του Μηνά Κωνσταντίνου
Η καταδίκη της γυναίκας από τον Βόλο σε δεκαετή κάθειρξη χωρίς αναστολή, και μάλιστα με την πρωτόδικη ποινή που επέβαλε το 2016 Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων να τη θέλει στη φυλακή για δεκαπέντε χρόνια, ξεσήκωσε πλήθος αντιδράσεων και ένα εντυπωσιακό κύμα αλληλεγγύης στο πρόσωπο της. Η κραυγαλέα περίπτωση της καθαρίστριας από τον Βόλο προκάλεσε και την αντίδραση της Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου, Ξένης Δημητρίου, που ζήτησε να της διαβιβαστεί η απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Βόλου που έστειλε τη γυναίκα στη φυλακή με την εξοντωτική ποινή για να τη μελετήσει, ενώ άφησε ανοιχτό το ενδεχόμενο να ελεγχθούν πειθαρχικά οι δικαστές που εξέδωσαν την εν λόγω απόφαση, εφόσων βέβαια συντρέχει λόγος. Μέχρι να εξετάσει την υπόθεση ο Άρειος Πάγος, το Πενταμελές Εφετείο της Λάρισας αποφάσισε να αναστείλει την ποινή της φυλάκισής της.
Όπως έγινε γνωστό από την πρώτη στιγμή, ο νόμος που βρίσκεται πίσω από την σκληρή καταδίκη της 53χρονης είναι ένας νόμος του μετεμφυλιακού ελληνικού κράτους, που μετρά 70 και πλέον χρόνια ζωής. Ο νόμος 1608/1950, ο «περί καταχραστών του δημοσίου χρήματος», που θεσπίστηκε στα χρόνια της… εκτεταμένης ανάπτυξης που διαδέχθηκε τον εμφύλιο πόλεμο, στην προσπάθεια να αντιμετωπιστεί το φαινόμενο της διαφθοράς που ήταν διάχυτο. Κατά τη σύλληψή του, μάλιστα, προέβλεπε για σημαντικές υποθέσεις διαφθοράς την εσχάτη των ποινών, θάνατο.
Σήμερα και μετά την κατάργηση της θανατικής ποινής, η ανώτατη ποινή αντικαταστάθηκε με ισόβια, για περιπτώσεις πάντα που η ζημιά του Δημοσίου ξεπερνούσε τα 150.000 ευρώ (50 εκατ. δραχμές). Ο συγκεκριμένος νόμος δικάζει, μεταξύ άλλων, υποθέσεις παρασιώπησης εγκλήματος, αποδοχής και διάθεσης προϊόντων εγκλήματος, δωροληψίας και δωροδοκίας, δικαστικών λειτουργών και υπαλλήλων, πλαστογραφίας και υπεξαίρεσης. Η ευρεία γκάμα εγκλημάτων που τον ενεργοποιούν, τον έχει φέρει τα τελευταία χρόνια αρκετές φορές στις κεφαλίδες της επικαιρότητας. Αφορμή το πλήθος σημαντικών υποθέσεων κατάχρησης δημοσίου χρήματος στις οποίες έχει ενεργοποιηθεί, με τις δίκες της Siemens, της Energa – Hellas Power, των εξοπλιστικών και άλλων υποθέσεων εξίσου μεγάλου δημοσίου ενδιαφέροντος να τον συναντούν απέναντί τους.
Η καταδίκη Τσοχατζόπουλου έγινε με τη χρήση του νόμου 1608 του 1950, ομοίως η καταδίκη του πρώην δημάρχου Θεσσαλονίκης, Βασίλη Παπαγεωργόπουλου και των καταχραστών της ΜΚΟ της Εκκλησίας «Αλληλεγγύη». Τον ίδιο νόμο αντιμετωπίζουν οι κατηγορούμενοι της υποθεσης της Energa, οι κατηγορούμενοι του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου, ο Γιάννος Παπαντωνίου, ενώ ο ίδιος νόμος δικάζει τον πρώην διοικητή της ΕΛΣΤΑΤ, Ανδρέα Γεωργίου και τα έξι στελέχη του ΤΑΙΠΕΔ για τα 28 ακίνητα. Ανεξαρτήτως της έκβασης της κάθε υπόθεσης, ο νόμος περί καταχραστών δημοσίου χρήματος είναι υπεύθυνος για τη διερεύνηση μίας σειράς πρωτοκλασάτων υποθέσεων διαφθοράς, κρατικών συμβάσεων και εξοπλιστικών προγραμμάτων, που σε διαφορετική περίπτωση θα είχαν παραγραφεί ή θα αντιμετωπίζονταν ακόμα πιο μετριοπαθώς.
