Πήγα κι εγώ, όπως και πολλοί άλλοι της παλιάς Ελευθεροτυπίας την περασμένη Τετάρτη στο Μέγαρο, να παρακολουθήσω την παρουσίαση του βιβλίου του Σεραφείμ Φυντανίδη «31 αξέχαστα χρόνια». Μια συζήτηση περί Ελευθεροτυπίας στο Μέγαρο!; Περίεργη έμπνευση…
 
Διάβασα κι εγώ το βιβλίο. Το διάβασα απνευστί. Ένα βιβλίο με πολλές εικόνες, με πολλά παρασκήνια, ανάλαφρα γραμμένο, με μπόλικο χιούμορ. Ο Φυντανίδης, εκτός από τις χιλιάδες πρώτες σελίδες που έφτιαξε, εκτός από το μάθημα δημοσιογραφίας που παρέδωσε, είχε την ευκαιρία από την περίοπτη θέση του να ζήσει τα πράγματα από τα μέσα, να γνωρίσει πρόσωπα και πράγματα, να εκπληρώσει το όνειρό του να  μπει κάποτε στη φυλακή, να συνομιλήσει με τεράστιες προσωπικότητες, να κάνει πολλά συναρπαστικά ταξίδια.  
 
Το μάθημα δημοσιογραφίας που μας παρέδωσε: Ο ίδιος λέει και ξαναλέει ότι στην εφημερίδα ο καθένας μπορούσε να γράψει ελεύθερα την άποψή του, όποια κι αν ήταν, ακόμα κι αν συγκρουόταν με τη γραμμή της εφημερίδας, αρκεί να έβαζε από κάτω την υπογραφή του. Είναι αλήθεια.
 
Ωστόσο, για μένα ο Φυντανίδης υπήρξε μοναδικός για κάτι πολύ ευρύτερο απ’ αυτό. Καλλιέργησε τον πλουραλισμό και τον διάλογο σε πολλές και διαφορετικές μορφές, με απόλυτη συνέπεια και επιμονή. Υπό μία έννοια μας φαίνεται σήμερα αυτονόητο, αν και πόσο αυτονόητη μπορεί να είναι στους μνημονιακούς καιρούς η πολυφωνία σε ένα μεγάλο μέσο μαζικής επικοινωνίας; Αλλά ακόμα κι αν φαίνεται σε πολλούς από μας αυτονόητο, αυτό συμβαίνει μόνο και μόνο λόγω της ύπαρξης της Ελευθεροτυπίας, λόγω του Φυντανίδη.
 
Επιπλέον, υπήρξε ταλαντούχος στο να πιάνει το νόημα της στιγμής, στο να οργανώνει μεγάλες θεματικές καμπάνιες, στο να διοικεί με ήπιους τόνους και πνεύμα συνεργατικότητας και ανοχής. (Αν και τις ελάχιστες φορές που τον είδα οργισμένο, θα προτιμούσα να βρίσκομαι οπουδήποτε αλλού και όχι εκεί γύρω, και οπωσδήποτε όχι στην άλλη άκρη της τηλεφωνικής γραμμής)
 
Στο βιβλίο παρελαύνουν οι σπουδαιότεροι μεταπολιτευτικοί Έλληνες πρωθυπουργοί, τους οποίους γνώρισε και συναναστράφηκε ο Φυντανίδης, πολιτικοί αρχηγοί της Αριστεράς αλλά και μεγάλοι ξένοι ηγέτες, όπως ο Βλαντιμίρ Πούτιν. Πολύ περισσότερο όμως φιγουράρουν οι άνθρωποι του πνεύματος και της τέχνης, Έλληνες και ξένοι, όπως ο Κορνήλιος Καστοριάδης, ο Μάνος Χατζηδάκις, ο Χάρολντ Πίντερ ή ο Εμίρ Κοστουρίτσα, που ο Φυντανίδης επιμένει -και το εννοεί- να τους θεωρεί πολύ σπουδαιότερους από τους πρώτους.
 
Με ένα μαγικό τρόπο, ο συγγραφέας, χωρίς να καταβάλλει εμφανή προσπάθεια να φροντίσει την ανέλιξη της αφήγησης, κατορθώνει να συνδυάζει ανεκδοτολογικά στιγμιότυπα με καίριες επισημάνσεις, συμπεριλαμβάνοντας και αποτιμώντας με επιλεκτικό τρόπο κρίσιμες καμπές της ελληνικής ιστορίας, από την αποστασία μέχρι τους Ολυμπιακούς αγώνες και λίγο παρακάτω, όπου τα μεγάλα πολιτικά γεγονότα συνυπάρχουν με εύστοχες κοινωνικές παρατηρήσεις πάνω σε φαινομενικά δευτερεύοντα γεγονότα. Υπάρχουν βέβαια και άγνωστες αυτοβιογραφικές ιστορίες, πολλές απ’ αυτές ξεκαρδιστικές.
 
