Το ρίγος συνοδεύει κάθε ανάμνηση του Γεράσιμου Γαλάνη. Μια όμως εικόνα επιμένει. Η εικόνα μιας σκιάς που απλώνεται στη θολωτή καμάρα καθώς σκύβει ευλαβικά στο κατώφλι, ο λογισμένος νεκρός του Πάρνωνα ή του Μαίναλου.
του Σπύρου Γιανναρά
του Κωστή Λιόντη
Τόλης Καζαντζής
Η ιστορία αυτή θα έπρεπε ίσως να ξεκινήσει με λόγια εφάμιλλα του Νικολάι Λεσκόφ :
«Είναι φορές που στην επαρχία μας συναντάμε ανθρώπους
τόσο εξαιρετικούς, που η ανάμνησή τους, ακόμα και πολλά
χρόνια αργότερα, προκαλεί πάντα ένα είδος εσωτερικού ρίγους».
Το ρίγος συνοδεύει κάθε ανάμνηση του Γεράσιμου Γαλάνη. Μια όμως εικόνα επιμένει. Η εικόνα μιας σκιάς που απλώνεται στη θολωτή καμάρα καθώς σκύβει ευλαβικά στο κατώφλι, ο λογισμένος νεκρός του Πάρνωνα ή του Μαίναλου. Αποκαμωμένος, σκονισμένος κι αμίλητος, με μιλιούνια ψείρες να γεννοβολάνε στο κορμί του, ο αντάρτης κοντοστέκεται στο ανοιχτό στόμα του παμπάλαιου σπιτιού του με τους χοντρούς πέτρινους τοίχους και τους μικρούς φεγγίτες. Η εικόνα αυτή δεν λέει να με αφήσει. Γνωρίζοντας δε, πως η παραμικρή λεσκόφεια απόπειρα περιγραφής θα απόβαινε μοιραία ή παραπλανητική, καθώς η τέχνη της προφορικής αφήγησης θέλει να κατακτηθεί από την αρχή, αποδέχομαι το μεταφυσικό της εικόνας πρόσταγμα και ξεκινώ μ’ αυτή. Με τη σκιά που απλώθηκε μέρα μεσημέρι στις πέτρινες πλάκες της αρωνιαδίτικης καμάρας. Φράσσοντας το λευκό καλοκαιρινό φώς, το μαύρο περίγραμμα του πολεμιστή, φέρνει νοερά στο νου – με όλη του την εκτυφλωτική άλω ολόγυρά του – ένα άλλο είδος εικόνας· τη στενόμακρη μορφή κάποιου παλιού τέμπλου.
Η μονοσύλλαβη απαγορευτική κραυγή της γυναίκας του, κόβει την κουρασμένη φόρα του προελαύνοντος πολεμιστή, του άνδρα που δεν ορρώδησε μπροστά στις σφαίρες του εχθρού. Προλαβαίνει στον αέρα το βήμα που μετεωρίζεται για λίγο σαν του τσολιά, και κείνο επιστρέφει περίφοβο στο πέτρινο αγκωνάρι της εισόδου. Η κυρά Αρχόντω τον διώχνει πίσω στη πυρωμένη είσοδο, κάτω απ’ την ευεργετική σκιά της κληματαριάς, πλάι στο πηγάδι. Τον πλησιάζει, μα δεν τον αγγίζει, δεν τον πιάνει ούτε απ’ του μανικιού την άκρη. Τον περνάει πατώντας ακροποδητί απ’ το κοτέτσι, πίσω στο μικρό περιβόλι, όπου τον βάζει να γδυθεί μέχρι σκελέας. Εκείνος ακολουθεί κι υπακούει αμίλητος. Μέχρι να περάσει πάνω απ’ το κάθιδρο κεφάλι το κορδόνι του γυλιού του, εκείνη έχει βάλει φωτιά στο μεγάλο παλιοβάρελο του περιβολιού. Ύστερα πιάνει μ’ ένα μακρύ στραβό κλαδί ελιάς ένα ένα τα μολυσμένα ρούχα και τα πετάει στον πάτο του. Τον ακούει να γογγύζει σιγανά για το αμπέχονο, τη μάλλινη χλαίνη και τις πλεκτές περικνημίδες που του κράτησαν συντροφιά, κρατώντας τον συνάμα στη ζωή, πάνω στα απάτητα βουνά. Νιαουρίζει σαν παραπονιάρικο γατί. Όσο ξεντύνεται, με εκπληκτικά αργές, νωχελικές κινήσεις οπιομανούς, αποκαλύπτει ένα κάτασπρο κορμί με μπρούτζινα άκρα στο χρώμα του βαρελιού. Το λιπόσαρκο μωλωπισμένο κορμί, με τους ανάγλυφους λεπτότατους μυώνες πάνω στα κόκκαλα, το σκυφτό αμίλητο πρόσωπο με τα κατακόκκινα νυσταγμένα μάτια και η μακριά γκρίζα γενειάδα θυμίζουν έντονα ασκητή. Η κυρά Αρχόντω σμίγει ξαφνικά χείλη και φρύδια, κι απομένει να κοιτάζει, μες την αιφνίδια σιωπή, απορημένη· η σαρκοφανέλα του αντρός της στέκεται σχεδόν όρθια απ’ το πολύ μαμούνι.
Μια μονάχα στιγμή τα μαζεμένα δάχτυλά του ακραγγίξανε της συζύγου του τη ζαρωμένη χούφτα, καθώς άφηνε μέσα της τα περιδέραια με τις χρυσές κι ασημένιες μικρές εικόνες που φορούσε κατάσαρκα. Στη μια είχε την Παναγία και στην άλλη τον Άη Γιώργη τον τροπαιοφόρο. Είχε πια απομείνει πιο γυμνός κι απ’ τον Αδάμ. Έναν όμως Αδάμ που επέστρεψε απ’ την εξορία του Κάιν· γιατί έτσι τον αισθανόταν ο κυρ Γαλάνης τον πόλεμο στα κατάβαθα του. Έπειτα η κυρά Αρχόντω έβγαλε στο άψε σβήσε τρεις τέσσερις ξέχειλους κουβάδες κρυστάλλινο νερό και τον βάφτισε από την αρχή πολίτη. Ύστερα τον έμπασε στην μακρόστενη θολωτή καμάρα, τον έτριψε πατόκορφα σαν άρρωστο βρέφος με οινόπνευμα, και τον φάσκιωσε με ζεστές κουβέρτες. Πέρασε και τα μικρά εικονίσματα —με καθαρή ρακή όμως αυτά, κι όχι χυδαία αλκοόλη.
Αν κάτι έχω συγκρατήσει από κείνη την κυρτή πέτρινη καμάρα είναι η εντυπωσιακή δροσιά της· η αγαλλίαση του πυρωμένου σώματος που φιλοξενείται για λίγο εντός της· και η ηχηρή αντήχηση των δευτερολέπτων απ’ το σταθερό, επίμονο μέτρημα ενός τετράγωνου ρολογιού πάνω στο σκούρο σκρίνιο· στη βάση του ξύλινου ραδιοφώνου με το χειροποίητο κοπανέλι στην κορυφή. Όλα τα λιγοστά αντικείμενα μέσα στο δωμάτιο, ακινητούσαν με τρόπο εκκωφαντικό. Με τρόπο σχεδόν τρομακτικό. Αντηχούσαν ακινησία, όλη τη συσσωρευμένη, χρόνων και πόνων απουσία. Οι μικρές ασπρόμαυρες φωτογραφίες του ανδρόγυνου στα μικρότατα τους κάδρα, εικόνιζαν ανθρώπους από πάντα πεθαμένους. Ακόμα κι όταν εκείνοι κάθονταν σκυθρωποί πλάι στην περασμένη όψη τους· που ήταν απαράλλαχτη η τωρινή. Η όψη ευδαιμόνων ανθρώπων στο μεταίχμιο παρόντος κι αιωνιότητας.
Ψέματα· ο κυρ Γεράσιμος και η κυρά Αρχόντω δεν ήταν ποτέ τους σκυθρωποί ―ήταν άνθρωποι σοβαροί. Διέθεταν την αμίλητη εκείνη, μετρημένη αυστηρότητα του χαροκαμένου, σαν να υπενθύμιζαν διαρκώς πως η ζωή δεν σου επιτρέπει να την πάρεις ποτέ στ’ αστεία. Σοβαροί· με μια ανήκουστη όμως σοβαρότητα, γεμάτη πονεμένα και πονετικά χαμόγελα ―μια σοβαρότητα όλο γλύκα· στραγγισμένη απ’ την πίκρα. Απέπνεαν την «ήρεμη μακροβιότητα των καλώς πεπραγμένων» που αναφέρει ο ποιητής.
Ο Γεράσιμος Γαλάνης δεν ήταν ψηλός· βία ένα εξήντα. Είχε ωστόσο στιβαρό σκαρί, γερά γόνατα και ρωμαλέο στέρνο. Ανάσταινε με το στεγνό κορμί του, κάτι βγαλμένο μέσα απ’ του μύθου το θάμπος, το ελαφρύ μοιρολατρικό κύρτωμα του χωρικού, παντρεμένο την αρχοντική στερεότητα του στρατιώτη· τον στέρεο τρόπο με τον οποίο πατάνε στη γη ορισμένα αρχαϊκά ελληνικά αγάλματα. Διέσωζε μ’ άλλα λόγια επάνω του, μιαν αρχέγονη μνήμη σωματική· το περικαλλές απείκασμα μιας ημίθεης σωματοδομής. Εκείνης που μεγαλούργησε ζωσμένη τη χάλκινη αχαϊκή πανοπλία στα χώματα της Τροίας ή του Μαραθώνα. Το σκαρί του ηττημένου, παρόλα αυτά, πολεμιστή. Το δωρικό αυτό κορμί, το επί χιλιάδες χρόνια δοκιμασμένο στη σκληράδα των χθόνιων υλικών, ήταν που τον έφερε απ’ τα παγωμένα Τρίκορφα μέχρι τα τσιριγώτικα παράλια.
