του Κωνσταντίνου Πουλή
Με ένα άρθρο στους Financial Times, με τίτλο «Οι αντιεμβολιαστές αποσπούν την προσοχή μας από μια σημαντικότερη απειλή», ο Τέντρος Αντανόμ Γκεμπρεγέσους εξηγούσε πέρσι ότι αν κανείς κοίταζε μόνο τα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης θα σχημάτιζε την εντύπωση ότι οι αντιεμβολιαστές είναι ο μόνος λόγος για την υποχώρηση του εμβολιασμού. Δεν είναι. Υπάρχει το ζήτημα της διαθεσιμότητας, εμβολίων και ασθενών. Πρόσθετε ότι αυτός ο διάλογος πρέπει να γίνεται με ταπεινότητα, όχι με διάθεση ταπείνωσης του άλλου.
Δεν επιθυμώ καθόλου να υποτιμήσω το ζήτημα του αντιεμβολιασμού. Τη δεκαετία του ’80 είχαμε επανεμφάνιση του κοκκκύτη στο Λονδίνο και πρόσφατα είχαμε επανεμφάνιση της ιλαράς σε χώρες όπως η Ιταλία, η Γαλλία και οι ΗΠΑ. Σε αυτό έχουν παίξει ρόλο οι ψευδοεπιστημονικές δημοσιεύσεις του Wakefield για τον αυτισμό. Επίσης, δεν ξέρω αν χρειάζεται να εξηγήσω ότι δεν είμαι αρνητής των εμβολίων. Τα εμβόλια δεν προκαλούν αυτισμό, το ξέρω. Γενικώς, τα εμβόλια δεν προκαλούν τίποτα, ιδίως όταν δεν τα έχεις. Αντιθέτως, αυτή τη στιγμή αυτό που βλέπω είναι ένας αυτάρεσκος εξευτελισμός των ιδεών των αρνητών, γεμάτος δυσανάλογο πάθος. Οι υπέρμαχοι του «ορθού λόγου» φοράνε πανοπλίες και τρυπάνε μπαλόνια. Κι εγώ πιστεύω στην επιστήμη. Δεν αρκεί όμως νομίζω να έχουμε δίκιο. Χρειάζεται και να σκεφτόμαστε τι είναι κρίσιμο κάθε στιγμή.
Μας έπρηξαν με τους αρνητές της μάσκας, στην αρχή της χρονιάς. Τους έδωσαν βήμα στην τηλεόραση, σαν να υπήρχαν ως κίνημα. Συκοφάντησαν μαθητικές καταλήψεις, παρουσιάζοντάς τες ως καταλήψεις εναντίον της μάσκας. Έκαναν διαδήλωση, τελικά, και ήταν τρεις άνθρωποι.
Φοβάμαι ότι η μονοθεματική σκιαμαχία με την ψευδοεπιστήμη στα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης είναι, με μία πανούργα ανατροπή, αφελής.
Η κυβέρνηση προσπαθεί συστηματικά να δημιουργήσει ένα δίπολο στο οποίο θα βρίσκεται από τη μία μεριά ο στιβαρός και ορθολογικός λόγος του «Τσιοδραλιά», του μίγματος κομματικής επιστήμης και αυταρχισμού που περνιέται για πολιτική αντιμετώπισης της πανδημίας, και από την άλλη διάφοροι αξιολύπητοι που ο ίδιος ο πρωθυπουργός ονομάζει «ψεκασμένους».
Έτσι, αυτή τη στιγμή γίνεται μια λυσσασμένη επίθεση εναντίον των αρνητών του εμβολίου πολλές φορές ερήμην του πραγματικού γεγονότος ότι πρέπει να υπάρχει ένα εμβόλιο για να το αρνηθεί κανείς. Όταν λέω υπάρχει, εννοώ να έχει εισαχθεί σε επαρκείς ποσότητες για να μπορέσει να γίνει εμβολιασμός ικανού μέρους του πληθυσμού έστω σε έναν ορίζοντα κάποιων μηνών. Διαφορετικά, κοροϊδευόμαστε μέσα στα μούτρα μας. Ή πιστεύουμε ότι το πιο επείγον ζήτημα της περιόδου είναι να υποχωρήσει η παραπληροφόρηση που θα μας εμποδίσει να κάνουμε επαρκή εμβολιασμό τον Απρίλιο;
Βλέπω πολλούς φίλους που έχουν βάλει στο προφίλ τους το γραφιστικό που λέει «Θα κάνω το εμβόλιο». Σκέφτομαι πως με μία περίεργη ανατροπή της πραγματικότητας, από εκεί που αυτό ήταν μία δήλωση προθυμίας για ένα εμβόλιο το οποίο θα προσφερόταν απέναντι σε σκεπτικούς πολίτες, τώρα ξαφνικά αυτή η ίδια η φράση ακούγεται κάπως επιθετική. Είναι σαν να θέλουν να προλάβουν να κάνουν ένα εμβόλιο το οποίο θα είναι περιζήτητο γιατί δεν φτάνει ούτε για ζήτω.
