της Ρόζα Ισμαϊλάι

Τον Γενάρη ολοκληρώθηκαν πέντε χρόνια από την μέρα που έβγαλα ελληνικό διαβατήριο. Πέντε χρόνια που είμαι η μόνη Ελληνίδα σε μια Αλβανική οικογένεια. Πέντε χρόνια που έχω άλλο επίθετο από αυτό των γονιών μου.

-Μεγάλωσα και γεννήθηκα στην Ελλάδα από μετανάστες γονείς από την Αλβανία
-Είμαι Ελληνίδα με Αλβανική καταγωγή
-Είμαι Ελληνίδα…

Όσο το απλουστεύω τόσο περιπλέκεται.

Είμαι ένα από τα περισσότερα από 500.000 άτομα με μεταναστευτική καταγωγή στην Ελλάδα. Ήξερες ότι αν γεννηθείς στην χώρα δεν γίνεσαι αυτόματα πολίτης της; Εκτός εάν ήσουν επίμονος και τυχερός και πήρες την ιθαγένεια μέσω της φοίτησης σε ελληνικό σχολείο. Όχι τόσο εύκολο όσο ακούγεται. Στα μάτια του κράτους έχουμε μόνο υποχρεώσεις και κανένα δικαίωμα. Φορολογικές οφειλές αλλά καμία ψήφο. Η μόνο ορατότητα προέρχεται από την μεταναστευτική ιδιότητα που μας ακολουθεί σαν ανίατη ασθένεια. Αυτόματη κληρονομική κατάταξη στα κατώτερα στρώματα μιας κοινωνίας που υπενθυμίζει με κάθε τρόπο, συστηματικά και αδυσώπητα, ότι δεν θα μας αποδεχτεί εύκολα. Δεν θα γίνουμε ποτέ παιδιά της. Θα μπορούσε άνετα να είχαμε έρθει πέρσι. Τα ίδια δικαιώματα.

Θυμάμαι τις ατελείωτες ώρες αναμονής στα γραφεία μετανάστευσης. Τα πρώτα 22 χρόνια της ζωής μου, περίμενα σε μια ουρά που φάνταζε ατέλειωτη. Μητέρες, ηλικιωμένοι, άντρες με τα ρούχα της οικοδομής, μωρά που έκλαιγαν στο πάτωμα. Όλοι στην ουρά για το ίδιο πράσινο φως που μας επιτρέπει να μείνουμε άλλον ένα, τρία, πέντε χρόνια. Τα χέρια των γονιών μας ξεσκίστηκαν να καθαρίζουν τις λάτζες σας, να φτιάχνουν τα σπίτια σας και να οργώνουν τα χωράφια σας. Μια μικρογραφία ολόκληρης της αόρατης κοινωνίας σας σε μια ουρά.

Τον ρατσισμό τον πολεμούσα κάθε μέρα που μεγάλωνα στην επαρχία, από το πρωί που αντίκριζα τις ελληνικές σημαίες στην γειτονιά μου και στο σχολείο όταν ήμουν ένα από τα δύο «αλβανάκια».Το ίδιο σχολείο που μου έμαθε ελληνικά, μου δίδαξε και την γλώσσα της μισαλλοδοξίας, κάθε φορά που καθόμουν σε ένα θρανίο που έγραφε «Ελλάς ή τέφρα» .

Ωστόσο κατάλαβα πόσο συστημικός είναι όταν άρχισα να διαχειρίζομαι η ίδια τον φάκελο μετανάστευσης μου. Όντας γενικά φιλομαθής και με μια τάση για τα γράμματα, πήρα σβάρνα την νομοθεσία από τα 16 μου. Την αποστήθισα σαν το μόνο χρήσιμο Ευαγγέλιο.

«Ξέρεις να διαβάζεις ελληνικά;» με ρώτησε, ενώ με κοίταξε αφ ̓ υψηλού. Υπέγραψε εδώ!» Ήθελα τόσο να την διορθώσω αλλά κρατούσε στα χέρια της το μέλλον μου. Το σύστημα απαιτούσε απόδειξη εκπαίδευσης ή εργασίας, προκειμένου να ανανεωθεί η άδεια παραμονής μου. Αναρωτήθηκα γιατί με ρώτησε ενώ ήταν εμφανές ότι ξέρω να διαβάζω. Είχε μπροστά της την αναλυτική βαθμολογία μου. Αργότερα κατάλαβα ότι δεν ήταν ερώτηση, αλλά περιφρόνηση. Έτσι τους έδινα τον καλύτερό μου εαυτό κάθε χρόνο. Η σφραγίδα στο διαβατήριό μου σήμαινε άλλον έναν ασφαλή γύρο. Και πήγαινα πίσω στην τάξη… Μέχρι το τέλος του πανεπιστημίου.

Τα ενδιάμεσα χρόνια ήταν ένα συνονθύλευμα οργής και πολιτικής οργάνωσης. Βρήκα αδελφούς και συντρόφους στα μάτια των οποίων υπήρχε μόνο στήριξη και κατάλαβα ότι το σφάλμα είναι κοινωνικό, αλλά υπάρχει αγάπη. Μέσα μου, για έναν τόπο τόσο δικό μου όσο και ξένο. Έγινα Ελληνίδα τον Γενάρη του ‘17 μετά από ένα γράμμα που μου έλεγε να παρουσιαστώ στο τμήμα. Προετοιμασμένη για τα χειρότερα, πήρα διπλές φωτοτυπίες.