Για εκείνη την περιπετειώδη στα δικά μου παιδικά μάτια, περίοδο της ζωής του, δεν του έπαιρνες εύκολα κουβέντα. Καμιά φράση αν πετούσε μονάχα που και που, σφήνα, ανάμεσα στο μόνιμο μαράζι για τα τρέχοντα πολιτικά, τη σαπίλα και το τέλμα του τόπου· όπως τότε που πέταξε, όπως κανείς πετάει το γλυμμένο κουκούτσι απ’ το στόμα, πως μετά το τέλος του πολέμου, περπάτησε απόσταση – καβαλικεύοντας βουνά και κατρακυλώντας χαράδρες – πολύ μεγαλύτερη απ’ ό,τι απ’ τον Ισθμό ίσαμε το Γύθειο.
Τον Μάιο του ’41, με το που πάτησε ο πρώτος ξανθός στρατιώτης της Βέρμαχτ το πόδι του στο νησί (γιατί πρώτα ’φτάσαν οι Γερμανοί, έπειτα οι Ιταλοί και μετά και πάλι του Άιχμαν τα παιδιά) ο Γεράσιμος πέρασε απέναντι και βγήκε στο βουνό. Το όνομα του Μαρξ δεν το ‘χε ποτέ πάρει τ’ αυτί του· ούτε ήξερε δράμι από ιστορικό ή οποιονδήποτε άλλο υλισμό. Παρόλα αυτά εντάχθηκε με ενθουσιασμό στις τάξεις του ΕΛΑΣ ―για να πολεμήσει, όπως η ψυχή του πρόσταζε, τον τύραννο κατακτητή. Κι ας είχε η πατρίδα, στείλει στα σπίτια τους, τα μιλιούνια του διαλυμένου ασκεριού που κατηφόρισε όπως, όπως απ’ τις πλαγιές της Ηπείρου μέχρι την Πελοπόννησο.
Εκείνος όμως είχε αργήσει να σκαρφαλώσει στις χιονισμένες βορειοελλαδίτικες κορυφές. Λίγο πριν την κήρυξη του ελληνο-ιταλικού πολέμου τα Κύθηρα είχαν αποκτήσει το δικό τους στρατιωτικό απόσπασμα. Μια δράκα, διακοσίων ντόπιων φαντάρων αποσπασμένων από το 34ο Σύνταγμα Αθηνών, με μη Τσιριγώτη – ταγματάρχη – διοικητή. Αυτό το ελάχιστο κλάσμα πεζικού κλήθηκε να ενισχύσει, τον Οκτώβρη του ’40 ο εικοσαετής τότε Γεράσιμος Γαλάνης. Γνωρίζοντάς τον, εικάζω πως μέχρι τον Γενάρη του ’41, όταν και πήραν διαταγή να κατευθυνθούν μέσω Γυθείου, Πάτρας και Αμφιλοχίας προς το μέτωπο, θα πρέπει να παρακολουθούσε γεμάτος αγωνία, αλλά και αλγεινές τύψεις, τα πολεμικά τεκταινόμενα. Ο οκτάωρος καθημερινός ύπνος και το κατά το θαμποχάραμα, αργοπορημένο πρωινό ξύπνημα, όπως και το τακτικό συσσίτιο και η χοντρή κουβέρτα, μετέτρεπαν τη θητεία στο νησί σε κατασκήνωση για τον νεαρό αγρότη. Φτάνοντας λοιπόν τρεις μήνες μετά την έναρξη των εχθροπραξιών στο αλβανικό μέτωπο, οι Τσιριγώτες κληρωτοί είχαν αποφύγει το ανθρωπομακελειό του πρώτου εμπόλεμου χειμώνα. Εκείνος έφτασε στ’ αλβανικά σύνορα παραμονές της στρατιωτικής υποχώρησης. Δεν έμαθα ποτέ αν έζησε πόλεμο χαρακωμάτων ή αν μετέφερε απλώς πολεμοφόδια, οβίδες κυρίως, στις πρώτες γραμμές του μετώπου, όπως οι συντοπίτες του στην πλειονότητά τους. Στα βουνά της Πελοποννήσου αντίθετα, απ’ τη θέση του αντάρτη τη φορά αυτή, βάρεσε ουκ ολίγες φορές τη σκανδάλη, απαντώντας στα πυρά των Ιταλογερμανών κατακτητών. Δεν αποκάλυψε βέβαια ποτέ, το πού και το πότε «μάτωσε»· πότε εκτέλεσε τον πρώτο του συνεργάτη των Γερμανών, για το επιβεβλημένο βάπτισμα του πυρός. Εκείνο όμως το αίμα, η ανοιχτή αιμάσσουσα πληγή δεν έμελε ποτέ να επουλωθεί. Κι ο κυρ Γεράσιμος πάλευε μέχρι τα άγρια γεράματα με τον ψυχικό ακρωτηριασμό απ’ την εξολόθρευση του αντιπάλου· τον θανάσιμο τραυματισμό της ψυχής που οι ψυχαναλυτές ονομάζουν καταχρηστικά, ψυχικό τραύμα. Μην παρεξηγηθώ· δεν μιλώ για κάποια ψυχική ασθένεια, αλλά για τη μεγάλη ψυχική πληγή και την πάλη μετανοίας που αυτή επισύρει.
Τα χρόνια μετά τον θάνατό του άνδρα της, η κυρά Αρχόντω πύκνωσε τις επισκέψεις στο σπίτι μας. Με πρόφαση δυο αβγά, λίγα βλίτα ή ολόφρεσκα κολοκύθια που έφερνε απ’ το μποστάνι, καθόταν κι έπινε βαρύ ελληνικό με τη μάνα μου. Σε μια απ’ αυτές τις περαστικές καθισιές της, είχε εκμυστηρευτεί πως επιστρέφοντας ο Γαλάνης απ’ το μέτωπο είχε περιπέσει σε μεγάλο μαράζι· ένα εντόνως εντεινόμενο μαράζι, με την πάροδο των ετών. «Απάνω στο βουνό ονειρευόμουν συνεχώς την επιστροφή στο Τσιρίγο», της είπε με παράπονο, «αλλά με το που γύρισα πίσω, ήταν σαν να μη γύρισα πουθενά· όσο πάει δεν αναγνωρίζω ούτε τους χωριανούς, αλλά ούτε κι αυτόν που γύρισε πίσω».
Επιστρέφοντας ύστερα απ’ το αντάρτικο στο προαιώνιο πέτρινό του σπίτι, ο Γεράσιμος Γαλάνης περηφανευόταν παρόλα αυτά (ενδόμυχα κυρίως) πως απ’ τον πόλεμο γύρισε με το όπλο στο χέρι —μια παλιά ιταλική αραβίδα. Η κυρά του, η Αρχόντω από τη μεριά της, σταυροκοπιόταν περήφανη που γύρισε μ’ όλα τα δάχτυλα των ποδιών του. Αν και τα πληγιασμένα του πόδια έκαναν καιρό πολύ να γιάνουν. «Ούτε του χαλκοπόδαρου χρόνου δεν αντέχανε εκεί πάνω», έλεγε ο κυρ Γεράσιμος, σάμπως γελώντας και τρίβοντας τις πατούσες του. «Μην ακούς που λένε πως ο χρόνος δεν χαλάει τα ποδάρια του· εκεί απάνω, κι ο χρόνος ακόμα μέτραγε τις πληγές του», συνέχιζε, βλέποντας το απορημένο μου βλέμμα.
Για τον πόλεμο, όπως είδαμε, δεν έλεγε πολλά. Όσο για τον εμφύλιο το στόμα του το ‘χε ραμμένο. Τον φανταζόμουν με δασωμένο γένι και το όπλο στα βουνά, τον έβλεπα ύστερα με το κυριακάτικο κερί και σταυρό στην εκκλησιά, κι απορούσα. Ανάμεσα στα λιγοστά πορτρέτα των παιδιών και των εγγονών του, στον τοίχο του υπνοδωματίου του κρεμόταν κι ένα μεγάλο, λιτό ξύλινο κάδρο. Ολόγυρα του είχε περασμένες, σαν παράσημα ή ιερά αναθήματα, τις δικές του αλυσίδες με τα μικρά εικονίσματα. Φωτογραφημένος από χαμηλά σαν τους πρωθυπουργούς, ένας στρατιωτικός παπάς πάνω σ’ ένα μικρό ύψωμα με το τουφέκι στον ώμο, κοιτούσε το μέλλον κατά πρόσωπο. Μια παράδοξη – ανεξήγητη – καρτερική πραότητα αχνόφεγγε στο δικό του. Ο Γαλάνης μ’ έπιασε μια μέρα να περιεργάζομαι την ασπρόμαυρη εικόνα· υπομειδίασε, και μου είπε εμπιστευτικά, με μια ασυνήθιστη ωστόσο λάμψη στο πρόσωπο: «Καλύτερο παπά απ’ τον παπά Ανυπόμονο, δεν ξανά ‘δα στη ζωή μου. Μακάρι να ‘ταν και τούτοι δω οι τουρλωτοί σαν ελόγου του». Περαιτέρω εξήγηση δεν είχε· όχι γιατί δεν είχε πράγματι να δώσει, αλλά γιατί την είχε για αχρείαστη.