Ρωτώ με ειλικρινή απορία: αν το καλό σενάριο, να έχει μπορέσει να εμβολιαστεί ικανό μέρος του πληθυσμού μέχρι την άνοιξη, φαντάζει πια απρόσιτο, είναι λογικό η συζήτηση για το εμβόλιο να μονοπωλεί την καθημερινή μας ενημέρωση; Είναι κρίσιμο και επείγον ζήτημα αυτή τη στιγμή το πώς θα κλείσουμε ραντεβού για να εμβολιαστούμε την άνοιξη;
Λέμε ότι αφού φτάσουν τα εμβόλια σε μας και οργανωθεί ο εμβολιασμός, χρειάζεται απόσταση 21 ή 28 ημερών από την πρώτη στη δεύτερη δόση (ανάλογα με το εμβόλιο) και άλλη μία εβδομάδα στη συνέχεια μέχρι να λειτουργήσει το εμβόλιο. Χονδρικά άλλος ένας μήνας, αφού κανείς κάνει την πρώτη δόση. Η γενική εικόνα που προδιαγράφεται είναι ότι δεν πρόκειται να έχουμε αποτελέσματα πριν από την άνοιξη, αν όλα πάνε καλά. Στις ΗΠΑ οι NewYorkTimes έχουν μια μηχανή υπολογισμού για το πότε θα εμβολιαστεί ο καθένας. Αν βάλετε στην τύχη τα στοιχεία που έβαλα εγώ (δάσκαλος στην Αριζόνα), θα δείτε ότι υπάρχουν 20,7 εκ άλλοι να εμβολιαστούν πριν από σας, 450.000 στην Αριζόνα και 100 στο Greenlee County. Κι εκεί στην άνοιξη φτάνουμε.
Εμείς ακούμε τον υπουργό Υγείας να εξηγεί αρχικά ότι θα εμβολιάζει 2.000.000 πολίτες τον μήνα, κατηγορεί τον Τσίπρα ότι δεν επαληθεύτηκε ότι πρόκειται για εμπόριο ελπίδας, αλλά τελικά φτάσαμε στις 1.665.550 δόσεις ώς το τέλος Μαρτίου. Αν αυτό σημαίνει δύο δόσεις για κάθε εμβολιασμένο, πέφτουμε στο μισό, οπότε η εικόνα χειροτερεύει ακόμη περισσότερο. Μπορεί να κάνω λάθος και να μην έχω καταλάβει καλά: μιλάμε για ένα ποσοστό αρκετά μικρότερο από το 60-70% που απαιτείται προκειμένου να προστατευτεί ο πληθυσμός από τον ιό. Θυμίζω ότι ο αρχικός σχεδιασμός ανέφερε 25 εκατομμύρια δόσεις, ώστε να υπάρξει επαρκής κάλυψη.
Κατανοώ γιατί πρέπει να γίνει το εμβόλιο, κατανοώ ότι πρέπει να υπάρξει δημόσια στήριξη του εμβολιαστικού προγράμματος, αλλά εξακολουθώ να αναρωτιέμαι αν αυτό είναι το πιο επείγον ζήτημα που πρέπει να συζητηθεί τώρα. Και επιλέγω να μη συζητήσω καν λεπτομερώς τη στάση της Αυστραλίας, που δείχνει όμως ότι χρειάζεται να μιλήσουμε με ειλικρίνεια και σεβασμό προς τις απορίες των πολιτών.
Τα εμβόλια σώζουν ζωές, ναι. Επίσης, όμως, αναφέρεται ότι με εξαίρεση την ευλογιά, δεν μπορεί να υπάρξει εξαφάνιση μιας ασθένειας χωρίς να αντιμετωπίσει κανείς τους κοινωνικοοικονομικούς παράγοντες που γεννούν την ασθένεια, όπως είναι π.χ. σε κάποιες περιπτώσεις το αν υπάρχει καθαρό νερό. Στην περίπτωσή μας, υπάρχουν μελέτες που αναφέρουν ότι η ύπαρξη σοβαρής πρωτοβάθμιας φροντίδας θα ήταν η ενδεδειγμένη λύση. Γίνεται συζήτηση γι’ αυτό; Όχι.
