του Θάνου Καραμπουρνιώτη
Βέβαια τα ΜΑΤ, την ΟΠΚΕ, τους ΔΙΑδες και λοιπούς του συναφιού τους, την τελευταία τρύπα του Ζουρνά ακόμη και στο (όχι και τόσο αυξημένο κοινωνικά και πνευματικά) επίπεδο της Ελληνικής Αστυνομίας τους γνωρίζαμε. Δεν είχαμε ποτέ καμιά αυταπάτη πως θα μπορούσαν να ‘’εκδημοκρατιστούν’’ όπως πρώην κυβερνήσεις με στόμφο διακήρυτταν. Γνωρίζαμε πως η σχετική παραγκώνισή τους τα τελευταία χρόνια ήταν προσωρινή και το τσεκούρι του πολέμου απέναντι σε όσους ακόμη επιλέγουν να αντιστέκονται, θα ξεθαβόταν πολύ γρήγορα με μια κυβέρνηση Νέας Δημοκρατίας.
Το πρόβλημα παρόλα αυτά δεν είναι αποκλειστικά οι δυνάμεις της καταστολής. Όσο και να προσπαθείς να διδάξεις σε ένα σκυλί να λύνει δευτεροβάθμιες εξισώσεις, τόσο θα σπαταλάς το χρόνο σου. Ποτέ δεν είχαμε ιδιαίτερες προσδοκίες από αυτούς εξάλλου. Το πρόβλημα είναι βαθιά πολιτικοκοινωνικό και σε καμία περίπτωση δεν ξεκινά από μια κυβέρνηση της Δεξιάς, αν και νομοτελειακά καταλήγει σε εκείνη.
Ένα παράλληλα θετικό αλλά και πολύ αρνητικό στοιχείο που έχει προσφέρει η διάδοση των κοινωνικών δικτύων είναι πως πλέον είμαστε σε θέση να αναγνωρίζουμε ποσοτικά και όχι απλά ποιοτικά τις κυριαρχούσες τάσεις/απόψεις σε επίπεδο κοινής γνώμης. Κάτω από κάθε ποστ μεγάλης σελίδας είμαστε σε θέση να μετρήσουμε την απήχηση της εκάστοτε τοποθέτησης από τα σχόλια της μάζας των αναγνωστών.
Έχοντας αναφέρει τα παραπάνω, δε νομίζω πως θα έπεφτε κανείς από τα σύννεφα σε περίπτωση που ισχυριζόμουν πως η πλειοψηφία του κοινωνικού ιστού, παρά τα στοιχεία αστυνομικής αυθαιρεσίας που προκύπτουν καθημερινά στη δημόσια σφαίρα μέσω βίντεο και φωτογραφιών, θεωρεί πως καλώς η αστυνομία προβαίνει σε βαναυσότητες έναντι διαδηλωτών. Η συζήτηση έχει μετατοπιστεί από το εάν υπάρχει ή όχι αυταρχική καταστολή. Το πεδίο στο οποίο αναφερόμαστε πλέον είναι η αυτόματη αποδοχή της ύπαρξής της και στο κατά πόσο αυτή μπορεί να δικαιολογηθεί ή όχι με ηθικούς πλέον όρους. Η κύρια τοποθέτηση έρχεται κάπως έτσι ‘’Καλά τους κάνουν και τους σαπίζουν στο ξύλο. Τι περιμένουν δηλαδή όταν ασκούν βία, καίνε αμάξια και αυτοκίνητα; Να μη δεχτούν βία πίσω;’’. Η θέση αυτή όμως έχει τόσες προβληματικές εκφάνσεις, που ξεκινούν από ζητήματα νομικής φύσεως και φτάνουν σε επίπεδο κοινωνικής ηθικής.
Κατ’ αρχάς έχει πλήρως εξοστρακιστεί από τον διάλογο το τεκμήριο της αθωότητας. Επί του πρακτέου η λογική αλληλουχία είναι η ακόλουθη: ‘’Για να έφαγες ξύλο από τα ΜΑΤ σημαίνει πως ήσουν στην πορεία, άρα συμμετείχες στα μπάχαλα, άρα άσκησες βία, άρα σου άξιζε η βία που δέχτηκες ως ανταπόδοση των πράξεών σου’’. Με λίγα λόγια όποιος συμμετέχει σε πορεία, είναι ένοχος μέχρι αποδείξεως του εναντίου. Έτσι έρχεται στα δικά σου χέρια να αποδείξεις πως δεν είσαι ελέφαντας και όχι του κατηγόρου σου (της ΕΛ.ΑΣ.) να αποδείξει πως προέβης σε έκνομες πράξεις. Απίστευτα στρεβλή αντιστροφή της φύσης του δικαϊκού συστήματος που διέπει ένα δυτικό αστικοδημοκρατικό κράτος.