Ο αστυνομικός καθόταν βαριεστημένος στο μικρό του γραφείο. Μου παρέδωσε ένα χαρτί και τίποτα στην γλώσσα του σώματός του δεν μετέδιδε θετικότητα. Ίσως το πολυτιμότερο μου κατόρθωμα ήταν εκεί. Είχα την ελληνική ιθαγένεια! Με ρώτησε αν θέλω να κάνω το επίθετο μου ελληνικό. Είπα όχι. Θέλω να φαίνεται ξεκάθαρα, σκέφτηκα. Το έγραψε με ελληνικούς χαρακτήρες. Δύο λεπτά μετά ξεκίνησε η διαδικασία πλαστικοποίησης. Μου θύμισε το σύστημα που χρησιμοποιούσαμε για τα βιβλία του σχολείου. Χωρίς επεισόδια, φανφάρες και πανηγυρισμούς, βαριεστημένα και γρήγορα έγινα Ελληνίδα. Ένας αγώνας δέκα χρόνων για ένα κομμάτι πλαστικό.

Έναν χρόνο αργότερα ήμουν στο εξωτερικό με υποτροφία. Σπούδαζα επικοινωνία με στόχο να βεβαιωθώ ότι δεν θα σιωπήσουμε ποτέ. Όπου κι αν πήγαινα, υπήρχαν ντόπιοι, και ξένοι. Μόνο στην Ελλάδα και ίσως στο χωριό μου, ο ξένος σημαίνει αναγκαστικά λιγότερος.

Πέρσι το καλοκαίρι έλεγα στον μπαμπά μου για την μεταπτυχιακή μου έρευνα πάνω στις παρουσιάσεις των ΜΜΕ για τους πρόσφυγες στην Ελλάδα. Ο μπαμπάς μου δεν μιλάει πολύ για τις εμπειρίες του όταν πρωτοήρθε. Ήταν αρχες ‘90, το υβριδικό κομμουνιστικό καθεστώς του Χότζα μόλις είχε πέσει και εκείνος ήταν 17 χρονών.  Ένιωθα τυχερή γιατί όσα τράβηξα τα έζησα με την πολυτέλεια του να μιλάω την γλώσσα. Μπορούσα να με υπερασπιστώ. Δεν μπορώ να φανταστώ πως ήταν για εκείνον. Καθισμένη στο πίσω κάθισμα του αμαξιού του, μιλούσα με θυμό για το πόσο πάει η ταρίφα διακίνησης. Πόσα παίρνουν οι έμποροι για να μεταφέρουν πρόσφυγες από τα σύνορα και πόσο δύσκολο είναι για τους πρόσφυγες σήμερα να ενταχθούν.

Η απάντηση στο γρίφο του τι είμαι, ήταν ένα επαναλαμβανόμενο ζήτημα στη ζωή μου. Αλβανίδα στην Ελλάδα και Έλληνίδα στην Αλβανία, υπήρξε μια συνεχής υπενθύμιση της ανάγκης να με ορίσουν σαν άλλη. Η πολιτισμική,θρησκευτική και κοινωνική τριβή ανάμεσα τους έβρισκε πρόσωπο. Το δικό μου.

Βρήκα την ειρήνη μου όταν έφυγα από την Ελλάδα. Μακριά από τη μικροπολιτική της υπάρχει ένας απέραντος κόσμος. Βρίσκω ελπίδα στους ανθρώπους που μοιάζουν με μένα, που ενσωματώνουν τις διαφορές, που γεφυρώνουν τα χάσματα, που είναι λίγο και από τα δύο, και συνάντησα πολλούς.

Γράφοντας αυτές τις τελευταίες γραμμές, συνειδητοποιώ πως ο 14χρονος εαυτός μου δεν θα μπορούσε ποτέ να φανταστεί έναν κόσμο όπου το να είσαι Αλβανός δεν συνδέεται με υποτίμηση. Όταν ήμουν στις ΗΠΑ, το έβρισκαν εξωτικό. Στο Βέλγιο είναι απλά δεδομένο. Και με αυτή την έννοια, παύει να υπάρχει.

Εκπροσωπώ όλους αυτούς που στο πείσμα των καιρών μας γίναμε Έλληνες.

Από την άνεση της απόστασης μου, ονειρεύομαι την επιστροφή μου. Εκείνη την μέρα που θα γυρίσω, και θα τα αλλάξουμε όλα. Ξεκινώντας με την ένταξη και την εκπροσώπηση μας.

Ο αγαπημένος μου Χριστιανόπουλος είπε κάποτε «Και τι δεν κάνατε για να με θάψετε όμως ξεχάσατε πως ήμουν σπόρος ». Μας μεγαλώσατε με την προκατάληψη σας, έτσι που γίναμε δυνατά και αγέρωχα. Το μίσος σας μας πότιζε να φτάνουμε όλο και ψηλότερα.

Ερχόμαστε.

Είμαστε πολλοί.

Και έχουμε το βλέμμα στραμμένο σε έναν διαφορετικό ορίζοντα.