Παράλληλα όμως, ο ίδιος νόμος εμφανίζεται όλο και πιο πυκνά στα μονόστηλα που αφιερώνονται για τις πλείστες καταδίκες «καθαριστριών», και όχι μόνο. Μία από τις παρακαταθήκες που άφησε ο Κυριάκος Μητσοτάκης κατά το πέρασμά του από το υπουργείο Διοικητικής Μεταρρύθμισης το 2014, ήταν η εντολή για τον έλεγχο των δικαιολογητικών χιλιάδων εν ενεργεία δημοσίων υπαλλήλων, ανεξαρτήτως θέσεως, ετών στην υπηρεσία και αποδοτικότητας στην εργασία τους. Αποτέλεσμα, σήμερα να δικάζονται στα δικαστήρια της χώρας πλήθος υποθέσεων πλαστογραφημένων απολυτηρίων γυμνασίου ή λυκείου, διπλωμάτων αγγλικών ή γνώσης ηλεκτρονικών υπολογιστών που βρέθηκαν από τους οριζόντιους ελέγχους.
Τις ημέρες που έγινε γνωστή η εξοντωτική καταδίκη της καθαρίστριας προκαλώντας το κοινό περί δικαίου αίσθημα, κατά τραγική ειρωνεία, ένας οδηγός του ΕΚΑΒ άκουγε το δικαστήριο να τον καταδικάζει σε δεκαπέντε χρόνια φυλάκιση, καθώς το 1997 φέρεται να πλαστογράφησε τον τίτλο σπουδών του Λυκείου. Τον περασμένο Μάιο, ένας εργαζόμενος στα ΕΛΤΑ στα Τρίκαλα καταδικάστηκε σε δεκατρία χρόνια φυλάκιση επειδή είχε πλαστογραφήσει το απολυτήριο Λυκείου, ενώ για αντίστοιχες υποθέσεις, δημόσιοι υπάλληλοι έχουν καταδικαστεί σε οκτώ, δεκατρία, δεκαπέντε έτη φυλάκισης τα τελευταία χρόνια.
Κοινό σημείο όλων των περιπτώσεων, ο νόμος του 1950. Από το 2015 δε και έπειτα, κάνει όλο και πιο συχνά την εμφάνισή του και στη δίκη παρόμοιων υποθέσεων «φτωχοδιάβολων», όπου η «κατάχρηση δημοσίου χρήματος» που τους φέρνει στις δαγκάνες του εν λόγω νόμου είναι συνήθως η μισθοδοσία που αρθροιστικά έχουν λάβει για την εργασία τους, χρησιμοποιώντας κάποιο πλαστογραφημένο έγγραφο κατά την πρόσληψή τους.
Η συζήτηση για την κατάργησή του
Στην υπόθεση της καθαρίστριας από τον Βόλο αντιπαρατέθηκαν -για ακόμα μία φορά- οι αυθόρμητες αντιδράσεις της πλειοψηφίας του κοινωνικού συνόλου, με τους ηρωικούς παραστάτες του «μετώπου της λογικής», που μέμφονταν τη… «λογική του ΚΚΕ» και το δίκιο της καθαρίστριας. Από τη μία ένα κύμα αλληλεγγύης, όπως αυτό της κοινής πρωτοβουλίας για την απελευθέρωσή της, και από την άλλη ειρωνία και κριτική για την «επιβολή καθεστώτος ανομίας» στην περίπτωση απαλλαγής της.
Εάν όμως σε ένα σημείο συναντήθηκε η πλειοψηφία των αντιδράσεων ένθεν κακείθεν, αυτό είναι η συζήτηση για την κατάργησή του. Η οποία, όσο και εάν σοκάρονται από την «ανακάλυψή» του πλείστα ηλεκτρονικά και έντυπα μέσα ενημέρωσης, είναι πολύ παλαιότερη από την υπόθεση της καθαρίστριας και του οδηγού του ΕΚΑΒ. Και σίγουρα, δεν «επανήλθε» στο προσκήνιο με αφορμή την γνωστή υπόθεση που «συγκλόνισε το πανελλήνιο».