Κατά έναν περίεργο τρόπο, ωστόσο, από το βιβλίο απουσιάζουν σχεδόν εξ ολοκλήρου δύο σημαντικές περίοδοι: Η δικτατορία και η κρίση. Είναι δύσκολο να συμπεράνει κανείς το γιατί, αλλά η εντύπωσή μου είναι πως ο κοινός παρονομαστής που συνδέει αυτές τις δύο περιόδους είναι το αρνητικό πρόσημο. Ο Φυντανίδης φαίνεται να ξορκίζει σ’ αυτό το βιβλίο τις αρνητικές περιόδους της σύγχρονης Ιστορίας, πράγμα που προσφέρει στον ανάλαφρο τόνο της αφήγησης, όχι όμως και στην οξυδέρκειά της.
 
Όσον αφορά πάντως την κρίση, υπάρχει κάπου μία έμμεση αλλά αξιόλογη αναφορά στη διακυβέρνηση του Κώστα Σημίτη: «Το κακό για τον Κώστα Σημίτη είναι ότι στη διάρκεια της πρωθυπουργίας του έγιναν πολλά αρνητικά, με αποτέλεσμα τώρα να δικάζονται, να καταδικάζονται ή να κατηγορούνται υπουργοί του και συνεργάτες του, όπως ο Άκης Τσοχατζόπουλος, ο Τάσος Μαντέλης, ο Γιώργος Παπακωνσταντίνου, ο Γιάννος Παπαντωνίου, ο «στρατηγός» Θεόδωρος Τσουκάτος. Δεν μπόρεσε ποτέ να τους ελέγξει; Μήπως κάποτε πρέπει να μιλήσει για όλα αυτά; Όπως και να το κάνουμε, έχει και ο ίδιος πολιτικές ευθύνες. Πρωθυπουργός ήταν».
 
Στον ίδιο κοινό παρονομαστή -των απωθημένων θεμάτων- τείνω να εντάξω και το κρισιμότερο ζήτημα που παραλείπει να θίξει ουσιαστικά ο Φυντανίδης, εκείνο για το οποίο είναι από τους λίγους που μπορούν να δώσουν απαντήσεις από πρώτο χέρι: Το άδοξο τέλος της Ελευθεροτυπίας. Για κάποιον σαν κι εμένα, που η Ελευθεροτυπία ήταν το σπίτι του και το σημείο αναφοράς του, η άρνησή του να τοποθετηθεί στα περιστατικά και τις αιτίες της πτώσης της συνιστά μεγάλο κενό.
 
Δεν ξέρω αν το πιάνω σωστά, αλλά ουσιαστικά ο Φυντανίδης υπαινίσσεται ότι η Ελευθεροτυπία ήταν συνυφασμένη με τον βιολογικό κύκλο του Κίτσου Τεγόπουλου, επειδή δεν φρόντισε για την επόμενη μέρα, ούτε άφησε διαθήκη. Σε ένα άλλο επίπεδο, ωστόσο, μοιάζει να μην πιστεύει στη βιωσιμότητα των εφημερίδων λόγω της αμεσότητας της τηλεόρασης, και αργότερα της επέλασης του διαδικτύου και των νέων μέσων. Δεν του περνάει καν απ’ το μυαλό ο συνδυασμός της χάρτινης εφημερίδας με τη διαδικτυακή, που θα μπορούσαν να αλληλοσυμπληρώνονται και να δημιουργούν συνέργειες. Αλλά αυτό το βρίσκω φυσικό.
 
Τελικά, το βιβλίο «31 αξέχαστα χρόνια» δεν είναι ένα βιβλίο για την Ελευθεροτυπία, όπως ειπώθηκε. Είναι πολλά άλλα, αλλά όχι αυτό. Είναι ένα βιβλίο για τη Μεταπολίτευση, αν δεχτούμε ότι αυτή τελειώνει κάπου γύρω στο 2007. Είναι ένα βιβλίο για τον Κίτσο Τεγόπουλο, στον οποίο είναι άλλωστε αφιερωμένο. Και είναι ασφαλώς ένα βιβλίο για τον ίδιο τον Σερ και την εποχή του.