της Μίκας Αγραφιώτου

Όσοι μεγαλώσαμε σε αριστερές οικογένειες μάθαμε από νωρίς να ξεχωρίζουμε το «τοτέμ» Μίκης Θεοδωράκης, πολύ περισσότερο από όλους τους υπόλοιπους συνθέτες της εποχής του. Όλοι τους υπήρξαν υπέροχοι, αλλά ο Μίκης ήταν ο «ένας». Ήταν η πρώτη και βασική επικοινωνία μας με την αριστερά, όχι μόνο ως ιδεολογία, αλλά ως πολιτιστική κληρονομιά. Οι πολιτιστικές κληρονομιές όμως υπάρχουν όχι μόνο για να εμπνεύσουν, αλλά και για να ξεπεραστούν από αυτή την «αλλήθωρη νεολαία, την τσογλανοπαρέα που κάνει κριτική», όπως περιπαιχτικά είχε πει κάποτε ο Σαββόπουλος.

Ήμασταν -και ίσως είμαστε ακόμα- οι γενιές της γενικευμένης ηττοπάθειας, της συντριπτικής ανατροπής των σοσιαλιστικών καθεστώτων, των ατομικών success stories και της κατάθλιψης. Η επικοινωνία και η σύνδεση με τα μεγάλα αφηγήματα, με τις παγκόσμιες διεκδικήσεις, ακόμα και με την ίδια την επανάσταση ως συλλογική αντίληψη -ως όραμα που μοιράζονται πολλοί-, είχε χαθεί ανεπιστρεπτί όσο μεγαλώναμε. Ο άλλοτε «παπάς του λαού», όπως εμφανιζόταν ο Μίκης πάντα μαυροφορεμένος στις συναυλίες του, ανάμεσα στις βραβεύσεις του και τις πολιτικές εμμονές του, δεν είχε σχεδόν τίποτα το ουσιαστικό πολιτικά να πει στη γενιά μου. Οι περισσότερες πολιτικές παρεμβάσεις του μας φαινόταν τόσο έξω από εμάς, τόσο γραφικές και στα όρια του γκροτέσκου, που μας έκαναν να νιώθουμε άβολα, άλλοτε και οργισμένα.

Ο Μίκης, όμως, πάντα έβρισκε τον τρόπο να τρυπώνει στις πολιτικές μας πράξεις, δεν γινόταν διαφορετικά. Η γενιά μας έπρεπε κάπως να επικοινωνήσει με τις προηγούμενες γενιές, κάπως να επαναπροσδιοριστεί ιδεολογικά έξω από τις πολιτικές της οικονομικής κρίσης, έξω από τα σφιχτά όρια της Μεταπολίτευσης όπως τα όρισε το ΠΑΣΟΚ. Όχι να γεφυρώσει το οποιοδήποτε χάσμα, αλλά να το κατανοήσει με μια σχετικά ενήλικη ωριμότητα και όχι με το αέναο εφηβικό μίσος. Υπάρχει μια ενδιαφέρουσα γονιμότητα στη ρήξη των «ιερών συμβόλων», στη μετατροπή τους ξανά σε ανθρώπους με σάρκα και οστά, με λάθη και άσβεστες επιθυμίες. Η κατάβαση από το βάθρο δεν είναι απαραίτητα υποτιμητική και υποβαθμιστική της αξίας των ανθρώπων και των ιστορικών συγκυριών, όταν γίνεται μέσα στο πλαίσιο ενός γενικευμένου εξανθρωπισμού της ιστορίας. Ειδικά όταν αυτά τα βάθρα που κατασκευάστηκαν από τις αστικές πολιτικές δυνάμεις της Μεταπολίτευσης, φτιάχτηκαν εξαρχής με σκοπό να ενισχύσουν αυτά τα κενά και όχι να τα γεφυρώσουν.