Η έμφαση της κυβέρνησης στον αντιεμβολιασμό, που υπόσχεται δεύτερη λίστα Πέτσα, παρασύρει και πολίτες που κανονικά διαθέτουν κάποια αντανακλαστικά κριτικής, να καταπίνουν αμάσητη τη μεγάλη μάχη εναντίον των αρνητών. Είναι αδύνατον να ασκήσει κανείς κριτική στη συζήτηση για τα εμβόλια χωρίς να θεωρηθεί ψεκασμένος. Σαν να μην ήταν παρόντες ο Τσιόδρας και η Γιαμαρέλου σε προηγούμενα φαρμακευτικά παραστρατήματα.
Ομολογώ ότι δυσκολεύομαι να καταλάβω. Πολύ γρήγορα η συζήτηση χάνεται σε ένα πεδίο που είναι υπερβολικά εξειδικευμένο για εμάς τους μη ειδικούς, εξ ου και δεν συμμετέχω σε διαδικτυακές συζητήσεις. Όμως εγώ θα έπρεπε να καταλαβαίνω. Έχω κάποια μόρφωση, επαρκή για να μπορώ να γίνω αποδέκτης ενός σαφούς υγειονομικού μηνύματος προς τον γενικό πληθυσμό, και κυρίως έχω εμπιστοσύνη στην επιστήμη, είμαι ο πιο καλόπιστος αποδέκτης αυτών των απόψεων. Δεν προσεύχομαι και δεν πιστεύω στην «εναλλακτική ιατρική», σαν τον θείο με τα σημάδια πυρίτιδας, που γράφει ο Ρίλκε ότι «είχε παραιτηθεί από ταγματάρχης και τώρα έκανε αλχημιστικά πειράματα». Ωστόσο, όσο κι αν πιστεύω σε αυτό που ονομάζουμε «ιατρική που βασίζεται στην τεκμηρίωση» (evidence based medicine), δεν έχω βεβαίως τυφλή εμπιστοσύνη στον εσμό με τις άσπρες ποδιές που πλουτίζει από τον πόνο και τον θάνατο, δηλαδή τη φαρμακοβιομηχανία και τους εκπροσώπους της, γιατρούς και άλλους. Αντιλαμβάνομαι ότι μαζί με τη σωτηρία του ανθρώπου από πλήθος ασθενειών, η σχέση μας διέπεται από μία δυσπιστία που ακούει στην κωδική ονομασία «Novartis», λοιπόν δεν είμαστε τρελοί όσοι ζητούμε να καταλάβουμε και δεν έχουμε απόλυτη εμπιστοσύνη στην κυβέρνηση. Οι επιστήμονες που λαμβάνουν μέρος στον δημόσιο διάλογο θα πρέπει αναγκαστικά να ανεχθούν και τους άνεργους, τους κοινωνιολόγους, τους λογοτέχνες, τους οδοκαθαριστές, μοιραία. Γιατί όσα λάθη κι αν έχω κάνει σε επιμέρους ζητήματα, η συνολική εικόνα θα έπρεπε να έχει κάποια λογική, όρατη σε όλους, ακόμη και σε μένα.
Και αν αυτά έχουν τη συνέπεια να βγαίνω εγώ από τα ρούχα μου, φανταστείτε πως είναι να δίνεις τα ίδια παράλογα μηνύματα σε πολίτες με κάποια ροπή προς τη συνωμοσιολογία. Τους λες ότι θα έχουμε ανοσία με εμβόλια που θα καλύψουν το 10% του πληθυσμού τον Μάρτιο και αυτή η διαδικασία μονοπωλεί τη συζήτηση του Δεκεμβρίου, με εκατό νεκρούς τη μέρα. Εγώ δεν έχω καμία ροπή προς τη συνωμοσιολογία. Αλλά οι συνωμοσιολόγοι αυτού του κόσμου έχουν μισό δίκιο: υπάρχουν συνωμοσίες, όντως, και υπάρχει και συστημική προπαγάνδα. Φοβάμαι ότι αυτό που γίνεται αυτή τη στιγμή μακροπρόθεσμα θα πλήξει και δεν θα ενισχύσει το κύρος της επιστήμης.