του Γιάννη Μακριδάκη

Το νησί ως τότε είχε δεινοπαθήσει από τις πυρκαγιές οι οποίες το είχαν κατακάψει σε όλη του σχεδόν την έκταση, καθιστώντας ένα μάτσο τούφες πρασίνου την αρχαία Πιτυούσα, τη Χίο με τα πυκνά πευκοδάση που κάλυπταν όλη την ορεινή ραχοκοκαλιά της, πευκοδάση που ξεκινούσαν από τις βόρειες πλαγιές του Πελινναίου όρους και την περιοχή των Καρδαμύλων, συνέχιζαν στην περιοχή του Πιτυούς – Γιαννάκη – Ρετσινάδικα, κατόπιν κατέβαιναν στην περιοχή Προβατά-Αυγωνύμων-Αναβάτου και κατέληγαν συνεχή και αδιάλειπτα μέχρι το νοτιοδυτικό άκρο του νησιού και την περιοχή του Λιθίου και των Μεστών.

 
Το κοινωνικό σοκ που προκάλεσε όμως η πλήρης καταστροφή του περιαστικού δάσους της Κλειδούς τον Ιούλιο του 1998, που έδωσε ώθηση στην κοινωνική ευαισθητοποίηση και δράση καθώς και άλλες συγκυρίες, φυσικές και πολιτικές, όπως π.χ. η πολύ σωστή αλλαγή της νομοθεσίας η οποία αφαίρεσε από την Δασική Υπηρεσία την αρμοδιότητα της κατάσβεσης των δασικών πυρκαγιών, μεταφέροντάς την στην Πυροσβεστική, είχαν ως αποτέλεσμα το νησί να περάσει μια πολύ ήρεμη δεκαετή σχεδόν περίοδο, κατά την οποίαν οι λιγοστές πυρκαγιές που συνέβησαν ελέγχονταν άμεσα δίχως να επεκτείνονται και δίχως να προξενούν μεγάλες καταστροφές.
 
Τότε το νησί ανέκαμψε κάπως περιβαλλοντικά και όλοι αναθαρρήσαμε, νομίσαμε ότι είχαμε πλέον “πάρει το κολάι”, όπως λένε οι γείτονές μας απέναντι, στην κατάσβεση αλλά και στην αποτελεσματική φύλαξη των δασών μας και του φυσικού κεφαλαίου του τόπου μας.
 
Μέχρι που ήρθε η 18η Αυγούστου 2012 και η φωτιά που έκαιγε για μια  βδομάδα σχεδόν, καταστρέφοντας πευκοδάση και (μαστιχο)καλλιέργειες, αλλά και υπενθυμίζοντάς μας την ανικανότητά μας να αποσοβήσουμε την καταστροφή της φλόγας, όταν αυτή ανάψει και έχει σύμμαχο τα φυσικά φαινόμενα, όση αυταπάρνηση και αν επιδεικνύουμε, όση οργάνωση και όσα μέσα και αν διαθέτουμε, όση συμμετοχή ανθρώπων και αν επιτυγχάνουμε.  Μας υπενθύμισε επίσης ότι όσο και αν έχουμε συνειδητοποιηθεί ως κοινωνία, πάντοτε θα τρέφουμε στον κόρφο μας κάποιους ασυνείδητους που θα καταστρέφουν τον τόπο και θα μας καταδικάζουν να ζούμε σε φόντο μαύρο.
 
Δυστυχώς η εκτεταμένη καταστροφή του νησιού το 2012 δεν ήταν η τελευταία. 4 χρόνια μετά, το καλοκαίρι που ακόμη διανύουμε, οι φλόγες άναψαν ξανά κατακαίοντας ό,τι απέμεινε και ό,τι κατόρθωσε να αναγεννηθεί έκτοτε, ολοκληρώνοντας έτσι το κακό, αφού πλέον η φυσική αναγέννηση των δασών που κάηκαν δεύτερη φορά είναι σχεδόν αδύνατη.
 
Με άλλα λόγια, φτάσαμε σήμερα να βρισκόμαστε σε χειρότερη κατάσταση από αυτήν που βιώναμε πριν 30 χρόνια. Το νησί το καταστρέφουμε συστηματικά, όσο και αν αυξάνονται τα μέσα, οι εθελοντές, η κοινωνική ευαισθητοποίηση. Αυτό γίνεται διότι είμαστε εγκλωβισμένοι στην καταναλωτική μας νοοτροπία, η οποία έχει βασικά χαρακτηριστικά την κατανάλωση φυσικών πόρων και ενέργειας, την απομύζηση του οικοσυστήματος και την ρύπανσή του, και φυσικά δεν μπορεί να μας οδηγήσει σε άλλους δρόμους πέραν της (αυτο)καταστροφής.
 
Η Χίος σήμερα έχει καταντήσει μαύρη κι άραχνη, με ό,τι αυτό σημαίνει περιβαλλοντικά, κοινωνικά, οικονομικά. Το νησί χρειάζεται για την επόμενη δεκαετία τουλάχιστον πολιτική που να έχει ως κύριο και βασικό χαρακτηριστικό την περιβαλλοντική φροντίδα, ώστε να μπορέσει να ξαναπάρει τα πάνω του και να προσφέρει πάλι ζωή στα πλάσματα που απόμειναν να το κατοικούν, πόσω μάλλον στους ανθρώπους του.
 
Το νησί χρειάζεται σπορές. Εκτεταμένες, συνεχείς, συστηματικές σπορές μεγάλης βιοποικιλότητας στα βουνά του, αυστηρή απαγόρευση της βόσκησης και της αλλαγής χρήσης γης, καθώς και άμεση ανασχοίνωση στα νότια, όπου καταστράφηκαν τα μαστιχόδεντρα. 
 
Αυτό που σίγουρα δεν χρειάζεται είναι να ξεχάσουμε το μαύρο χάλι μας όσο περνάει ο καιρός και οι βροχές θα προσπαθούν να το σβήσουν και να αφεθούμε πάλι στην πλάνη μας και στις δήθεν πολιτικές επενδύσεων, ανάπτυξης, τουριστικής προβολής και λοιπές παρόμοιες, οι οποίες φυσικά δεν μπορούν να φέρουν ευημερία πάνω σε καμμένη γη.
 
Η Χίος πρέπει να γίνει πρότυπο νησί περιβαλλοντικής αναγέννησης για την επόμενη δεκαετία τουλάχιστον.