Ο Μίκης των αριστερών υπήρξε ένα βιωμένο ανθρώπινο σύμβολο. Υπήρξε η φωνή των παρανόμων αγωνιστών, των βασανισμένων, των φυλακισμένων, των εξόριστων. Η αριστερά, όχι μόνο ως ιδεολογία και πολιτική επιλογή, αλλά ως τρόπος ζωής και θανάτου, βγήκε από τις σελίδες των σπουδαίων ποιητών και στα χέρια του Μίκη έλαβε σάρκα και οστά. Μετουσιώθηκε σε ένα καλλιτεχνικό έργο που συσπείρωσε εντός του όλα εκείνα για τα οποία πάλευαν οι αριστεροί μετά τον πόλεμο, συνδέοντας βιωματικά όλες τις αγωνιζόμενες τάσεις δύο γενιών. Εκείνη του πολέμου και εκείνη της δεκαετίας του 1960.

Οι παλιοί κομμουνιστές της Κατοχής και του αντάρτικου, του ΕΑΜ, του ΕΛΑΣ και του ΔΣΕ συναντήθηκαν μέσω του έργου του Μίκη με τα παιδιά τους, με τους νέους αριστερούς των Λαμπράκηδων, του 114 και της αντιδικτατορικής αντίστασης. Πολύ παραπάνω, η εργατική τάξη συναντήθηκε μεταξύ της και απέκτησε κοινή πολιτιστική ταυτότητα, κάτι πρωτόγνωρο για κάθε εποχή. Ο Μίκης έφερε την πιο πρωτοποριακή ποίηση της εποχής στα μεσημεριανά τραπέζια της εργατικής τάξης, στους χώρους δουλειάς, στον καθημερινό αγώνα, στα γλέντια. Όλα όσα μέχρι τότε αποτελούσαν αποκλειστικό κτήμα της αριστερής/προοδευτικής διανόησης, μέσω της μελοποίησης του Μίκη λάμβαναν διαστάσεις παλλαϊκές και πανανθρώπινες, ξεπερνούσαν τα μορφωτικά και τα ταξικά όρια, ξεπερνούσαν τα σύνορα της χώρας, ακόμα και τις ιστορικές συγκυρίες.

Για την ακρίβεια, έγινε η προσωποποίηση του αντιδικτατορικού αγώνα, όταν οι παράνομες κασέτες με τα τραγούδια του διανέμονταν μετά μανίας, πήγαιναν από χέρι σε χέρι ώστε έπειτα να ακουστούν κρυφά σε κασετοφωνάκια από νέους που μαζεύονταν μόνο για αυτό το σκοπό. Οι διαδικασίες αυτές είχαν λάβει μια σχεδόν μυστικιστική χροιά. Οι πόρτες και τα παράθυρα ήταν ερμητικά κλειστά, η ένταση ήταν ασφυκτικά χαμηλή και πάντα υπήρχε ο φόβος ότι έστω και μια νότα ή ένας στίχος θα ξεφύγει από κάποια χαραμάδα και θα οδηγήσει την ΕΣΑ έξω από το σπίτι. Και, ίσως, το κομμάτι που λείπει από τις περισσότερες λιβέλους που γράφτηκαν για τον Μίκη αυτές τις ημέρες, να είναι το πιο ζωτικό κομμάτι, αυτό που σμίλευσε το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα. Ο μαζικός τρόπος με τον οποίο επικοινωνήθηκε το έργο του Θεοδωράκη σε όλα τα πλάτη και τα μήκη της υφηλίου, από στόμα σε στόμα, από χέρι σε χέρι, αλλά, κυρίως, από καρδιά σε καρδιά. Η τέχνη ως μαχόμενη εμπροσθοφυλακή στην Ελλάδα -και όχι μόνο- έλαβε με συντριπτικό τρόπο τα χαρακτηριστικά του Μίκη Θεοδωράκη.