Και όντως με τα χρόνια, (ιδίως μετά την οριστική του αποχώρηση, όπως πάντοτε συμβαίνει) συνειδητοποίησα πως όλα όσα αναζητούσα και γύρευα να μάθω για κείνον, αχρείαστα λίγο πολύ ήταν. Αφού όλα τα χρηστά και χρειαζούμενα, φώναζαν μπροστά στα τυφλά μου μάτια. Οι ήρωες, όπως με τον καιρό κατάλαβα, είναι δυο λογιών· χωρίζονται σε εμφανείς και αφανείς· στου κόσμου το καύχημα και στους λατρεμένους των ολίγων. Όμως η δόξα ενίοτε αποδεικνύεται η πεπονόφλουδα του περιώνυμου, και με το πες, πες, πες, τον μετατρέπει σε ίνδαλμα του εαυτού του. Κι έτσι ο επιφανής ήρως καταλήγει όμηρος του ηρωισμού του, τον οποίο οφείλει πλέον να επαληθεύει ανά πάσα στιγμή. Για μια στιγμή ανδρείας, τρία κομμένα δάχτυλα ή μερικά σπασμένα πλευρά, ξοδεύει έπειτα μια ολόκληρη ζωή στη δικαιωματική διεκδίκηση των πρωτείων. Τους υψηλότερους θώκους και τις καλύτερες αντιμισθίες. Κι όσο ψηλότερα αναρριχάται στην εκτίμησή του, τόσο πιο χαμηλά εκπίπτει στην συλλογική συνείδηση. Διότι διάγει βίον, τιμής ένεκεν. Ενώ ο αφανής, συνήθως συνεχίζει να ντρέπεται για την πάρτη του, να υποφέρει για το χυμένο αίμα, παλεύοντας για τη βιωτή του. Καλή ώρα όπως ο γερό Γαλάνης, καθώς με τα χρόνια βαραίνουν εντός του οι υπόλοιπες καθημερινές στιγμές· ο τρωτός εαυτός με τις αναπόφευκτες φοβίες, τις μικρότητες και τις κακότητες του, επισκιάζοντας το παροδικό ανδραγάθημα. Δεν ξέρω αν ο κυρ Γεράσιμος είχε στο ενεργητικό του κάτι αρκούντως ηρωικό. Στα δικά μου μάτια έγινε αυθωρεί ήρωας ανεβαίνοντας στο βουνό, όπως ο πιστός που συγχωρείται απ’ την παρουσία του και μόνο στην εξομολόγηση. Εξάλλου μια βαθιά προσωπική εξομολόγηση, μια ερωτική παραδοχή είναι κι ο ηρωισμός· μόνο που συνειδητοποιείται συνήθως εκ των υστέρων. Αφού ο ήρωας έχει παλέψει γι’ αυτό που τον υπερβαίνει, συνέχοντάς τον.
«Σαν βγεις στον πόλεμο, δεν έχει πισωγύρισμα», συνήθιζε να λέει τον πρώτο καιρό της επιστροφής του στο νησί. Μάλλον γιατί αν επιστρέψεις, περνάς την υπόλοιπη ζωή σου παλεύοντας να συγχωρεθείς ―με τις δύο πάντα σημασίες της οριστικής λήθης που κουβαλάει η λέξη. Ακόμα βέβαια αναρωτιέμαι, αν η ατελεύτητη αυτή φράση, η κομμένη στα δυο, μ’ εκείνο το κολοβό γιατί που πλανάται στον αέρα, έκρυβε μέσα της την πίκρα του ηττημένου ή τον πόνο του επιζώντος.
Στα χρόνια που εγώ τον γνώρισα – αρχές της δεκαετίας του ’80 – ο Γαλάνης ήταν ένας απ’ τους καλύτερους, αν όχι ο εξέχων μελισσοκόμος του νησιού. Γιατί το μέλι του ήταν τόσο καθαρό, όσο ατόφιος ήταν κι ο ίδιος. Σαν τα μονοκόμματα θαλάσσια ξύλα με τα οποία φτιάχνονταν άλλοτε υπερπόντιων πλόων πλεούμενα. «Υπάρχουν άνθρωποι, που θέλουν να λέγονται μελισσοκόμοι, κοινοί ωστόσο κλεφτοκοτάδες, που παίρνουν τούτο το ατόφιο χρυσάφι και το νοθεύουν με ζάχαρη ή πατάτα», μουρμούριζε απογοητευμένος. «Ο άνθρωπος είναι το μοναδικό ζώο που μαγαρίζει τη φωλιά και το φαΐ του», συμπλήρωνε με μια ασύνειδη σοφία.
Εμείς νοικιάζαμε για είκοσι συναπτά έτη ένα ψαρόσπιτο στο σκάσιμο επάνω του κύματος, σ’ ένα ξέμακρο ψαροχώρι του νησιού. Ο κοντινότερος οικισμός απείχε μιάμιση ώρα καρόδρομο. Το υπεραιωνόβιο αυτό σπίτι είχε μια δωδεκάδα κληρονόμους στην Αυστραλία, και δυο στα Κύθηρα. Τα δύο τσιριγώτικα δέκατα τέταρτα, τα μοιράζονταν ο Γαλάνης και η μάνα μου, δείγμα μακρινής αξεδιάλυτης συγγένειας. Το εντελώς σπαρτιάτικο εκείνο σπιτικό το πληρώναμε ευτελώς, με τον χρόνο, για να ξεκαλοκαιριάζουμε το ονειρεμένο θερινό του τρίμηνο. Τα οικονομικά, μαζί με το περιβόλι στη πλάτη του σπιτιού, τα διαχειριζόταν ο Γαλάνης.
Το σπίτι πλάι στο κύμα, όπως κι ολόκληρο το μικρό ψαροχώρι διήγε βίον οιονεί αμετάβλητον, από τα αρχαϊκά χρόνια της δημιουργίας του. Έχοντας ωστόσο κάνει το απαραίτητο βήμα από το καντήλι και το σπαρματσέτο, στις λάμπες πετρελαίου και στο petrogaz. Ο Γαλάνης ερχόταν δυο φορές την εβδομάδα με το αντίστοιχα αρχαϊκό του αγροτικό, όλο σκούρα σημάδια απ’ το άγριο δάγκωμα της σκουριάς και της αλμύρας, το οποίο άφηνε στο όριο του κόκκινου χωματόδρομου· στα λαμπυρίζοντα ξέφτια της λεπτής, λεπτότατης άμμου της ομηρικής παραλίας. Κατέβαζε αγκομαχώντας μια ογκωδέστατη αντλία πετρελαίου και έφτανε αργοβαδίζοντας, με το μπρούτζινο ανάγλυφο πανωκόρμι του γυμνό στις ακτίνες του ήλιου, μέχρι το μικρό μας περιβόλι. Έφερνε δυο μεγάλου διαμετρήματος πλαστικές πράσινες σωλήνες, σαν υπερμεγέθη λάστιχα ποτίσματος, με τις οποίες συνέδεε μέσω της αντλίας, το πηγάδι με τον φυτεμένο λαχανόκηπο.
Στα εξήντα πέντε του διατηρούσε το στιλπνό, χθαμαλό, μα σμιλεμένο σώμα του μαραθωνομάχου, δίχως ίχνος λίπους· από κείνα που αποθαυμάζουν σήμερα οι αρσιβαρίστες στα γυμναστήρια. Μείον τις φαρμακοδίαιτες υπερβολές και τη συνακόλουθη δύσμορφη δυσκαμψία του ψεύτικου μυϊκού όγκου. Τα καλοκαίρια των πρώτων τουριστών που έβαζαν σε δοκιμασία την τύχη τους για να φτάσουν μέχρι το χωριό, ο κυρ Γεράσιμος γινόταν συχνά αντικείμενο θαυμαστικών σχολίων. «Κάνετε σουηδική γυμναστική;», ρωτούσε έκθαμβος Ελβετός παραθεριστής. «Να τον εβάλω ‘γώ στο περιβόλι να δει αυτός σουηδική γυμναστική», απαντούσε γελώντας ο Γαλάνης. Το αυτοσαρκαστικό του χιούμορ έχει αφήσει εποχή. Από τις πρώτες απορίες που ταλάνιζαν τον ξανθό ηλιοκαμένο πληθυσμό ήταν το πώς και το γιατί οι ντόπιοι αγρότες και ψαράδες έμεναν ασυγκίνητοι στο κάλεσμα των γαλαζοπράσινων υδάτων. Όταν τον σταματούσαν κάθιδρο στην παραλία με το άχθος επ’ ώμου για να τον ρωτήσουν γιατί δεν κολυμπάει, απαντούσε με ραμπλεσιανό σαρκασμό: «Για να μη χαθεί το λάδι της νόνας μου».
Όταν πρωτάκουσα τη θρυλική πλέον ατάκα, ήμουν τόσο πιτσιρικάς, που δυσκολευόμουν να συλλάβω το αστείο. Για χρόνια κρατούσα ως πολύτιμο θησαυρό μιαν άλλη, απάντηση σε ανάλογη ερώτηση παραθεριστή που δυσκολευόταν με τη σειρά του να συλλάβει ότι υπήρχαν άνθρωποι που δεν διαχώριζαν τη δουλειά απ’ τη σχόλη, άνθρωποι που δεν αντιμετώπιζαν τον καθημερινό τους μόχθο ως επιβεβλημένη ειλωτεία, εξαργυρώσιμη σε ονειρώδεις διακοπές. Ήταν προχωρημένο απόγευμα, ο κυρ Γεράσιμος είχε μόλις τελειώσει το τσάπισμα του πυλώδους χώματος του περιβολιού, είχε παρατήσει όλα τα συμπράγκαλα στο αγροτικό, και είχαμε κωλοκαθήσει κάτω από ένα αλμυρίκι στην άμμο, να πάρει δυο ανάσες και να φουμάρει ένα τσιγαράκι. Του περιέγραφα θυμάμαι έμπλεος ενθουσιασμού, το πώς σκαρφάλωνα την ξερολιθιά για να μπω στο εγκαταλελειμμένο, διπλανό περιβόλι του ακτινολόγου από την Αυστραλία. Χωνόμουν μέχρι τη μέση μέσα στο χόρτο, αψηφώντας τις φωνές του πατέρα μου που έτρεμε τα φίδια, και σκαρφάλωνα στην συκιά με τα μαύρα βασιλικά σύκα. Καμωνόμουν το παλικαράκι κι εκείνος μου χαμογελούσε τρυφερά. Αποζητούσα διακαώς να χτίσω μια ηρωική μαζί του συγγένεια. Ο Γαλάνης φορούσε το παραμόνιμο γκρίζο πουκάμισο από χοντρό πανί με τις σθεναρά αντιστεκόμενες στο πλύσιμο, τεράστιες κηλίδες παρελθόντων ιδροκοπημάτων και τις στρατιωτικές τσέπες, όπου βόλευε τον άφιλτρο Άσσο· φορούσε επίσης το καφετί του παντελόνι και τις χοντρές δερμάτινες αρβύλες.