Εν συνεχεία επιχειρείται η άμεση εξίσωση της βίας του ‘’παράνομου’’ πολίτη, με την άσκηση βίας του δημοσίου λειτουργού ως απάντηση. Για διευκόλυνση της συζήτησης λοιπόν, ας λάβουμε ως δεδομένο ότι όλοι οι διαδηλωτές στους οποίους ασκήθηκε βία από τις δυνάμεις καταστολής, προέβησαν σε έκνομες ενέργειες. Το πρόβλημα εδώ είναι πως αυτές οι παράνομες ενέργειες τους οδήγησαν εξ αρχής στο να προσαχθούν ή ακόμη και να συλληφθούν ώστε να οδηγηθούν στη δικαιοσύνη για τα πεπραγμένα τους. Όταν όμως η αστυνομία ως ανταπάντηση προβαίνει και η ίδια σε παράνομες ενέργειες, δέρνοντας κόσμο αφού τον έχει ακινητοποιήσει, αφού τον έχει προσαγάγει ή αφού τον έχει συλλάβει, τη στιγμή που δεν έχει τη δυνατότητα να αμυνθεί, τότε η κίνηση αυτή με κάποιον μαγικό τρόπο αποβάλλει το χαρακτηριστικό της ανομίας; Η βία του κράτους είναι νόμιμη υπό οποιουσδήποτε όρους και εάν αυτή ασκείται; Στυγνές δικτατορίες φθονούν βαθιά τη συλλογιστική αυτή πορεία.
Από πλευράς ηθικής πάλι, πως είναι δυνατόν να δικαιολογήσεις την άσκηση βίας σε κάποιον άνθρωπο ανήμπορο να αμυνθεί της σωματικής του ακεραιότητας; Οτιδήποτε και εάν έχει κάνει (ή δεν έχει κάνει όπως συνηθίζουμε να βλέπουμε τον τελευταίο καιρό με κατασκευασμένα κατηγορητήρια) πως είναι δυνατόν να καταπατάς κάθε δικαίωμά του σε αξιοπρέπεια και σωματική ή πνευματική υγεία; Οι πιο στυγνοί δολοφόνοι δικαιούνται ανθρώπινης μεταχείρισης από το κράτος, πόσο δε μάλλον απλοί πολίτες που ασκούν το δικαίωμά τους στη διαδήλωση. Ακόμη και σε περιόδους πολέμου, το διεθνές δίκαιο προνοεί και απαγορεύει την άσκηση άγριας συμπεριφοράς ή βασανιστηρίων σε αιχμαλώτους. Σε περιόδους κανονικότητας δεν μπορούμε να σεβαστούμε το στοιχειώδες αυτό δικαίωμα ανθρωπιάς; Και όλα αυτά μάλιστα σε πολίτες των οποίων καμία ενοχή δεν έχει αποδειχθεί, σε πολίτες έναντι των οποίων κανένα δικαστήριο δεν έλαβε ποτέ καταδικαστική απόφαση.
Το κράτος και η κυβέρνηση γνωρίζουμε ποιον ρόλο επιτελούν. Ο σκοπός τους δεν είναι διαφορετικός από την τρομοκράτηση των μαζών. Το μήνυμά τους το έχουν περάσει εις το έπακρο. Παίρνεις μέρος σε πορεία; Αντιστέκεσαι; Έχεις τις ίδιες πιθανότητες να φας ξύλο, να προσαχθείς, να συλληφθείς και να σε βαρύνουν ακόμη και χαλκευμένες κατηγορίες στο δικαστήριο, με τον λεγόμενο παρακρατικό μαυρομπάχαλο. Δε μας ενδιαφέρει εάν παρανόμησες ή όχι, και μόνο η συμμετοχή σου σε πορεία, επιβάλλει την παραδειγματική σου τιμωρία. Όλοι είστε ένοχοι μέχρι αποδείξεως του εναντίου. Την επόμενη φορά να προσέξετε καλύτερα που συμμετέχετε. Το νέο-παλιό δόγμα είναι πως το πρωτεύον στοιχείο της τιμωρίας σου δεν είναι το τι έχεις κάνει, αλλά το ποιος είσαι και τι πρεσβεύεις. Μικρή η διαφορά από τις γνωστές πολιτικές διώξεις.
Το ζήτημα είναι πως η πλειοψηφία του κοινωνικού σχηματισμού, παρά τα αδιάσειστα στοιχεία αστυνομικής βαναυσότητας που έχουν προκύψει (και) τον τελευταίο καιρό, επιλέγει να εθελοτυφλεί. Το τρίπτυχο ‘’Ησυχία-Τάξη-Ασφάλεια’’ έχει κυριαρχήσει στη συνείδηση του κόσμου. Ό,τι και να δείξεις, ό,τι και να πεις, ό,τι και να αποδείξεις οι νοικοκυραίοι πάντα θα στέκονται απέναντί σου.
Και τι να κάνεις για αυτό, να τα παρατήσεις; Να πας σπίτι σου; Όχι. Εδώ ακριβώς είναι που η πραγματική δημοσιογραφία έχει καθήκον να επιμείνει και να παλέψει για την ανάδειξη της πραγματικότητας, παρά τις αναρίθμητες αντιξοότητες, κρατικές και κοινωνικές. Δεν υπάρχει διαφορετικός δρόμος. Μια ζωή στις ήττες, μια ζωή όμως και στην αλήθεια. Έστω λίγοι και καλοί. Ακόμη και αυτοί αρκούν. Όλες οι επαναστάσεις εξάλλου, από λίγους ξεκίνησαν.