Κανένας άλλος Έλληνας συνθέτης δεν άφησε το αποτύπωμα του όσο ο Μίκης, με τόσο βάθος και σε τόσο μεγάλη μερίδα του κόσμου, ούτε εκείνη την εποχή, ούτε καν τώρα που τα μουσικά γούστα έχουν αλλάξει άρδην. Κανένας άλλος δεν κατάφερε να τραγουδιέται με τόση ζέση από τόσο διαφορετικούς ανθρώπους σε όλα τα επίπεδα. Περπάτησε μέσα σε ένα φάσμα που συμπεριλάμβανε όλη την παγκόσμια διανόηση του 20ου αιώνα σε κάθε μορφή τέχνης, περιηγήθηκε ανάμεσα στον Φιντέλ Κάστρο, τον Τσε Γκεβάρα και τον Σαλβαδόρ Αγιέντε, έπαιξε σε όλες τις μεγάλες σκηνές του πλανήτη, τραγουδήθηκε από την χορωδία του Κόκκινου Στρατού, την Edith Piaf, τους Beatles. Ταξίδεψε ακόμα και με την «Καλυψώ» παρέα με τον Jacques-Yves Cousteau, όχι ότι αυτό αποτελεί ιδιαίτερο κατόρθωμα, αλλά προσδίδει λίγο παραπάνω σε αυτή την αδιανόητα θυελλώδη ζωή του.

Και ήταν αυτός ο διάχυτος κοσμοπολιτισμός που ερχόταν πολλές φορές σε σύγκρουση με τις προσωπικές πολιτικές του επιλογές. Έγραψε μουσική για ταινίες του Χόλιγουντ, κατάφερε να ανάγει το συρτάκι ως εθνικό trademark, μαζί με το «-σουβλάκι-τζατζίκι». Ένας λόγος που τον ανέχτηκαν οι περισσότεροι δεξιοί ήταν ακριβώς αυτός, ο Θεοδωράκης αποτελούσε, μεταξύ άλλων, μια πανίσχυρη μετοχή. Έφερνε στην χώρα αναγνωρισιμότητα, και η αναγνωρισιμότητα έφερνε τουρισμό και κέρδη στην μέχρι τότε επισκιασμένη ψωροκώσταινα. Τα ίδια χρόνια που έσκυβε πάνω από το φέρετρο του Γρηγόρη Λαμπράκη, που ψύχωσε και σάρκωσε την εξέγερση του Πολυτεχνείου το 1973, τα ίδια χρόνια έχτιζε και το εθνικό νεωτερικό αφήγημα της Ελλάδας, όπως αυτό θα προβαλλόταν στο εξωτερικό. Ένα κράμα αριστερού μοντερνισμού και έντεχνης παράδοσης, ένας κόσμος μιας παραμορφωμένης Μπρεχτικής απόδοσης, όπου η υψηλή τέχνη αναμειγνύεται εύκολα με την λαϊκότητα και η λαϊκότητα εξίσου εύκολα με τον λαϊκισμό. «Μουσική για τις μάζες» ονόμαζε ο ίδιος ο Μίκης τη μουσική του.

Και ήταν αυτή η ανεξέλεγκτη σωρευτικότητα του Μίκη που πολλές φορές τον τοποθέτησε απέναντι. Απέναντι σε τμήματα της αριστεράς, απέναντι στη νεολαία, απέναντι στον ίδιο τον λαό. Ήταν αυτό ακριβώς που πυροδότησε τις τεράστιες αντινομίες στο πρόσωπό του, τις τεράστιες αντιφάσεις που έπεσε μέσα τους τόσες φορές. Είναι ότι συνέχισε το πολιτικό τροπάριο σύμπλεξης αριστεράς και πατριωτισμού με βάση τα εθνικά κομμουνιστικά κόμματα τύπου Γιουγκοσλαβίας, την ίδια στιγμή που η ίδια η αριστερά παγκοσμίως το απεμπολούσε μανιωδώς μετά τον Μάη του ’68, την αποσταλινοποίηση της ΕΣΣΔ και τον ευρωκομμουνισμό του Μπερλινγκουέρ.

