του Χρήστου Λάσκου
Υπάρχει, προφανώς, ένας αυτοπροσδιορισμός. Ο αρθρογράφος θεωρεί πως οι παραμείναντες στο ΣΥΡΙΖΑ, μετά την προκήρυξη των εκλογών του Σεπτεμβρίου του 2015 ως παρακολούθημα της παράκαμψης (sic) του «Όχι», από τον Τσίπρα, έχουν καταχωριστεί στην ιστορία ως μαλακοπίτουρες. Εν πάση περιπτώσει, αυτό αφορά, κατεξοχήν, σύμφωνα με τον αυτοπροσδιορισμό πάντα, τους σημερινούς ΝεΑρινούς και, ιδίως, το μισό υπουργικό συμβούλιο της διακυβέρνησης μαζί και τρεις γραμματείς του κόμματος.
Μιλώ για αυτοπροσδιορισμό, κατά κυριολεξία. Ο όρος μαλακοπίτουρας δεν έχει χρησιμοποιηθεί από κανένα αντίπαλο της επιλογής, που έκανε τότε ο Τσακαλώτος και οι υπόλοιποι. Γι’ αυτό και εγώ, στον τίτλο αυτού του άρθρου βάζω τη λέξη μέσα σε εισαγωγικά. Και για έναν άλλο λόγο: ο προσδιορισμός είναι πολύ ελαφρός, για να περιγράψει τα όσα συνέβησαν το καλοκαίρι του 2015.
Στην πραγματικότητα, αυτό που κάνει ο Τσακαλώτος είναι πολύ κοινό στα μαθήματα ρητορικής. Αποδέχεσαι έναν αρνητικό όρο για τον εαυτό σου και, έτσι, υπό προϋποθέσεις, ίσως και να «απαλλάσσεσαι». Είναι τόσο προφανές (;) πως δεν είσαι μαλακοπίτουρας, ώστε μάλλον δεν ισχύουν και τα άλλα, που σου αποδίδονται.
Το ίδιο ισχύει και σε σχέση με την τακτική του στρίβειν, γενικώς. Όταν, π.χ., λες πως η εξήγηση των όσων συνέβησαν τότε βασίζεται, σε σημαντικό βαθμό για όσους αρνήθηκαν την επιλογή του 3ου Μνημονίου, στην ιδέα ότι «μας πρόδωσε η ηγεσία». Εξήγηση, μάλιστα, κραυγαλέα μη -μαρξιστική, σύμφωνα με τον Τσακαλώτο.
Πρώτα απ’ όλα, δεν υπάρχει τίποτε καταστατικά «μη -μαρξιστικό» στην απόφανση «μας πρόδωσε η ηγεσία». Το ορθό τού να μη βασίζεσαι σε θεωρίες προδοσίας, όπως και σε θεωρίες συνωμοσίας, γενικότερα, δεν σημαίνει πως δεν συμβαίνουν προδοσίες ή ότι δεν εξυφαίνονται συνωμοσίες. Επειδή, μάλιστα, ο Τσακαλώτος χρησιμοποιεί συχνά το κλισέ πως «η ιστορία θα κρίνει», μπορώ να αναφέρω πως, τουλάχιστον, ένας από τους κορυφαίους, παγκοσμίως, ιστορικός έκρινε, ήδη τότε, στη βράση: ο Πέρι Άντερσον, τον Αύγουστο του ’15, ισχυρίστηκε πως όσα συνέβησαν αποτελούσαν τη μεγαλύτερη προδοσία του εργατικού κινήματος από τον αντίστοιχο μήνα του 1914, όταν η Γερμανική Σοσιαλδημοκρατία ψήφισε τις πολεμικές δαπάνες, νομιμοποιώντας την εκκίνηση του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
Αποδέχομαι ότι, για μια σειρά από λόγους, πρόκειται για υπερβολή, εκτός αν αντιληφθούμε την χρήση της λέξης «προδοσία» μεταφορικά. Αν, δηλαδή, τη θεωρήσουμε ως φορέα της έμφασης στην καταστροφικότητα της επιλογής. Η επιλογή του 3ου Μνημονίου -κι αυτό το μοιράζομαι με τον Άντερσον- έκανε ανυπολόγιστη, μη αναστρέψιμη, παρά μετά από, κανείς δεν ξέρει, πόσο πολύ καιρό, ακραία ζημία στο ελληνικό και το διεθνές κίνημα. Η απόλυτη αποδοχή του ΤΙΝΑ υπήρξε ιστορικής σημασίας και τα απόνερα δεν θα αποσυρθούν καθόλου εύκολα.
Η επιλογή ο, εικαζόμενος ως, Αλιέντε να εφαρμόσει, στο 90, τουλάχιστον, τοις εκατό, το πρόγραμμα του Πινοσέτ, δεν μπορούσε παρά να παραγάγει αυτό το, ακραία καταστροφικό, αποτέλεσμα.