Είχε ανοίξει το πουκάμισο κι άχνιζε ολόκληρος, αναπέμποντας τη θέρμη του κορμιού του, με του τσιγάρου του μαζί τον καπνό, στα ουράνια. Ξάφνου σταμάτησε μπροστά μας ένα νεαρό ζευγάρι ξένων τουριστών. Με ακριβές εμπριμέ πετσέτες και πέτσινα σανδάλια μοναστηρακίου. Γύρευαν εστιατόριο. Ο Γαλάνης χαμογέλασε συγκαταβατικά και εξήγησε ότι το παντοπωλείο και τηλεφωνείο του χωριού τελούσε ενίοτε και χρέη ταβέρνας. «Αν ‘πιάσαν το πρωί κανά ψάρι, θα σας φτιάξουν ψαρόσουπα· ειδεμή σίγουρα αυγά μάτια με πατάτες». Η χαρά μου καθώς έκανα τσάτρα πάτρα τον διερμηνέα του Γαλάνη, δεν περιγράφεται. Οι ξένοι ευχαρίστησαν και κίνησαν να φύγουν προς το μπακάλικο, απ’ όπου έπαιρνα περιχαρής την εβδομαδιαία μου γκαζόζα. Όμως ο ψηλός φακιδομύτης ξαφνικά σταμάτησε και γυρνώντας και πάλι στον κυρ Γεράσιμο τον ρώτησε πώς και δεν φοράει μαγιό. «Με τέτοια ανυπόφορη ζέστη, η βουτιά στη θάλασσα είναι η ζήτημα επιβίωσης», πρόσθεσε, μειδιώντας συνωμοτικά. Δαγκώθηκα και δυσκολευόμουν να μεταφράσω. Δεν χρειάστηκα ωστόσο ιδιαίτερη παρακίνηση. Γυρίζοντας όμως τα εγγλέζικα στα ελληνικά αισθανόμουν να έχω κοκκινίσει μέχρι τα αυτιά. Είχα χαμηλώσει το βλέμμα στην άμμο. Καθώς μετέφραζα με σιγανή κι ακόμα πιο ψιλή απ’ την τότε εφηβική μου φωνή, τα μάτια μου έπεσαν στις γεμάτες ανασφάλεια, λεπτές πατούσες της κοπέλας που έψαχναν τόπο να σταθούν πλάι στους ογκώδεις αστραγάλους του άνδρα. «Πες του πως δεν φορώ, για να μη μου ματιάσουν τις ωραίες μου γάμπες», απάντησε ο Γαλάνης σοβαρά. Απομείναμε να τους κοιτάζουμε για λίγο πλάτη, να λικνίζουν τα λευκά τους σώματα καθώς απομακρύνονταν με νωχελικό βήμα προς την άκρη της παραλίας. Τότε ο κυρ Γεράσιμος με χτύπησε ελαφρά στον ώμο λέγοντας: «Άντε, καβάλα τώρα φέρε κάνα ωραίο σύκο να φάμε».
Απ’ τα δυο ενοίκια που μάζευε ολοχρονίς, έστελνε σταθερά εμβάσματα στην Αστραλία, (αμελητέα κυριολεκτικά ποσά για τους εύπορους συγγενείς της Αδελαΐδας) και ο ίδιος κρατούσε ένα πενιχρό, μα παχυλό στα δικά του μάτια, συμφωνημένο υπόλοιπο. Μεγάλο μέρος αυτού, το επένδυε σε υλικά για το μαστόρεμα των υπόλοιπων – εγκαταλελειμμένων – ιδιοκτησιών εκπατρισμένων συγγενών, τις οποίες πάλευε να κρατήσει όρθιες με νύχια και δόντια. «Πώς θα τους κοιτάξω εγώ στα μάτια, έτσι κι έρθουν και τα βρουν πεσμένα!», αγανακτούσε υπερασπιζόμενος τη στάση του.
Δεν θα ξεχάσω ποτέ ένα καλοκαίρι, τέλη του πολύπαθου ’80, όταν ξαφνικά ξεμπάρκαρε στο νησί μια μακρινή θεία από την απόμακρη γη των καγκουρό· θυμάμαι τη συνάντηση με τη συγχωρεμένη τη μάνα μου και τον κυρ Γεράσιμο. Θυμάμαι πόσο εκτός τόπου, πόσο ξένη αισθάνθηκα την καινούργια θεία, ήδη από την όψη· πριν ακόμα αισθανθώ την αιχμηρή της κόψη. Αντικρίζοντάς την με ακριβό υφασμάτινο χακί παντελόνι, πολύχρωμο μεταξωτό φουλάρι και πολύτιμες πέρλες στο λαιμό, και κυρίως με ψηλοτάκουνα suede γυναικεία παπούτσια στο χωματόδρομο του χωριού, ξαφνικά διπλασιάστηκε η απόσταση που μας χώριζε απ’ την αχανή εσχατιά· το αλλοτινό, νοτιότερο τέλος του υπαρκτού κόσμου. Αν μου έλεγαν, δηλαδή, πως η θεία κατέβηκε από ιπτάμενο δίσκο, θα το δεχόμουν αδιαμαρτύρητα.
Προτού καλά-καλά αφήσει τη βαλίτσα απ’ το χέρι απαίτησε να την πάμε να δει όλα τα νόμιμα περιουσιακά της στοιχεία. Η επιθεώρηση των σπιτιών πήρε όλο το πρωινό κι εγώ δεν κατάφερα να την παρακολουθήσω μέχρι τέλους. Παιδί, στις πρώτες τάξεις του γυμνασίου πρέπει να ‘μουνα, και αυτό το πρωινό τρεχαλητό μου έπεσε κάπως βαρύ. Γιατί οι ρυθμοί της θείας ήταν όντως εξοντωτικοί. Ο γέρο Γεράσιμος κύρτωνε ακόμη περισσότερο την κυρτωμένη του ράχη για να βάλει το πελώριο κάθε φορά σιδερένιο κλειδί στην κλειδωνιά του. Άνοιγε πολύ προσεκτικά την πόρτα κι έμπαινε πρώτος, ακροπατώντας, σαν ανιχνευτής ετοιμοπόλεμου στρατεύματος. Ακολουθούσε η θεία με όλη τη φουσκωμένη έπαρση και τη βιάση ανοικονόμητου στρατηγού κι έπιανε ν’ ανοίγει με μιας όλα τα παραθυρόφυλλα.
Ένα μονάχα απ’ τα αφημένα στη μοίρα τους ακατοίκητα ντουβάρια, σώζεται ακόμη στη μνήμη μου. Ένα παλιό νεοκλασικό με κεραμοσκεπή, γύψινο διάκοσμο στους εξωτερικούς τοίχους κι ακροκέραμα, στο έμπα του χωριού. Εύκολα ενέτασσα το αλλοτινό κορίτσι που είχε με τα χρόνια ή με το φευγιό καταπνίξει εντός της η συγγένισσά μου, μέσα σε τούτο το χαμηλόφωνα αριστοκρατικό αρχοντικό. Το ενιαίο εσωτερικό, χωριζόταν από τρεις ή τέσσερις διαδοχικές αναδιπλούμενες πόρτες, σε αντίστοιχα διαδοχικά δωμάτια. Όταν άνοιγες όλα τα χωρίσματα, όπως έσπευσε να κάνει η προελαύνουσα προγονή των πρώτων ωκεανοπόρων τσιριγωτών, ο χώρος μεταμορφωνόταν σε μια πελώρια αίθουσα χορού· από κείνες που ονειρευόταν στον ξύπνιο της η βαρύθυμη ηρωίδα του Φλωμπέρ. Δεν ξέρω αν οι μνήμες περασμένων στροβιλισμών στα εντυπωσιακά ξύλινα πατώματα ήταν που ώθησαν τη θεία μας να ανοίξει διάπλατες όλες τις πόρτες. Για πρώτη όμως φορά μετά την άφιξή της, το πρόσωπο της αστραποβολούσε, όλο περηφάνια. Χρόνια αργότερα, αναφέροντας στην κυρά Αρχόντω την φαντασμαγορική εκείνη αίθουσα χορού, με την ενδόμυχη επιθυμία να απολαύσω και πάλι την πολυκέλαδη ηχώ των βημάτων μου στα άδεια της σπλάχνα, η σκεπή είχε πια καταρρεύσει, τα πατώματα είχαν βουλιάξει και το παλιό αρχοντικό είχε κλειστεί για τα καλά στον εαυτό του. Τόσα χρόνια χωρίς γραμμόφωνο και μουσικές, γοργούς στροβιλισμούς και ηχηρά τακούνια, το σπίτι είχε αφεθεί και καταπέσει, όπως μου εξήγησε περίλυπη η χήρα του Γαλάνη. «Το τεράστιο εκείνο αρχοντικό το νιώθαμε πάντα ξένο. Όμως τα βράδια των μεγάλων χοροεσπερίδων με το γραμμόφωνο, ήταν σαν να χτύπαγε ξαφνικά εκεί μέσα η καρδιά όλου του νησιού», συμπλήρωσε μ’ ένα έρημο χαμόγελο στα χείλη.
Στη διάρκεια της πρώτης εκείνης επιθεώρησης, επισκεφτήκαμε κι ένα μικρό δωμάτιο, απομεινάρι μισοπεσμένης, πατρογονικής οικίας. Στο πλάι της εισόδου, με τη λαξεμένη στο υπέρθυρο ημερομηνία 1888, ξεκινούσε μια καλοχτισμένη πέτρινη σκάλα η οποία κατέληγε σε ένα σύξυλο ξύλινο κούφωμα, χωρίς ντουβάρι ολόγυρά του. Κάτω απ’ το πλατύσκαλο έχασκε ένα πελώριο κενό, στο βάθος του οποίου οργίαζε βαθύχλωρη βλάστηση. Ένα πέτρινο τόξο απέμενε όρθιο απ’ όλη την οροφή, πάνω στο οποίο σαν να ακουμπούσε μια θαλερή συκιά.