Και αν έκανε πολιτικά λάθη ο Μίκης, ναι έκανε. Πολλά από δαύτα. Όποιος εκτίθεται πολιτικά, όποιος λερώνει τα χέρια του στα κέντρα λήψεων αποφάσεων, είναι καταδικασμένος να κάνει λάθη. Είναι καταδικασμένος να έρθει σε σύγκρουση με συντρόφους, είναι καταδικασμένος να βλέπει τις πολιτικές συνιστώσες που πριν από κάποια χρόνια ήταν κυρίαρχες στην αριστερά, να φθίνουν και να ξεπερνιούνται. Όλοι όσοι οργανώθηκαν στη ζωή τους σε κάποιο πολιτικό αριστερό κόμμα/οργάνωση/μόρφωμα είναι καταδικασμένοι να αντικρίσουν τον πολιτικό εαυτό τους ως ένα αγκυλωμένο σκιάχτρο ενός παρελθοντικού πολιτικού χρόνου. Να βρεθούν σε ένα σημείο μηδέν, κάποιοι ανήμποροι να το ξεπεράσουν μέσα στο πέρασμα του χρόνου. Και αυτό όχι μόνο μια φορά, αλλά ίσως πολλές περισσότερες στο πέρασμα των χρόνων.

Ίσως, όμως, το πιο δύσκολο και, συνάμα, σπουδαίο κομμάτι στη ζωή ενός ανθρώπου είναι να δημιουργήσει ζωή μέσα στον διάσπαρτο θάνατο. Είναι να ξεπεράσει τον τρόμο και τη φρίκη που του προκαλούν τα συσσωρευμένα ανθρώπινα πτώματα, η πείνα, τα βασανιστήρια και η γενικευμένη κακουχία, και να φτιάξει ένα καλλιτεχνικό έργο οργοτόμο, κινητήριο και καθολικό. Εκείνο το έργο που θα συνδέσει το αποσπασματικό σε ένα όλον. Έτσι το απέδωσαν τόσο οι σπουδαίοι ποιητές όσο και η μελοποίηση τους από τον Μίκη. Και αν αυτή η «ιεροποίηση» του Μίκη μετά τη χούντα έγινε αντιληπτή σχεδόν με γραφικό τρόπο από τη γενιά του 1980 και του 1990, ήταν για τον ίδιο λόγο που ανέφερε ο Μανόλης Αναγνωστάκης όταν σταμάτησε να δημοσιεύει ποιήματα: «τελείωσε η εποχή, τελείωσε και η ποίηση».

Και για να τελειώνουμε με τα ψευτοδιλήμματα τύπου «σε ποιον ανήκει ο Μίκης Θεοδωράκης;»: Τα έργα του Μίκη δεν έπαψαν να μας χαρακτηρίζουν πολιτικά ακόμα σε «αδρανείς» πολιτικά εποχές. Όταν ξέφευγαν από τις σχολικές γιορτές, όταν κατρακυλούσαν από τους αστούς καλλιτέχνες που τα ερμήνευσαν κατά καιρούς στις πολυτελείς σκηνές, θα έβρισκαν πάντα το δρόμο τους μέσα από τα ραδιόφωνα των σπιτιών στις μεγάλες επετείους. Και όταν τύχαινε να ακούσεις από κάποιο παράθυρο το «Άξιον Εστί» την 28η Οκτωβρίου ή το «Μύρισε το Σφαγείο μας Θυμάρι» τη 17η Νοεμβρίου, ήξερες ότι αυτό το σπίτι είναι «δικό σου». Ο Μίκης, λοιπόν, ανήκει εκεί που ανήκουν και οι μεγάλοι ποιητές. Στην πάλη του λαού εναντίον των εκμεταλλευτών του, σε κάθε άνθρωπο που αγωνίζεται για ψωμί, νερό και τριαντάφυλλα.