλά και δημοσιογραφικά στελέχη πρόθυμα να καταχωνιάσουν τον Κώδικα Δεοντολογίας στο βάθος της βιβλιοθήκης τους. Βασική όψη μιας καλά σχεδιασμένης επικοινωνιακής στρατηγικής, όπως προκύπτει και από πρόσφατη έρευνα του Παντείου πανεπιστημίου, είναι η κινδυνολογία και η δραματοποίηση.
Το κόλπο είναι γνωστό: «πηγές» των αρμόδιων Υπουργείων διαρρέουν μεταρρυθμίσεις ιδιαίτερης σκληρότητας, τις οποίες αφειδώς και χωρίς τεκμηρίωση αναπαράγει η πλειοψηφία των Μέσων. Ακολουθεί ένας τηλεοπτικός τζόγος και εν τέλει τα μέτρα κλειδώνουν σε μια ηπιότερη εκδοχή των αρχικών προβλέψεων διατηρώντας σχεδόν ανεπηρέαστο το μεγάλο κοινωνικό κόστος. Έτσι αυτοί που θεσπίζουν τις πλέον επαχθείς ρυθμίσεις της Μεταπολίτευσης, εμφανίζονται ως άτεγκτοι μαχητές των κοινωνικών κεκτημένων που κατόρθωσαν ύστερα από πυρετώδεις διαβουλεύσεις να μην τα καταργήσουν στο σύνολο τους αλλά στην πλειοψηφία τους. Οι πολίτες πάλι παίρνουν μιαν ανάσα ανακούφισης, αφού ο πυροβολισμός δεν θα είναι εξ επαφής αλλά στα 100 μέτρα.
Τα σενάρια που αναπτύσσονταν στα τηλεοπτικά πάνελ περί πλήρους κατάργησης του 13ου και 14ου μισθού στο δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα λίγο πριν την κύρωση του Μνημονίου, είναι από τα χαρακτηριστικότερα δείγματα γραφής του τελευταίο εξαμήνου. «Σκληρή μάχη με την τρόικα για το 13ο και 14ο μισθό στον ιδιωτικό τομέα» ήταν ο τίτλος του κεντρικού δελτίου ειδήσεων στο Mega στις 30 Απριλίου. Υπό αυτές τις συνθήκες η ανακοίνωση στις 2 Μάιου από το Γιώργο Παπακωνσταντίνου της αντικατάστασης του 13ου και 14ου μισθού στο δημόσιο από το επίδομα των 1000 ευρώ (για μεικτές αποδοχές που δεν υπερβαίνουν τις 3000 ευρώ), η αντικατάσταση της 13ης και 14ης σύνταξης σε δημόσιο και ιδιωτικό με το επίδομα των 800 ευρώ και η «διάσωση» του 13ου και 14ου μισθού στον ιδιωτικό τομέα, αναδείχθηκε σε μεγάλη νίκη της ελληνικής κυβέρνησης. Μόνο η τότε δήλωση του επικεφαλής του ΔΝΤ Πολ Τόμσεν ότι «είναι περιττή η σύσταση για μισθολογικές περικοπές στον ιδιωτικό τομέα» αμαύρωσε λίγο τη φιέστα. Το έργο ολοκληρώθηκε με την προεκλογική γαλαντομία του Πρωθυπουργού για τον «αναδιανεμητικό» μηχανισμό των 100 ευρώ στους χαμηλοσυνταξιούχους.
Αντίστοιχα με ικανοποίηση υποδέχτηκαν τα media την είδηση για τη μη κατάργηση των συντάξεων χηρείας και των άγαμων θυγατέρων , αφού για ένα μεγάλο διάστημα διοχετεύονταν εκτιμήσεις για το αντίθετο. Η ικανοποίηση μάλιστα ήταν τέτοια που σχεδόν επισκίασε μια ασφαλιστική μεταρρύθμιση που ορίζει ότι τα όρια συνταξιοδότησης θα υπολείπονται ελάχιστα του προσδόκιμου ζωής, ενώ οι συντάξεις θα ξεπερνούν οριακά τα προνοιακά επιδόματα.
Από την άλλη η ρητορική περί απολύσεων των δημοσίων υπαλλήλων αναμοχλεύεται με διάφορες ευκαιρίες. Είναι ενδεικτικό το πρωτοσέλιδο της εφημερίδας «Παρόν της Κυριακής» στις 8 Αυγούστου: «250.000 απολύσεις δημοσίων υπαλλήλων, τελεσίγραφο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής». Μια τέτοια απειλή πρέπει να διατηρείται ενεργή για να απορροφά τις αντιδράσεις από το πάγωμα ουσιαστικά των προσλήψεων στο δημόσιο, τις αναγκαστικές μετατάξεις των δημοσίων υπαλλήλων, τις περαιτέρω μειώσεις των απολαβών τους με το ενιαίο μισθολόγιο ,τις απολύσεις χιλιάδων συμβασιούχων από τον ευρύτερο δημόσιο τομέα και τις μαζικές αποκρατικοποιήσεις.