Μπαίνοντας στο υποφωτισμένο δωμάτιο αισθάνθηκα σαν να εισερχόμουν στο εσωτερικό ασπρόμαυρης φωτογραφίας. Ένα παχύ στρώμα σκόνης έβαφε πάτωμα, τζάκι και νεροχύτη με το γνώριμο εκείνο γκρίζο των πρώτων κακοτυπωμένων εικόνων στον σκοτεινό θάλαμο, που μου έβγαιναν πάντα «σούπα». Ένα τραπέζι με δυο ψάθινες καρέκλες, η μία με μια ελαφριά κλίση προς την πόρτα, ένα αφημένο πιάτο μ’ ένα πιρούνι, κι ένα πανωφόρι ξεχασμένο σ’ ένα καρφί στον τοίχο, μ’ έκαναν για πρώτη φορά στον ανήλικο ακόμα βίο μου να συνειδητοποιήσω, ότι οι αναχωρήσεις και τα ταξίδια δεν συνδυάζονται πάντα με ανέμελες διακοπές. Η πυκνή σκόνη κολλούσε στα δάχτυλα κι έβαφε τα ρούχα. Η ψηλαφητή αυτή απουσία, στα ίχνη μιας από καιρό κονιορτοποιημένης ανθρώπινης παρουσίας, προσέδιδε στον χώρο μια αίσθηση νεκροθαλάμου και μας ανάγκαζε να προχωρούμε αμίλητοι, στις άκρες των ποδιών. Για πρώτη φορά η θεία δεν πλησίασε κανένα παράθυρο. Μόνο έκανε μεταβολή και ξεγλίστρησε γρήγορα έξω. Εγώ στεκόμουν ανέκφραστος με το χέρι στη πλάτη της καρέκλας, προσπαθώντας να ενταχτώ όσο καλύτερα γίνεται στο φωτογραφικό κάδρο. «Άντε», μου ένευσε ο κυρ Γεράσιμος ολοκληρώνοντας έναν γρήγορο γύρο στην έρημη εστία. «Πάμε να φύγουμε. Μην ενοχλούμε άλλο τα φαντάσματα με τις περπατησιές μας».
Το μισοβυθισμένο πετρόσπιτο στεκόταν όρθιο μέχρι πριν λίγα χρόνια. Όλες μου οι βόλτες στο εσωστρεφές εσωτερικό του διατηρητέου οικισμού με έφερναν πάντοτε στην πόρτα του· κάποιο μουντό ανοιξιάτικο απόγευμα, έβγαλε, με μια γερή σπρωξιά, όλο το συσσωρευμένο της παράπονο. Στο μοναδικό συρτάρι του μικρού τραπεζιού, ανακάλυψα ένα σκουριασμένο μαχαίρι και μια τόση δα τετράγωνη φωτογραφία· ασπρόμαυρη, με οδοντωτό περίγραμμα. Όρθιοι μπροστά από ένα αυτοσχέδιο άσπρο φόντο, ένα λευκό σεντόνι, τεντωμένο από αναρίθμητα δαχτυλάκια, ένα νεαρό ζευγάρι μ’ ένα μικρό κορίτσι μισοχωμένο στις φούστες της μάνας του, κοιτάζουν ευθεία στο φακό ντυμένοι τα καλά τους. Το σακάκι κι ο λαιμοδέτης του πατέρα μοιάζουν δανεικά· η μάνα, μια γαϊτανόφρυδη μελαχρινή με καθαρό μέτωπο, κρατάει απ’ το ένα χέρι το κορίτσι. Απ’ τ’ άλλο βαστάει τον νεαρό, άγρια συνοφρυωμένο σύζυγό της, με το ψιλό κορακίσιο, εφηβικό μουστακάκι στο πάνω χείλος. Κοιτάζουν με μια έντονη θα ‘λεγες περιέργεια, ανάμεικτη με φόβο στο βάθος της κάμερας, σάμπως να προσπαθούν να διακρίνουν εντός της, τα όσα τους επιφυλάσσει το μακρινό μέλλον. Το χαμένο στο χρόνο πια παρελθόν. Τα στρογγυλά παπούτσια της μικρής με τη γυαλιστερή αγκράφα, έμοιαζαν με κείνα που πρωτοείδα στα πόδια της θειας μου. Αλλά μπορεί και να γελιέμαι.
Τα όσα βρήκε η θεία στο νησί, την έκαναν πραγματικά θηρίο. Όχι τα ετοιμόρροπα ντουβάρια κι οι αφημένες στη μοίρα τους οικογενειακές περιουσίες, αλλά των ντόπιων η εκσυγχρονισμένη οικοσκευή. Της ήταν αδιανόητο, δεν μπορούσε με κανέναν απολύτως τρόπο να χωνέψει, ότι οι νησιώτες απολάμβαναν ανέσεις, που οι ίδιοι χρειάστηκε να ξενιτευτούν στα πέρατα του κόσμου, τα πιο αφιλόξενα, για να τις αποκτήσουν. Φτύνοντας πραγματικά αίμα. Καθαρίζοντας αμέτρητα ψάρια στο παγωμένο αγιάζι και πλένοντας πιάτα μέχρι που τα μουδιασμένα τους χέρια αγκύλωναν σαν του αρθριτικού. Το βιοτικό επίπεδο των Κυθηρίων συγγενών, της καθόταν σαν πέτρα στο στομάχι. Δεν ήταν δυνατόν τούτοι οι τσομπαναραίοι, οι άπλυτοι κι αμόρφωτοι χωρικοί, οι βουτηγμένοι στη λάσπη, να έχουν ζεστό νερό τρεχούμενο, ψυγεία με καταψύκτη, ηλεκτρικές κουζίνες με φούρνο και… Άκουσον άκουσον! Έγχρωμη τηλεόραση!
Τα παρατημένα οικογενειακά μοιράδια λες κι υπογράμμιζαν ακόμα περισσότερο τη διαφορά. Τα σπίτια πεισμώνουν μ’ εκείνους που φεύγουν, λέει ο ποιητής, τούτα όμως εδώ ήταν φανερό ότι έμοιαζαν, στα δικά της κοσμοπολίτικα μάτια, να ξεχειλίζουν δεικτική ειρωνεία και σαρκασμό. Το αποχωρητήριο παρέμενε αποξεχασμένο έξω απ’ το σπίτι, πέρα ενίοτε κι απ’ το περιβόλι· οι ισόγειες καμάρες γεμάτες κοπριές απ’ τα ζωντανά, τους γαϊδάρους και τα μουλάρια που ζέσταιναν άλλοτε με το χνώτο τους, πολυπληθείς φαμίλιες μεροκαματιάρηδων, πλαγιασμένους στρωματσάδα στον από πάνω όροφο. Το νεροπήγαδο με το παγωμένο νερό υδροδοτούσε με τον κουβά το σπίτι· μονάχα οι πιο εύποροι μαγείρευαν με petrogaz. Τώρα τα ζώα σταβλίζονταν μακριά απ’ τα σπίτια, στο όριο του χωριού, και στο καφενείο σέρβιραν παγωμένο φραπέ με παγάκια. Κοκακόλα και εμφιαλωμένη μπύρα. Οι Έλληνες της Αυστραλίας ανάσταιναν στα σπίτια τους, μνήμες και ήθη της Ελλάδας του ’50· μνήμες και ήθη που στην πατρίδα τα ‘χε πια καταπιεί η λήθη. Τη λήθη αυτή, η θεία μου δεν μπορούσε με καμία δύναμη να την καταπιεί· γιατί ακύρωνε ολόκληρη την ύπαρξή της.
Έτσι λοιπόν, όλο της το μένος το έβγαζε πάνω στον πραότατο κυρ Γεράσιμο, τον οποίο απαιτούσε να τον έχει βρει καρφωμένο στο ξύλινο του αλέτρι. Να βαρυγκωμά και να ματώνει τις παλάμες του στα στέρφα πετροχώραφα. Γιατί εκεί ήταν η θέση του· στην περασμένη κακουχία. Εκείνος όμως ουδέποτε βαρυγκώμησε ούτε διαμαρτυρήθηκε για τα ύπουλα χτυπήματα και τις υπόγειες μπηχτές, αλλά με τη μειλίχια συμπεριφορά του και την βαθιά του έγνοια να δεξιωθεί επαξίως τη μακρινή συγγένισσα και μουσαφίρισσα, αντέστρεφε τη μεταξύ τους διαφορά. Εκείνος έκοβε την μπουκιά απ’ το στόμα να την ταΐσει κι εκείνη απέρριπτε το καθαρό κρεβάτι και το παστρικό του σερβίτσιο. Ο Γαλάνης φάνταζε αληθινός άρχοντας μέσα στην μετρημένη του ολιγάρκεια, ενώ η εύπορη Αυστραλή απέπνεε, παρ’ όλα τα λούσα και τα δολάρια, μια αίσθηση κλεισούρας και μίζερου επαρχιωτισμού. Γιατί μπορεί οι αυτόματες ηλεκτρικές συσκευές και τα παγκοσμιοποιημένα υλικά αγαθά να θόλωναν της θείας μου το βλέμμα, η μεταξύ τους ωστόσο απόσταση, παρέμενε όντως γιγαντιαία. Ο μετρημένος, ολιγαρκέστατος βίος του κυρ Γεράσιμου και της κυρά Αρχόντως ελάχιστα απείχε στην καθημερινότητά, αλλά και στην αντίληψη και στην ιεράρχηση των πραγμάτων, από εκείνον των προπατόρων της Αυστραλέζας θείας, που ‘χαν πάρει των ομματιών τους κι είχαν ξενιτευτεί στο άγνωστο. Στο μεγάλο πουθενά. Μόνο που οι Γαλάνηδες δεν αισθάνθηκαν ούτε στιγμή προσκολλημένοι σε κάποιο παρελθόν.