Στα περί «προδοσίας», όμως, υπάρχει και ένα ακόμα. Δεν επρόκειτο για κάτι, που έκανε η «ηγεσία». Επρόκειτο για πραξικόπημα του Τσίπρα και όσων τον ακολούθησαν. Η ηγεσία του κόμματος, η πλειοψηφία της ΠΓ και της ΚΕ -το κείμενο των 109 μελών της, ενάντια στην αποδοχή του Μνημονίου, είναι χαρακτηριστικό- δεν συναίνεσε ποτέ στις επιλογές αυτής της ομάδας. Πάνω από το μισό κόμμα, το 90% της νεολαίας, άλλωστε, αποχώρησε.
Ο Τσακαλώτος, όμως, αλλιώς τα κατάλαβε. Γι’ αυτό και αναγνωρίζοντας την αξία του «να συζητήσουμε για το ‘15», έστω εννιά ολόκληρα χρόνια μετά, να πώς το θέτει:
«Ένα κομβικό σημείο στις συζητήσεις είναι το πώς αξιολογούμε το καλοκαίρι του 2015: το δημοψήφισμα, τον συμβιβασμό με τους πιστωτές, το τρίτο μνημόνιο. Η στιγμή, δηλαδή, που ο ΣΥΡΙΖΑ επανεξελέγη κυβέρνηση με 35,46%».
Μάλιστα! Δεν ήταν η στιγμή που το Όχι έγινε Ναι, αλλά η στιγμή που ο ΣΥΡΙΖΑ επανεξελέγη. Αυτό δικαίωσε, προφανώς, την πραξικοπηματική δράση της πρωθυπουργικής ομάδας, σαφώς μειοψηφικής, ξαναλέω, στο κόμμα. Δικαίωσε και τον Τσακαλώτο να συνεχίσει να αυτοπροσδιορίζεται τότε, όχι ως μαλακοπίτουρας, αλλά ως αριστερή τάση, ως “53”, ενώ οι 26 από τους 53 είχαν αποχωρήσει -μεταξύ τους ο γραμματέας του ΣΥΡΙΖΑ και πολλά μέλη της ΠΓ και της ΚΕ. Αυτό δεν είναι, ίσως, «προδοσία», δεν το λες, όμως, και εντιμότητα.
Ωραία, θα πει κάποιος. Πραξικόπημα ξε-πραξικόπημα, «έσωσαν τη χώρα».
Όπως το θέτει ο Τσακαλώτος, «αν φεύγαμε από το ευρώ θα ακολουθούσε μια μεγάλη υποτίμηση και –για ένα διάστημα τουλάχιστον– εσωτερική και εξωτερική στάση πληρωμών που θα είχαν καταστροφικές κοινωνικές συνέπειες. Σε μια χώρα που είχε χάσει το 25% του ΑΕΠ, μια περαιτέρω απώλεια της τάξης του 25%, και ό,τι θα σήμαινε αυτό για τους μισθούς και το κοινωνικό κράτος, θα ήταν μη διαχειρίσιμη».
Και πάλι, μάλιστα. Δείτε, όμως, τι γράφαμε από κοινού, λίγα χρόνια πριν, το 2012, σε ένα βιβλίο που επηρέασε σημαντικά τη σχετική συζήτηση στο εσωτερικό του κόμματος: «[Α]ν προκειμένου να μείνει στο ευρώ, ο ελληνικός λαός θα έπρεπε να αντιμετωπίσει, α) μια εκτεταμένη περίοδο αναστολής της δημοκρατίας, με τους πολίτες να μην έχουν λόγο για τα ουσιώδη ζητήματα, που καθορίζουν τη ζωή τους, και β) μια παρόμοια περίοδο ύφεσης ή στασιμότητας, τότε, κάποια στιγμή, η έξοδος από το ευρώ θα προκύψει από τα πράγματα». Αν κρίνουμε από όσα συμβαίνουν γύρω μας, δώδεκα χρόνια μετά από όταν γράφονταν αυτές οι γραμμές, με την Ελλάδα, προτελευταία σε αγοραστική δύναμη στους «27» -και οσονούπω, βάσει των αριθμών τελευταία, αφού η Βουλγαρία πάει καλύτερα- και την εργατική τάξη και τη νεολαία, της οποίας το μεγαλύτερο μέρος είναι, οριστικά μάλλον, η κατώτερη ταξική κατηγορία στη χώρα, να βιώνουν συνθήκες εκμετάλλευσης της βικτωριανής εποχής, μάλλον παλιά είχε δίκιο ο αρθρογράφος.
Όπως και νάχει πάντως, επιχείρημα για την αλλαγή της τοποθέτησής του δεν μας προσφέρει -το παραμικρό. Μας καλεί, απλώς να τον πιστέψουμε.