Εδώ και χρόνια διακινούνται στον Τύπο και σε δικαστικές αίθουσες απόψεις για την κατάργηση του νόμου 1608/1950, με τελευταία φορά, το 2014 όταν και παραλίγο να καταργηθεί, στο πλαίσιο του νέου Ποινικού Κώδικα που προωθούσε ο υπουργός Δικαιοσύνης του Αντώνη Σαμαρά, Χαράλαμπος Αθανασίου. Ήταν Απρίλιος του 2014, λίγους μήνες πριν την άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία, όταν η Καθημερινή έγραφε για τις μεθοδεύσεις του υπουργείου για την κατάργηση του «αναχρονιστικού» νόμου του 1950, επικαλούμενη δικαστικές πηγές που εξηγούσαν πως θα είχε ως αποτέλεσμα «δεκάδες υποθέσεις οικονομικών σκανδάλων και κρατικής διαφθοράς, που βρίσκονται σε εξέλιξη, είτε στα εισαγγελικά είτε στα ανακριτικά γραφεία, θα τεθούν στο αρχείο και οι εμπλεκόμενοι σε διασπάθιση δημοσίου χρήματος εκατομμυρίων θα βρεθούν στο απυρόβλητο».
Οι αντιδράσεις τότε δεν έμειναν στο επίπεδο απλών διαρροών, αφού στην ανακοινωση της Ένωσης Μελών του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους τονιζόταν πως η κατάργηση του νόμου «θα έχει ως συνέπεια τα κακουργήματα (δωροδοκία, κλοπή κ.λπ.) να μετατρέπονται αυτόματα σε πλημμελήματα». Συγκεκριμένα, εξηγούσε πως τα αδικήματα της ενεργητικής δωροδοκίας, της πλαστογραφίας και κατάχρησης ενσήμων, της υφαρπαγής ψευδούς βεβαίωσης, θα μετατρέπονταν από κακουργήματα σε πλημμελήματα, «χωρίς να λαμβάνεται υπόψη ούτε το ύψος της ζημίας που προκλήθηκε στο Δημόσιο, ούτε το ποσό της δωροδοκίας, ούτε η κατ' επάγγελμα τέλεση του αδικήματος». Μάλιστα, το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους υπογράμμιζε τότε την «εμφανή» προσπάθεια για μείωση των ποινών και για το αδίκημα της παθητικής δωροδοκίας, όπου η κατάργηση θα μεθόδευε την απαλλαγή ενός μεγάλου αριθμού κατηγορούμενων και καταδικασθέντων δημοσίων λειτουργών.
Από κοντά και η αντίδραση της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων, που υπογράμμιζε τότε την ανησυχία της για ενέργειες της εκτελεστικής εξουσίας που «δίνουν την εντύπωση ακατανόητης νομοθέτησης», και «διασπούν την αντίληψή της, ως λειτουργίας θεσμικά αναπόσπαστης με τη Δικαιοσύνη». Οι Εισαγγελείς και οι Δικαστές εξέφραζαν τον προβληματισμό τους για την «τάση άρρυθμης, ασυνεπούς και αποσπασματικής νομοθέτησης, με επάλληλες τροποποιήσεις ακόμη και των βασικών ποινικών νόμων (Κωδίκων), με τρόπο που –ενίοτε- υποθάλπει ευλόγως την υποψία ότι εξυπηρετούν σκοπούς κείμενους πέραν της διασφάλισης του δημοσίου συμφέροντος».
Τελικά, υπό το βάρος των αντιδράσεων και των… κραδασμών που υφίστατο η κυβέρνηση Σαμαρά ενόψη -τότε- της προεδρικής εκλογής, τα σχέδια αυτά έμειναν στα χαρτιά. Ίσως και σε κάποιο συρτάρι του υπουργείου Δικαιοσύνης.
Ο επενδυτοκτόνος νόμος
Πιο πρόσφατη δημόσια κριτική στον εν λόγω νόμο, ήταν αυτή που διατυπώθηκε από το ευρωπαϊκού περιεχομένου Euractiv, στα μέσα του περασμένου Οκτωβρίου και πριν την καταδίκη της καθαρίστριας. Η ελληνική έκδοση του ιστότοπου έγραφε για «Τον νόμο του 1950 που βάζει φρένο στις επενδύσεις στην Ελλάδα». Με το σχετικό δημοσίευμα, που αναδημοσιεύτηκε από πλήθος οικονομικών και πολιτικών μέσων, επιβεβαιωνόταν πως ακόμα ένα σημαντικό πεδίο της οικονομικής ζωής του τόπου ρυθμίζεται από τον επίμαχο νόμο, προκαλώντας «αγωνία» στους επενδυτές για τον «κίνδυνο να καθίσουν στο σκαμνί» για μια απλή απόφαση του μανατζμεντ. Τις ίδιες ημέρες, δημοσίευμα του protagon.gr ανέφερε πως «ειδικοί» χαρακτηρίζουν τη νομοθεσία της χώρας μας για θέματα καταχραστών του Δημοσίου ως «το πιο επαχθές σύστημα στην Ευρώπη».