Τη μια και μοναδική φορά που επισκέφτηκα τις δυο αιωνόβιες καμάρες στο Διακόφτι, όπου στέγαζε το μικρό του μελισσοκομείο, ήταν σαν να έμπαινα ξαφνικά σε χιλιόχρονο καλογερικό κονάκι. Λες κι έβγαινε αίφνης ο χρόνος απ’ τους σιδερένιους αρμούς του. Ένα λιτό ξύλινο τραπέζι, ένα όμορφα συγυρισμένο στρώμα και ολόγυρα κρεμασμένα και περιποιημένα τα λιγοστά σύνεργα και ματζίβελα εργαλεία της δουλειάς του. Μια γκρίζα, στο χέρι πλεγμένη, μάλλινη ζακέτα κρεμασμένη στην κρεμάστρα του τοίχου· πλάι στο διαστημικό καπέλο του μελισσοκόμου με το τούλι. Αυτή ήταν όλη του η περιουσία. Ένας μαρμάρινος νιπτήρας κι ένα λαβομάνο, όπως το έλεγαν άλλοτε· κι από πάνω μια τενεκεδένια βρύση με μπακιρένιο βρυσάκι που γέμιζε με τον κουβά απ’ το πηγάδι. Και στο σκιερό βάθος, στο πιο δροσερό μέρος της καμάρας, ένα πράσινο φανάρι με το χαρακτηριστικό μεταλλικό του πλέγμα, έκρυβε στα ράφια του λίγο τυρί και κάτι μικροαρτύματα μέσα σε κομψά στρογγυλά πιατάκια· σαν τα πιατάκια του φλιτζανιού του καφέ. Η ασκητική ζωή του ζευγαριού που έτρεχε αχάραγα στα μποστάνια, στα ζώα και στα μελίσσια του για να επιστρέψει ξέπνοο το απόβραδο στην νεκρική ηρεμία του σπιτιού του, μ’ εξαίρεση τις Κυριακές όπου έφευγαν να ποτίσουν τα ζωντανά μετά την εκκλησία, ελάχιστα διέφερε απ’ τον αυστηρό βίο του καλόγερου, τον ταγμένο στο διακόνημα και στην προσευχή. Η ένταξη μικρών τεχνολογικών ευκολιών, όπως ένα ψυγείο ή ένα τηλέφωνο, δεν μετάλλασσε στην ουσία της τη λιτή και μετρημένη τους καθημερινότητα. Πόσο δε μάλλον την αιώνια επανάληψη του κύκλου της άνθισης και του μαρασμού, με τον οποίο ως άνθρωποι της γης ήταν απόλυτα συμφιλιωμένοι.
Πιάνοντας χρόνια μετά, ως απλός σπουδαστής στην αλλοδαπή, με τη νοσταλγία να μου ραμφίζει τα σπλάχνα, τον αλησμόνητο Κολοσσό του Μαρουσιού του Henry Miller, ανακάλυψα έκπληκτος μια άγνωστη κι αγνώριστη Ελλάδα. Μια οιονεί ανοίκεια χώρα, γνώριμη εξ ακοής κι εξ αντανακλάσεως μονάχα, μέσα απ’ τα απεικάσματα και τις μαρμαρυγές ενός ήθους υψηλά αριστοκρατικού, σιωπηλά και ταπεινά ενσαρκωμένου, στις χειρονομίες, στα λόγια και στις πράξεις κάποιων λιγοστών κι απολησμονημένων πλέον ξωμάχων, σαν τον Γεράσιμο Γαλάνη. Πρόσωπα λουσμένα στου ιερού χειρωνακτικού μόχθου την αχλή, στον αχνό του κατάκοπου κορμιού· άνθρωποι καθημερινοί της εργασίας και του βραδινού καρτούτσου, με το φωτοστέφανο του αγίου να αχνοφέγγει όχι στο κεφάλι, μα στα σκούρα αργασμένα τους χέρια· σώματα γεμάτα λάμψη απ’ την ατέρμονη τριβή με το σκληρό υλικό του κόσμου. Δεν παλεύω να κάνω ευσυγκίνητο μελό· ούτε ντύνω άγιο τον κάθε προλετάριο. Μιλώ για τον χειρώνακτα που κρύβει μέσα του ένα ιδιαίτερο είδος Άνακτα· τον μορφωμένο και συμφιλιωμένο με την σθεναρή αντίσταση των πραγμάτων, τον εξοικειωμένο με τα όρια της ανθρώπινης αντίστασης στη φθορά, τον άνθρωπο που βρίσκει στην εργασία των χειρών του πρωτίστως χαρά και ικανοποίηση. Μιλώ για τον κοπιώντα που απολαμβάνει τον κόπο του, το απτό αποτέλεσμα του μόχθου του και όχι τη στενή μονάχα οικονομική του αξία.
Αυτόν τον ολιγαρκή βασιλιά, τον μετρημένο αυθέντη του θελήματος, της βούλησης και της βουλιμίας του, θαύμασε ο οξυδερκής Αμερικανός στυλίστας όταν πρωτοήρθε στην Ελλάδα. Αντίθετα ο Τούρκος που συνάντησε στο καράβι, του προκάλεσε με μιας, μεγάλη αντιπάθεια. «Είχε μια μανία με τη λογική που με έκανε θηρίο. Μια κακή συν τοις άλλοις λογική. Κι όπως όλοι οι υπόλοιποι, όλοι εκείνοι με τους οποίους διαφώνησα άγρια, αναγνώριζα σ’ εκείνον τη χειρότερη έκφραση του αμερικάνικου πνεύματος. Είχαν εμμονή με την πρόοδο. Περισσότερες μηχανές, περισσότερη αποτελεσματικότητα, περισσότερα κεφάλαια, περισσότερες ανέσεις —μόνο γι’ αυτά μιλούσαν». Ο Γαλάνης διέσωζε, τοκίζοντας άλλους μάλλον θησαυρούς, αυτή ακριβώς την αριστοκρατική ευγένεια της αυτάρκειας, την ώρα που όλοι γύρω του άρχιζαν σιγά σιγά να «τουρκεύουν»· να ομνύουν, διπλώνοντας ευλαβικά το γόνυ, στη νέα θρησκεία της οικονομικής προόδου, της αδηφάγας καλοπέρασης και της κοπρίζουσας ευζωίας.
Στη δεύτερη επίσκεψη της γηραιάς πλέον Αυστραλής κυρίας, τον είδα για πρώτη φορά να βγαίνει πραγματικά απ’ τα ρούχα του. Η θεία μου τον πίεζε να εκμεταλλευτεί την ανεκμετάλλευτη περιουσία, επενδύοντας τα κεφάλαια του και μετατρέποντας τους ερειπιώνες σε ξενώνες προκειμένου να βγάλουν επιτέλους λεφτά. Εκείνη θα του παραχωρούσε την νομή των οικιών κι εκείνος θα της απέδιδε τα λίγο πάνω απ’ τα μισά περίπου κέρδη. «Τι να επενδύσω», κάγχαζε εκείνος, «ό,τι είχα να επενδύσω, το επένδυσα παλεύοντας τόσα χρόνια να τα συντηρήσω με τα χέρια μου. Κουράστηκα». Εκείνη επέμενε να πάρει δάνειο· με εγγυήτρια την ίδια, οι όροι θα ήταν καλύτεροι κι από ευνοϊκοί. Και πριν καλά-καλά αναστηλώσει όλα τα σπίτια, θα είχε αποπληρώσει και το δάνειο. Ήταν ευκαιρία να ανακαίνιζε και το δικό του το ρημάδι. «Τίποτα δε θέλει το δικό μου σπίτι», απαντούσε εκείνος. «Έχει τις άκακες ρωγμές της ηλικίας του· σαν τις δικές μου τις ρυτίδες». Η μακροσυγγένισσα του ήταν όμως αγύριστο κεφάλι. «Σήμερα τα λεφτά δεν βγαίνουν σκάβοντας, αλλά επενδύοντας», αποφαινόταν ως άλλος Κάτων εκ καθέδρας.
Σιγά-σιγά μαζεύτηκε ολόγυρα το γνώριμο φιλοπερίεργο πλήθος, εκείνο που αναλογιζόμενο αλλότριες περιουσίες ονειρεύεται, χτίζοντας με τον νου παλάτια, μόλις γίνει λόγος για λεφτά. Μερικοί μάλιστα συγχωριανοί, επιδόθηκαν και σε μεγαλόφωνους υπολογισμούς, έχοντας εικόνα της περιουσίας των επήλυδων Γαλάνηδων. Η πίεση γινόταν ασφυκτική. Ξάφνου ο κυρ Γεράσιμος βάρεσε την γκρίζα του παλάμη στο μάρμαρο και πετάχτηκε πάνω φωνάζοντας: «Ξέρεις τι έλεγε κυρά μου ο Άρης; Δεν θα γίνουμε και ραγιάδες των ντουβαριών! Δε δώσαμε το αίμα μας να διώξουμε τον Γερμανό για να βάλουμε στο σβέρκο μας τον τραπεζίτη. Ακούς;».
«Ο Άρης; Ποιος είναι αυτός ο Άρης;», Έκανε η θεία απορημένη. «Ο Άρης ήταν ο νέος Κολοκοτρώνης», απάντησε εκείνος κοφτά, κινώντας αμέσως για το σπίτι. Ποτέ δεν θα ξεχάσω τη γυρισμένη αυτή πλάτη· ούτε και το ανάμεικτο οργής κι απέχθειας αναψοκοκκινισμένο πρόσωπο της θείας. Την οποία δεν ξανάδαμε έκτοτε. Η ιδέα ότι ο κυρ Γεράσιμος ήταν «Κομμουνιστής!», πλιατσικολόγος δηλαδή και δολοφόνος, ήταν το τελειωτικό για εκείνη το χτύπημα. Η βολική αυτή ταμπέλα, η εύκολη δίκη και καταδίκη του Γαλάνη με συνοπτικές ψυχολογικές διαδικασίες, αυγάτισε τον πόνο και το παράπονο του. Είχε ξοδέψει των νιάτων του την ορμή και τη δύναμη πάνω σ’ αυτά τα ντουβάρια. Και αυτή ήταν τώρα η ανταμοιβή. «Τίποτα δεν έκανες για ανταμοιβή», τον παρηγορούσε η κυρά Αρχόντω, «από αγάπη για τη γιαγιά Μαρούλα και τον παππού τον Νικόλα, τα ‘κανες όλα και το ξέρεις».
