Συγκεκριμένα, όπως αποκαλύπτει η Εφημερίδα των Συντακτών στο πρωτοσέλιδό της, η επιχείρηση καταστροφής αποδεικτικών υλικών λαμβάνει χώρα στην ΕΥΠ και στο Κέντρο Τεχνολογικής Υποστήριξης, Ανάπτυξης και Καινοτομίας, το οποίο συστάθηκε το 2020 με νυχτερινή τροπολογία της κυβέρνησης, υπάγεται απευθείας στον διοικητή της ΕΥΠ, με δικό της προϋπολογισμό και τη νομοθετική δυνατότητα να συνάπτει συμβάσεις και απευθείας αναθέσεις χωρίς να δημοσιεύονται στη Διαύγεια.
Σύμφωνα με τις πληροφορίες της «Εφ.Συν.», μόλις έγινε γνωστή η έναρξη της έρευνας δόθηκε εντολή από τον Δ.Μ., υψηλόβαθμο στέλεχος της Υπηρεσίας, ο οποίος αποτελεί στενό συνεργάτη του πρωθυπουργού εδώ και πολύ καιρό, να ξεκινήσει η καταστροφή πολλών αρχείων, κρίσιμων για την υπόθεση του σκανδάλου των υποκλοπών.
Οι ίδιες πληροφορίες αναφέρουν ότι άλλα δύο κορυφαία στελέχη ζήτησαν από τους υπαλλήλους να παραδώσουν τα ειδικού τύπου υπηρεσιακά usb ασφαλείας, γνωστά ως iron keys και κυρίως αυτά που χρησιμοποιούνται από τον τομέα της Μερικής Διαχείρισης (σχετίζεται με το ΚΕΤΥΑΚ) με σκοπό να συγκροτηθεί άμεσα η Επιτροπή Καταστροφής Υλικού και να τα αφανίσει. Στα iron keys είναι καταγεγραμμένες όλες οι συνομιλίες, αλλά και τα λοιπά στοιχεία που αποτελούν προϊόντα παρακολούθησης χιλιάδων ατόμων που βρέθηκαν υπό αυτό το καθεστώς από την Υπηρεσία. Περιλαμβάνουν επίσης και στοιχεία που αφορούν στη λειτουργία του ΚΕΤΥΑΚ, το οποίο διαχειρίζεται άγνωστο ποσό κρυφών κονδυλίων και για άγνωστους σκοπούς.
Όσον αφορά στα στοιχεία των επισυνδέσεων ωστόσο, αυτά μπορούν να ανακτηθούν από τους παρόχους κινητής τηλεφωνίας, οι οποίοι είναι υποχρεωμένοι να διατηρήσουν τα αρχεία , εφόσον βέβαια η ΑΔΑΕ και οι εισαγγελικές Αρχές τους απευθύνουν σχετικό αίτημα.
Την όλη επιχείρηση εκκαθάρισης φαίνεται πως συντονίζει ο Α.Λ., επίσης υψηλόβαθμο στέλεχος της ΕΥΠ. στο οποίο επί Ν.Δ. έχει υπαχθεί και το αρμόδιο τμήμα για τις επισυνδέσεις, μετά την προμήθεια του ιταλικού λογισμικού τον προηγούμενο χειμώνα. Η ενέργεια αυτή έχει προκαλέσει την αντίδραση και ανησυχία των υπαλλήλων, πολλοί εκ των οποίων αρνούνται να συμμετάσχουν στη διαδικασία καταστροφής, ανησυχώντας για το υπηρεσιακό τους μέλλον.