Αντίστοιχα επιχειρήματα και σε χθεσινό του άρθρο στην Καθημερινή ο καθηγητής της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών και πρόεδρος της Ένωσης Ελλήνων Ποινικολόγων, Ηλίας Αναγνωστόπουλος, αναφέρεται στο γεγονός πως «υγιείς συναλλασσόμενοι και επενδυτές αποφεύγουν την ελληνική αγορά, ενώ οι διοικούντες χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς και άλλους φορείς εξαναγκάζονται σε αμυντική συμπεριφορά, προκειμένου να αποφύγουν τη μοιραία εμπλοκή τους με τον επίμαχο νόμο», καταλήγοντας στην ανάγκη κατάργησής του.
Το δημοσίευμα του Euractiv, αφού υπογράμμιζε πως «η αριστερή κυβέρνηση δεσμεύτηκε να βελτιώσει το επιχειρηματικό περιβάλλον για να προσελκύσει πολυαναμενόμενες επενδύσεις και να ακολουθήσει ένα φιλοαναπτυξιακό μονοπάτι», εξέφραζε τον προβληματισμό που επικρατεί στις τάξεις των επενδυτών η απειλή ισοβίων για την πρόκληση μεγάλης ζημιάς σε δημόσια περιουσία. Όπως αναφέρεται ξεκάθαρα στο συγκεκριμένο άρθρο, ο φόβος για τους επενδυτές υπάρχει δεδομένου πως «με βάση το πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων, αριθμός δημόσιων περιουσιακών στοιχείων θα πωληθεί», με το πρόβλημα να διαπιστώνεται στον κίνδυνο «μια λάθος απόφαση σε επίπεδο μάνατζμεντ» να ενεργοποιήσει τον νόμο 1608/1950.
Οι «πηγές της αγοράς» που φιλοξενούσε το δημοσίευμα εξηγούσαν ότι η ύπαρξη αυτού του νόμου «προφανώς καθυστερεί τις επενδύσεις στη χώρα, δεδομένου ότι κανένας ιδιώτης δεν θα ρισκάρει να επενδύσει σε τόσο ευαίσθητο καθεστώς». Το ίδιο δημοσίευμα περιελάμβανε και δήλωση ανώνυμου αξιωματούχου της Κομισιόν, που υπογράμμιζε πως «Ευρύτερα, μέτρα που βελτιώνουν το επιχειρηματικό και επενδυτικό περιβάλλον είναι κρίσιμα για να στηριχθεί μια βιώσιμη οικονομική ανάκαμψη της Ελλάδας και να μειωθεί η ανεργία», ενώ οι «πηγές» του υπουργείου Δικαιοσύνης δήλωναν πως η συζήτηση για τον νόμο είναι σε «τελικό στάδιο μεταρρύθμισης».
Το ενδιαφέρον των ευρωπαϊκών θεσμών, άλλωστε, δεν είναι ούτε τυχαίο, ούτε καινούριο. Δανειστές και επιχειρηματικά συμφέροντα έχουν από καιρό αποκτήσει αρκετά καλή εικόνα του νομικού status quo της χώρας. Σημειώνεται πως οι υποθέσεις του πρώην επικεφαλής της ΕΛΣΤΑΤ, Ανδρέα Γεωργίου που αντιμετώπισε τον ίδιο νόμο, με την κατηγορία της ψευδούς βεβαίωσης για την αλλοίωση του ελλείμματος του 2009, καθώς και των έξι εμπειρογνωμόνων του ΤΑΙΠΕΔ, που ήρθαν αντιμέτωποι με κατηγορίες για κακουργηματική απιστία για την υπόθεση των 28 ακινήτων του Δημοσίου, είναι κάτι παραπάνω από οικείες για τους ευρωπαίους εταίρους.