Κι αλήθεια είναι ότι ο Γαλάνης ούτε περίμενε και ούτε επιζήτησε ποτέ του, την παραμικρή ανταπόδοση. Όταν το 1982, ένα χρόνο μετά την άνοδο του στην εξουσία, ο αλγεινής αλήστου μνήμης Ανδρέας Παπανδρέου θέσπισε νόμο για την απονομή αντιστασιακών συντάξεων, κόσμος και ντουνιάς βαφτίστηκε εν μια νυκτί, αντιστασιακός. Μέχρι και τα βρέφη ή τα αγέννητα της κατοχής εξασφάλισαν, χάρη στη πράσινη κάρτα του κόμματος, χρηματικό αντίδωρο για τα απίθανα ανδραγαθήματά τους. Οι πραγματικοί βέβαια αντιστασιακοί ήταν από τον πρώτο καιρό δακτυλοδεικτούμενοι στο νησί. Κάποιο βράδυ στο καφενείο, ένας άρτι συνταξιοδοτηθείς πενηντάρης, ευθύμησε κι αποφάσισε να μοιραστεί τη χαρά του με τον γερό Γαλάνη. «Εσύ που πολέμησες – όλοι το λένε – τους Γερμανούς στα βουνά, γιατί δεν πα να πάρεις τη σύνταξη που δικαιωματικά σου ανήκει;», τον ρώτησε μειδιώντας φιλικά και παπαρίζοντας τον στον ώμο. Ο κυρ Γεράσιμος χλόμιασε. «Γι’ αυτό πολεμήσαμε ρε;», μουρμούρισε με τρεμάμενη φωνή, ενώ το σιγαλό τρέμουλο διαχεόταν σ’ όλο του το κορμί. «Για μια γαμωσύνταξη! Άι στο διάολο κωλόπαιδα!», συμπλήρωσε, πετώντας την ξένη παλάμη απ’ την πλάτη του.
Ο Γαλάνης δεν ήταν κανένας άμοιρος ή κακόμοιρος παρίας, δίχως στον ήλιο μοίρα. Ανήκε απλώς στο ακριβοθώρητο εκείνο είδος έλληνα που δεν έχει πολλά-πολλά με τους πολλούς. Ήταν ένας άνθρωπος πολιτικού αλλά όχι αγελαίου πνεύματος, που ο ενίοτε αναγκαστικός συγχρωτισμός με τη μυριοκέφαλη μα κοντόφθαλμη μυρμηγκιά, είχε μετατρέψει σ’ έναν αρκούντως ανοιχτόκαρδο μισάνθρωπο. Ακριβώς όσο χρειάζεται σήμερα κανείς για να διατηρήσει ακέραια την ψυχή και την αξιοπρέπειά του. Μετά την επιστροφή του από το βουνό δεν αναμείχθηκε ξανά με τα κοινά. «Εγώ κυρά Τατιάνα μου», ομολογούσε, όχι χωρίς μια κάποια πίκρα, στη μάνα μου «μετά τον πόλεμο τους μούντζωσα όλους τους πολιτικούς. Είδα στα δύσκολα τι κουμάσια είναι. Γι’ αυτό κι από τότε, βάζω ένα κομμάτι εφημερίδα στον φάκελο και τους το στέλνω μαζί με τα χαιρετίσματά μου».
Μια μονάχα φορά έκανε αισθητή την παρουσία του, σαράντα χρόνια μετά τα τέλη Σεπτεμβρίου του ’43 όταν και επέστρεψε απ’ την απέναντι Νεάπολη Βοιών. Τον Οκτώβρη του ίδιου χρόνου, όπως αναφέρει στο διαφωτιστικό του βιβλίο ο Διονύσης Χαριτόπουλος, μετά την οριστική εγκατάσταση του επικεφαλής του ΚΚΕ, Γιώργη Σιάντου, στο βουνό, ο κομματικός έλεγχος του αντάρτικου καθίσταται πλέον ολοκληρωτικός. Η παρατήρηση αυτή φώτισε αίφνης μέσα μου τους ενδεχόμενους λόγους επιστροφής του Γαλάνη στα πάτρια εδάφη. Καθώς και τα αιτία της μη συμμετοχής του στην ηρωική δράση των συντρόφων του στον ΕΛΑΣ Πελοποννήσου, ένα χρόνο μετά, στις 4 Σεπτεμβρίου του ’44, πέταξαν κυριολεκτικά στη θάλασσα τους λίγους εναπομείναντες στρατιώτες και αξιωματικούς του 3ου Ράιχ.
Επιστρέφοντας με τους αντάρτες για ν’ απαρτίσουν την εφεδρεία του ΕΛΑΣ στο νησί, εκείνος πρέπει να κρέμασε οριστικά το όπλο του, καταπικραμένος. Φαρμακωμένος από την ίδια πίκρα και πικρία που θα ανάγκαζαν κάθε ίσιο κι ακέραιο άνθρωπο να καταπιεί, όλοι εκείνοι οι τυχοδιώκτες καριερίστες πολιτικοί, οι πορευόμενοι στο όνομα της αριστεράς και του σοσιαλισμού μετά τη Μεταπολίτευση· στο όνομα δε του αδύναμου και του κάθε αδικημένου. Διότι απογοήτευση απ’ τη δεξιά δεν είχε να περιμένει· τη δεξιά την ήξερε, την είχε μάθει στο πετσί ή μάλλον στα ίδια του τα παΐδια. Πολιτικές ευχαριστίες για το αμύνεσθαι περί πάτρης. Ένα όμως χειμωνιάτικο απόβραδο, τέσσερις δεκαετίες μετά, αρχές του 1986, βγαίνοντας απότομα απ’ την επιλεγμένη, όπως προείπαμε, αφάνειά του, ο κυρ Γεράσιμος άρπαξε μέσα στο καφενείο του Ποταμού – απ’ τα πέτα – τον μουστακαλή κομματάνθρωπο του ΠΑΣΟΚ· σηκώνοντάς τον έπειτα σαν ερίφιο στο αέρα, τον βρόντηξε με δύναμη στον τοίχο. «Κάτι ρεμάλια, κλέφτες σαν του λόγου σου, τους ‘κόβαν το καρύδι στο γόνατο, επί κατοχής!», γρύλισε, εκτός εαυτού. Ο κομψευόμενος πολιτικάντης γούρλωνε τα γαλάζια του μάτια, που πλημμύρισαν ξαφνικά αίμα, μουρμουρίζοντας λόγια ακατάληπτα, σε τόνο ικετευτικό. Απ’ τον γδούπο τρεμόπαιξαν οι τεράστιες ξύλινες κορνίζες και θόλωσε για λίγο των καθρεφτών η πεντακάθαρη εικόνα. Παμπάλαια σκόνη κατακάθισε στο σοβατεπί και κατά μήκος του μωσαϊκού πατώματος. Οι συγχωριανοί που τινάχτηκαν απ’ τις καρέκλες τους, τρόμαξαν να ξεκολλήσουν τον είρωνα πρασινοφρουρό από τα χέρια του μελισσοκόμου. Ο δε κοινοτάρχης, αφού έστρωσε με τρεμάμενο χέρι τη λαδωμένη του χωρίστρα, μάζεψε το πεσμένο κοκάλινο μπεγλέρι του κι αποχώρησε τρεκλίζοντας σαν μεθυσμένος.
Ο μίσθαρνος πολιτικός, ο για τον μισθό και μόνο κινητοποιούμενος, μισθαρχίδης σε σωστά αριστοφανικά ελληνικά – πρόεδρος κοινότητας γαρ – διαχειριζόταν τα κοινοτικά χρήματα, τις επιχορηγήσεις της τότε ΕΟΚ, λες κι ήταν το προσωπικό του χαρτζιλίκι. Το γλοιώδες ανθρωπάριο με το λοξό ύπουλο βλέμμα, καλλιεργούσε έναν κοπανιστό αέρα υπεροχής, γύρω από μια εντελώς τετριμμένη χωριάτικη κοψιά, όλο κενόδοξη αυταρέσκεια· μια τυπική φάτσα του φραπέ και του επιμελώς επιμηκυμένου νυχιού. Αν και πρώην ταχυδρομικός υπάλληλος και συνδικαλιστής, γραμματόσημο δεν πρέπει να ‘χε περάσει ποτέ απ’ τις αφράτες παλάμες του. Κι αν είχε ποτέ του πιάσει πένα, ήταν μονάχα για να απλώσει σε ευγενές, υποκίτρινο χαρτί, την πλαδαρή του υπογραφή. Με την καλλιέργεια υποκίτρινου όνυχος, ο σοσιαλιστής πολιτικός επιθυμούσε να υπογραμμίσει εμφατικά την αποχή του απ’ την ντροπιαστική χειρωνακτική εργασία.