«Ομολογία – σοκ για τα κενά στα σχολεία. Διαμαντοπούλου: Εφέτος θα είναι η δυσκολότερη χρονιά» έγραφε στις 24 Αυγούστου η εφημερίδα «Το Βήμα». Χρειάστηκε λιγότερο από ένας μήνας για να αναστηλωθεί το προφίλ της Υπουργού. Στις 14 Σεπτεμβρίου η Άννα Διαμαντοπούλου δήλωνε στο Mega ότι «ήταν η δυσκολότερη χρονιά με το καλύτερο αποτέλεσμα» . Έτσι στη δημόσια εικόνα κυριάρχησαν τα εύσημα για τα 20.000 κενά (νούμερο που διέρρευσαν «κύκλοι» του Υπουργείου) που έγιναν 2500 (αμφισβητούμενο νούμερο από τις εκπαιδευτικές ομοσπονδίες) και όχι τα ένσημα που μάταια κυνηγούν οι αδιόριστοι που σε μεγάλο βαθμό κάλυψαν αυτά τα κενά σε υπεράριθμα τμήματα για 150 ευρώ το μήνα.
Ενώ, όταν για ένα μήνες σε βομβαρδίζουν με την είδηση της επερχόμενης συνολικής μετάταξης προϊόντων και υπηρεσιών από το 11 στο 23% του ΦΠΑ, το να σου πουν ότι τελικά η μετάταξη θα είναι μερική και επιπλέον θα υπάρξει μια αύξηση των 2 – 3 μονάδων, σχεδόν συνεπάγεται ένα θερμό «ευχαριστώ» για τη μεγαλοψυχία. Εξάλλου θα είναι το μοναδικό θερμό πράγμα σ’ ένα χειμώνα που επίκειται η εξίσωση του φόρου του πετρελαίου κίνησης με το πετρέλαιο θέρμανσης.
Η τελευταία – προς το παρόν τουλάχιστον – πράξη αυτού του έργου παίχτηκε με επίκεντρο τη διαδικασία βίαιης αναδιάρθρωσης των εργασιακών σχέσεων. Κι σ’ αυτή την περίπτωση αντίστοιχα οι αρχικές διαρροές μήνες πριν μιλούσαν για οριστική κατάργηση του ΟΜΕΔ, για δυνατότητα σύναψης επιχειρησιακών συμβάσεων άνευ όρων και κατάργηση της ρύθμισης περί επέκτασης των συλλογικών συμβάσεων και τα μη μέλη των φορέων που συμμετέχουν στη διαβούλευση. Όταν αυτές αποκρυσταλλώθηκαν σ’ έναν νόμο που δεν καταργεί τυπικά τον ΟΜΕΔ αλλά ουσιαστικά τον αδρανοποιεί, που ορίζει ένα πάτωμα 740 ευρω για τις επιχειρησιακές συμβάσεις – μείωση εως και 25% για αρκετούς εργαζομένους στον ιδιωτικό τομέα – και που διατηρεί τη δυνατότητα επέκτασης των συλλογικών συμβάσεων (διακυβεύοντας παράλληλα την ύπαρξη των ίδιων των συλλογικών συμβάσεων) περίσσεψαν μάλλον τα πυροτεχνήματα.
«Πρόκειται για στρατηγική χαμηλής μπαλιάς» επισημαίνει ο Μάκης Προδρομίτης Αναπληρωτής Καθηγητής Κοινωνικής και Πειραματικής Ψυχολογίας στο Πάντειο πανεπιστήμιο «πρώτα έρχεται μια μεγάλη απειλή και μετά ακολουθεί ένα ερέθισμα χαμηλότερης έντασης, ώστε να νιώθεις ευχαριστημένος παρόλο που και τα δυο είναι αρνητικά. Είναι ένας έξυπνος τρόπος για να μην εκραγείς. Δε μπορεί όμως να γίνεται συνέχεια αυτό. Όσο μεγαλύτερη συνείδηση υπάρχει και αναβαθμισμένη έννοια περί δικαιοσύνης, τόσο πιο εύκολα ο κόσμος ανακαλύπτει ότι η εξουσία παραβιάζει ένα συμβόλαιο κοινωνικής συνύπαρξης»
Αυτή η εντέχνως ενορχηστρωμένη επικοινωνιακή επιχείρηση που αποσκοπεί στη διασπορά του φόβου και τη μείωση των προσδοκώμενων αντιστάσεων μοιάζει με πείραμα κοινωνικής ψυχολογίας. Ίσως και με τις ιστορίες του Χότζα. Ιδιαίτερα μ’ αυτήν όπου ένας φτωχός οικογενειάρχης απευθύνεται οργισμένος στο Χότζα γιατί ασφυκτιά στο μικρό σπίτι του με την πολυμελή οικογένεια του. Ο Χότζα του προτείνει να προσθέσει στο σπίτι του έναν σκύλο, μια γάτα και έναν γάιδαρο. Αυτός δυσανασχετεί ακόμα παραπάνω. Μετά ο Χότζα του προτείνει να βγάλει από το σπίτι το γάιδαρο και ο οικογενειάρχης τον ευχαριστεί γιατί επιτέλους ανάσανε.
Το μόνο σίγουρο είναι ότι σ’ αυτό το πόκερ εντυπώσεων, τα χαρτιά είναι σημαδεμένα και ορισμένοι παίχτες βγαίνουν πάντα χαμένοι. Η σχέση που διέπει τις ανοιχτές τηλεοράσεις με τα ανοιχτά μυαλά δεν είναι απαραίτητα ανάλογη , μπορεί να είναι και αντίστροφητελικά. Όπως εύστοχα αποκρυσταλλώνεται στους τοίχους των Εξαρχείων «όσο πιο πολλά κουτιά αναμμένα, τόσο πιο πολλά μυαλά κλειστά»