Η μεν περίπτωση των εμπειρογνωμόνων του ΤΑΙΠΕΔ αντιμετωπίστηκε ήδη από το πολυνομοσχέδιο του περασμένου Ιανουαρίου, όταν η κυβέρνηση φρόντισε να τους απαλλάξει από τις ευθύνες με φωτογραφική διάταξη, ενώ λίγους μήνες αργότερα, η κατηγορία μετατράπηκε σε απλή συνέργεια σε απιστία. Άλλωστε, η υπόθεσή τους μπήκε ακόμα και ως προαπαιτούμενο για την τρίτη αξιολόγηση του τρίτου μνημονίου. Η δε περίπτωση του Ανδρ. Γεωργίου συγκεντρώνει κάθε τόσο «διεθνές κύμα αλληλεγγύης» και συχνά το ενδιαφέρον των ευρωπαϊκών θεσμών. Αξιομνημόνευτη είναι και η δήλωση του πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα τον περασμένο Ιούνιου στη γερμανική Die Welt, πως «αν μας ζητήσει το δικαστήριο να καταθέσουμε υπέρ του, θα το κάνουμε».
Το τυρί και η φάκα
Αναφορικά με την υπόθεση της καθαρίστριας, η ουσία της υπόθεσής της έχει διχάσει τους νομικούς στη χώρα, αφού αρκετοί υποστηρίζουν πως δεν συνέτρεχαν καν οι λόγοι για την ενεργοποίηση του νόμου. Όπως διατυπώνεται, η υπόθεση της καθαρίστριας δεν αφορούσε «κατάχρηση δημοσίου χρήματος», καθώς τα μόνα χρήματα που έλαβε όλα αυτά τα χρόνια η γυναίκα ήταν ο μισθός της, για τον οποίο εργαζόταν κανονικά.
Σύμφωνα με τον δικηγόρο και συνήγορο Πολιτικής Αγωγής στη δίκη της Χρυσής Αυγής, Κώστα Παπαδάκη, δεν ευθύνεται ο νόμος για την καταδίκη της καθαρίστριας αλλά οι δικαστές. Συγκεκριμένα, ο νομικός στηλιτεύει το γεγονός πως η δικαιοσύνη αντιμετώπισε το νοθευμένο απολυτήριο ως «διαρκή απάτη», καταστώντας την παραγραφή ενός πλημμελήματος που έλαβε χώρα 16 χρόνια πριν την αποκάλυψη της απάτης, αδύνατη. Όπως αναφέρει ο Κ. Παπαδάκης, η «παραμορφωτική και διαστρεβλωτική αυτή για το ποινικό δίκαιο άποψη» ουσιαστικά τιμωρεί τον δράστη για το γεγονός πως όλα αυτά τα χρόνια, από το 1999 όταν και προσκόμισε το νοθευμένο απολυτήριο έως και σήμερα, δεν κατήγγειλε τον εαυτό της.
Επίσης, όπως τονίζει ο νομικός επικαλούμενος και πρόσφατη ανακοίνωση του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών, δεν υπήρξε καμία ζημιά του Δημοσίου «διότι για όσο χρονικό διάστημα ελάμβανε αντίστοιχες της θέσης της αποδοχές, η υπάλληλος παρείχε τις υπηρεσίες της, ούσα συνεπής στις απορρέουσες από τη θέση αυτή υποχρεώσεις της, δοθέντος μάλιστα ότι η συγκεκριμένη θέση εργασίας δεν απαιτούσε εξειδικευμένη γνώση ή ιδιαίτερες πνευματικές δεξιότητες και επομένως η έλλειψη απολυτηρίου Δημοτικού δεν μπορούσε αντικειμενικά να επηρεάσει την ποιότητα των παρεχόμενων από αυτήν υπηρεσιών».
Εξάλλου, χωρίς να μετράει τα λόγια του, και ο πρώην Γενικός Επιθεωρητής Δημόσιας Διοίκησης και Αρεοπαγίτης επί τιμή, Λένδρος Ρακιντζής, διατυπώνει από την πλευρά του σημαντικά ερωτήματα τόσο το ζήτημα της παραγραφής που θα έπρεπε να έχει αντιμετωπιστεί διαφορετικά, όσο και για την μετατροπή της κατηγορίας που αντιμετώπισε η γυναίκα. Το κυριότερο όμως, υπογραμμίζει πως κατάργηση του νόμου και αντικατάσταση από ηπιότερο νόμο, θα έχει ως αποτέλεσμα την ανατροπή ακόμα και τετελεσμένων καταστάσεων που έχει αντιμετωπίσει ο εν λόγω νόμος. Γι' αυτό και προκρίνει τη θέσπιση της εφαρμογής της αρχής της αναλογικότητας «ως προς τα κατώτατα όρια της ποινής, που προβλέπονται από τον1608/1950».