Στην τελευταία μοιρασιά κοινοτικής επιδότησης για το βίκο («μοιράζω χαρτί», δεν έλεγε άλλωστε χαριτολογώντας ανοήτως, ως δεινός της τσόχας εραστής, ο μετέπειτα βουλευτής;) οι μοναδικοί καλλιεργητές της αριστοκρατικής αυτής ζωοτροφής, η οιονεί εκατοντάχρονη κυρά Καμαριώταινα και ο κυρ Γεράσιμος, οι οποίοι μάλιστα, τροφοδοτούσαν στην κατώτατη τιμή ολόκληρο το χωριό, έμειναν με τον μουτζούρη στο χέρι. Η γριά γειτόνισσα του Γαλάνη δεν είχε ωστόσο άλλο εισόδημα· η αναβροχιά τη χρονιά εκείνη την είχε αφήσει εντελώς ρέστη. Τα κουκιά και τις λαχανίδες που έτρωγε ολοχρονίς, τις μοιραζότανε τώρα και με τα δυο της κατσίκια. Πετυχαίνοντας τον κοινοτάρχη στο καφενείο, ο Γαλάνης τον παρακάλεσε να μην ξεχάσει την φτωχότερη γυναίκα του χωριού. «Τι να τα κάνει η γριά;», κάγχασε εκείνος, όντας ήδη στο τρίτο Ballantine’s. «Με τα δυο πόδια στον λάκκο, τα λεφτά τη μάραναν», συμπλήρωσε στο ίδιο ανάλγητο ύφος, βάζοντας τα γέλια. Οι δυο άνδρες ουδέποτε ξανασυναντήθηκαν· μετά το θρυλικό καταχέριασμα που κονόμησε, όποτε αντίκριζε τον Γαλάνη από μακριά, ο σοσιαλιστής πολιτικός άλλαζε δρομολόγιο. Αν και πίσω απ’ την πλάτη του είχε το θράσος να τον αποκαλεί αντιδραστικό. Λίγες μέρες μετά το συμβάν στο καφενείο, ένας τυπικός καλοθελητής έσπευσε να του μεταφέρει τα πισώπλατα λόγια του κοινοτάρχη, γεμάτος περιέργεια (ξέχειλος περιεργείας θα ‘λεγα καλύτερα) για την αντιδράσεις του. Ο μελισσοκόμος τον απομάκρυνε αμίλητος και συνοφρυωμένος, με μια ανάστροφη κίνηση της παλάμης.
Στα δικά μου παιδικά μάτια ο κυρ Γεράσιμος ταυτιζόταν πέρα από κάθε τι άλλο, με τον επίγειο παράδεισο. Με το περιβόλι στην πλάτη του σπιτιού που νοικιάζαμε τα καλοκαίρια στο Διακόφτι· το μποστάνι με το σκληρό κοκκινόχωμα όπου ο κυρ Γεράσιμος ανάσταινε όλων των λογιών τα φρούτα και ζαρζαβατικά. Βλίτα, ντομάτες, αγγούρια, πεπόνια, καρπούζια και κολοκύθια. Στο βάθος, θρόνιαζε η πελώρια πολύσκια συκιά, στα κλαριά της οποίας σκαρφαλώναμε τα μεσημέρια. Τον θυμάμαι πώς τιμόνευε, κλείνοντας κι ανοίγοντας διαδρόμους με την τσάπα, το νερό του πηγαδιού στα σκαμμένα ρυάκια. Δεν χόρταινα να τσαλαβουτώ στο κρυστάλλινο νερό, να χάνομαι ανάμεσα στα ψηλόκορμα βλίτα που μου ‘φτάναν ως το στέρνο, ενώ δυσκολευόμουν να μείνω μακριά απ’ τη μυρωδιά της ντοματιάς που με άρπαζε απ’ τη μύτη. Τα πέλματά μου βυθίζονταν στον κόκκινο πυλό που δεν ξέβαφε απ’ τα σεντόνια· ενίοτε μάλιστα χαλούσα, παραπατώντας, τα οχυρωματικά του έργα κι εκείνος με μάλωνε γελώντας, «πρόσεχε πού πατάς πανάθεμά σε, τη ρήμαξες τη μπαμπακία». Την ιδιαίτερη εκείνη γλυκόξινη γεύση της ντομάτας που ευωδίαζε – μόλις κοβόταν – σ’ ολόκληρο το σπίτι, δεν την ξαναδοκίμασα ποτέ.
Ο κυρ Γαλάνης αισθανόταν, όσο άφηνε πίσω του τα χρόνια στο βουνό και αναγνώριζε γύρω του χρόνια άγνωρης ευημερίας, ολοένα κι εντονότερη τη διολίσθηση των καιρών προς μια πρωτόγνωρη εγωπαθή εξαγρίωση κι εξαχρείωση. Αισθανόταν ό,τι, σύμφωνα με τον Βάλτερ Μπένγιαμιν κι ο Λεσκόφ στον δικό του: να εκτοπίζεται στο απόμακρο άκρο όχι μονάχα του χώρου, αλλά και του χρόνου. Ο Γαλάνης δεν το αντιλαμβανόταν με την εκφραστική ενάργεια του Γερμανού στοχαστή, όμως από μια εποχή κι έπειτα, κάθε που έσκαβε τα ποτιστικά του ρυάκια, είχε την αίσθηση ότι οι γυμνές του πατούσες χάνονταν μέσα στην λάσπη, σαν ρίζες δέντρου. Χρόνο με τον χρόνο και μια ιδέα παραπάνω. Είχε την αίσθηση πως σιγά, σιγά διαλυόταν – ξεκινώντας από τα θεμέλια – στο χώμα του χωραφιού του. Αυτές τις τόσο ιδιαίτερες, τις τόσο προσωπικές εντυπώσεις, δύσκολα τις εκμυστηρεύεσαι σε άνθρωπο. Ο κυρ Γεράσιμος τη μετέφερε κάποια στιγμή και στην γυναίκα του, ως σημάδι επικείμενης αναχώρησης. Εκείνη σταυροκοπήθηκε τρεις φορές κι έφτυσε στον κόρφο της. Τα τελευταία εκείνα χρόνια της ζωής του, είχε αρχίσει να επαναλαμβάνει όλο και πιο συχνά, σχεδόν μανιακά, μ’ ένα πλατύ πάντα χαμόγελο ειρωνείας στα χείλη, την τελευταία διάσημη επωδό του: «Πότε επιτέλους θα βρεθεί ελληνική γενιά να κληρονομήσει τα έρμα τα πάτρια εδάφη, χωρίς τα πάτρια ήθη;».
Το σπίτι κι ο κήπος του παρέμειναν μετά τον θάνατο του για χρόνια κλειστά. Είχα μόλις αφήσει πίσω τα άχαρα χρόνια της εφηβείας κι αισθανόμουν να μεγαλώνω παράλληλα με το κλειδομανταλωμένο σπίτι· οι ασοβάτιστοι τοίχοι του σαν να ξεθώριαζαν μαζί με τις παιδικές μου αναμνήσεις. Μια δεκαετία περίπου αργότερα ενέσκηψε νεαρός, κληρονόμος από την Αυστραλία. Με αγαλμάτινο, άτριχο κορμί γυμναστηρίου. Γκρέμισε εσωτερικούς τοίχους, ξήλωσε τη στέρνα κι ένα κομμάτι της ξερολιθιάς, πίσω απ’ τη μεγαλόπρεπη συκιά που οριοθετούσε το περιβόλι. Εξάλειψε την απόσταση του αποχωρητηρίου, εντάσσοντάς το εντός της ανακαινισμένης παραθεριστικής πλέον οικίας, η οποία εκσυγχρονίστηκε πλήρως με την προσθήκη πολυτελούς τζακούζι και φούρνου μικροκυμάτων. Ωστόσο η περιώνυμη παραδείσια χάρη του περιβολιού, δεν φάνηκε να θέλγει τον μικρανιψιό του Γαλάνη. Το στέρφο πια χωράφι καθαρίστηκε απ’ τα πολλά αγριόχορτα και μέσα απ’ το πεσμένο ντουβάρι περνάει πλέον η απαστράπτουσα διθέσια BMWτου, την οποία παρκάρει εκεί ακριβώς όπου στεκόταν άλλοτε η στέρνα. Για χρόνια πίστευα ότι η βάρβαρη αυτή πράξη εξάλειφε σαν μονοκοντυλιά πάνω στ’ όνομά του, ολόκληρο τον βίο του κυρ Γεράσιμου. Ο κακόπαθος γινόταν μετά θάνατον και κακόμοχθος· όλος του ο κόπος απόβαινε τελικά άσκοπος. Καμία όμως δωρεά και καμιά θυσία δεν ξεπερνά ποτέ το φράγμα της μιας γενιάς. Κάθε δωρεά, και της ανθρώπινης ζωής ακόμα, δεν είναι παρά ένα στιγμιαίο αστραποβόλημα μέσα στου χρόνου τη ροή, μια γενναία λάμψη με διάρκεια και φως ίση με τη ζωή των ευεργετηθέντων.
Όταν τον βρήκαν πεσμένον μπρούτα στο μποστάνι του με τα ολιγοπότιστα ξερικά, με το πρόσωπο μέσα στο λασπερό κοκκινόχωμα, οι γιατροί αποφάνθηκαν ότι ο Γεράσιμος Γαλάνης πήγε από αιφνίδια ανακοπή. Τον βρήκαν δε, με τα δύο μπατζάκια του παντελονιού του, ανασηκωμένα μέχρι το γόνατο· και τα γυμνά του πόδια κόκκινα μέχρι πάνω απ’ τη μέση της γάμπας. Γεγονός που δεν παραξένεψε παραδόξως κανέναν. Εγώ όμως σε πείσμα όλων των υπολοίπων θα είμαι δια βίου πεπεισμένος ότι ο Γαλάνης δεν πήγε από καρδιά, αλλά από ωμή κακογλωσσιά· όπως και αναρίθμητο πλήθος συμπολεμιστών του.
Ένα, ύστατο και μοναδικό σ’ ολόκληρο τον απροσωπόληπτο βίο του, αίτημα, εξέφρασε ρητά στη λακωνική του διαθήκη με τα καθαρογραμμένα, μεγαλόσωμα γράμματα του χειρώνακτα. Ζητούσε να θαφτεί χωρίς κιβούρι· τυλιγμένος τη γαλανόλευκη με την οποία έθαβαν τους συντρόφους του στο βουνό. Όμως απ’ ό,τι έμαθα δεν βρέθηκε καμία.
Αθήνα
Σεπτέμβρης 2017 – Γενάρης 2019.