Υπάρχει, όμως, ένα ακόμη στοιχείο ανάλυσης στο άρθρο για τους μαλακοπίτουρες, που αξίζει σχολιασμού. Είναι αυτό, που αποδίδει στο Βαρουφάκη την πεποίθηση πως «αγοράζουμε χρόνο» με όσα κάνουμε. Δεν ξέρω τι υποστήριζε ο τότε υπουργός οικονομικών σχετικά. Αυτό που ξέρω είναι ότι ο Βαρουφάκης αποδέχτηκε ευθαρσώς, εδώ και καιρό, ότι η περίφημη συμφωνία της 20ης Φεβρουαρίου, που επέδρασε καθοριστικά στην εξέλιξη των πραγμάτων, ήταν μέγιστο σφάλμα, ενώ, από τη μεριά των υπουργών, που σήμερα συγκροτούν τη ΝεΑρ, δεν έχει ακουστεί ίχνος αμφισβήτησης των τότε πολιτικών επιλογών. Όλο ακούμε «να μιλήσουμε», «να μιλήσουμε». Ας μιλήσουν, επιτέλους. Ποιος τους εμποδίζει;
Η σημερινή ΝεΑρ είναι, προς το παρόν, μια βουλευτική, πρώην υπουργική, συλλογικότητα. Δεν είναι κόμμα. Μάλλον, αυτή η συνθήκη αποτελεί παγκόσμια πρωτοτυπία, τουλάχιστον για την Αριστερά. Πολύ περισσότερο, όταν, ο Τσακαλώτος, όντας στην αριστερή τάση της πλειοψηφίας πριν το ’15, θεωρούσε εκ των ων ουκ άνευ την ανάγκη, για λόγους δημοκρατίας και ελέγχου των «ολιγαρχικών τάσεων», που δημιουργούν όλοι οι πολιτικοί οργανισμοί, να μην μένει κανείς περισσότερο από δύο θητείες σε οποιοδήποτε «αξίωμα». Και πέρασαν μπορεί και 20 χρόνια σε Κεντρικές Επιτροπές, Πολιτικά Συμβούλια και Κοινοβούλια. Εδώ δεν έχουμε ειρωνεία της ιστορίας, αλλά προωθημένο σαρκασμό. Στάση αξιών; Δεν νομίζω.
Επιπλέον, η ΝεΑρ είναι η πιο περήφανη για τα πεπραγμένα των κυβερνήσεων Τσίπρα ομάδα, στο σύνολο του πληθυσμού. Ο Κασσελάκης είναι, για τους δικούς του λόγους, αλλά ποιος δεν έχει τους δικούς του λόγους, περισσότερο κριτικός.
Σταματάω εδώ, με αυτά.
Δεν σημαίνει, καθόλου, πως όσοι θέτουμε αυτά τα ζητήματα δεν καταλαβαίνουμε την δεδομένη πολυπλοκότητα των πραγμάτων. Δεν μιλούσαμε εμείς για ζουρνάδες και νταούλια, αλλά αυτός που «σαν αυτόν πολιτικοί (sic) βγαίνουν κάθε εκατό χρόνια». Δεν ζητούσαμε επανάσταση το ’15. Μας έφτανε η επαναφορά του κατώτατου στα 751, ως πρώτο νομοθέτημα της κυβέρνησης, καθώς και η εκκίνηση μιας ριζοσπαστικής φορολογικής μεταρρύθμισης, με πρώτη την εκπόνηση περιουσιολογίου -τόσο κοινά και ελάχιστα ριζοσπαστικά. Αρκετά, όμως, ίσως, ως σήμα προς τις κατώτερες τάξεις στην Ελλάδα, αλλά και στον κόσμο, πως ξεκινάει μια ταξική αντεπίθεση, για πρώτη φορά μετά από 40 χρόνια θατσερισμού.
Δεν αποχώρησαν το ’15 οι «αριστεριστές». Αποχώρησε η πλειοψηφία, που λόγοι αυτοσεβασμού και δέσμευσης προς τον κόσμο της εργασίας, λόγοι αξιακοί, δεν τους επέτρεπαν να αποδεχτούν το πραξικόπημα της «ηγεσίας».
Και κάτι τελευταίο. Δεν είναι σεχταρισμός η πεποίθηση ότι είναι πολλοί οι λόγοι -μερικούς μόνο εξέθεσα προηγουμένως- που αφαιρούν αξιοπιστία από αυτούς που εγκαλούν, εν προκειμένω, τους άλλους για σεχταρισμό.
Δυστυχώς, σύντροφε Ευκλείδη, δεν υπήρξατε μαλακοπίτουρες.
Σε όλο αυτό, υπάρχει κάτι πολύ περισσότερο επιλήψιμο. Πολύ περισσότερο.