Σύμφωνα με άλλη δημόσια παρέμβαση για την υπόθεση, αυτή του δικηγόρου Αντώνιου Φούσα, από το 2015 και έπειτα, μία απόφαση του Αρείου Πάγου (υπ΄ αριθμ. 196/2015) άνοιξε τον δρόμο για να αντιμετωπίζονται αντίστοιχες υποθέσεις με τον επίμαχο νόμο του 1950. Όπως αναφέρει σε σχετικό άρθρο του, με βάση αυτή την απόφαση του Αρείου Πάγου, τα δικαστήρια ανά τη χώρα «δεν δέχονται τη σχέση παροχή του μισθού και αντιπαροχή της εργασίας και την ισοστάθμισή της», καθιστώντας ουσιαστικά αντίστοιχα εγκλήματα διαρκή χωρίς δυνατότητα παραγραφής, όπως αναφέρει και στο άρθρο του ο Κ. Παπαδάκης.
Κάπως έτσι εξηγείται η αναφορά που κάνει η ίδια η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων στην ανακοίνωσή τους για την υπόθεση της καθαρίστριας, όταν αναφέρονται σε «σύγχυση που δημιουργείται από δύο διαφορετικές τάσεις που διαμορφώθηκαν στην νομολογία και οδηγούν σε διαφορετική ποινική αντιμετώπιση όμοιων περιπτώσεων». Μάλιστα, στην ανακοίνωσή της η Ε.Δ.Ε. συντάσσεται με την απαίτηση να υπάρξει νομοθετική παρέμβαση για αντίστοιχες υποθέσεις, ή να δοθεί λύση του νομικού ζητήματος με σταθερή νομολογία του Αρείου Πάγου. Πράγματι, ενώ τα τελευταία χρόνια τα δικαστήρια καταδικάζουν σωρηδόν δημόσιους υπαλλήλους με πολυετείς καταδίκες, στην σχετική ειδησεογραφία μπορεί να συναντήσει κανείς και περιπτώσεις όπως του πρώην συνοριοφύλακα από τη Λάρισα που καταδικάστηκε για παρόμοιες αιτίες σε τριετή φυλάκιση με αναστολή.
Υπενθυμίζεται, για να εφαρμοστεί ο επίμαχος νόμος, απαιτείται να έχει ζημιωθεί το Δημόσιο με περισσότερα από 150.000 ευρώ, και για να στοιχειοθετηθεί η «ζημιά» που προξένησε η καθαρίστρια στα δημόσια ταμεία, χρειάστηκε να αρθροιστούν οι συνολικές απολαβές της από τη στιγμή που προσελήφθη. Εύλογα λοιπόν δημιουργούνται ερωτήματα για την ίδια τη χρήση του νόμου στην περίπτωση της καθαρίστριας, αλλά και άλλες αντίστοιχες περιπτώσεις, που οδήγησε στη βαριά αυτή ποινή. Και βέβαια, στην κατάφωρη προσβολή του κοινού περί δικαίου αισθήματος…
Όχι στο όνομα της καθαρίστριας
Σε κάθε περίπτωση, η υπόθεση της καθαρίστριας από τον Βόλο αποτέλεσε αφορμή για να ανάψει και πάλι για τα καλά η συζήτηση για την τροποποίηση ή κατάργηση του νόμου, και μάλιστα ως λαϊκό αίτημα. Άλλωστε, αποτελεί δέσμευση του σημερινού υπουργού Δικαιοσύνης από τον περασμένο Σεπτέμβριο, όταν και συναντήθηκε με την Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων, πως οι νέοι κώδικες, ποινικός και ποινικής δικονομίας, θα αποτελέσουν άμεσες προτεραιότητες για κατάθεση και ψήφιση στη Βουλή. Όπως σημείωνε ρεπορτάζ της Καθημερινής για τη συνάντηση, «η κυβέρνηση επιθυμεί θεσμικές μεταβολές ευρείας κλίμακος και για τόνωση, μεταξύ άλλων, του οικονομικού και επενδυτικού κλίματος».
Το ίδιο δημοσίευμα αναφέρει πως ειδική νομοπαρασκευαστική επιτροπή, στην οποία μετείχαν ο επίτιμος πλέον αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Νίκος Παντελής και οι ποινικολόγοι Χριστόφορος Αργυρόπουλος και Θεόδωρος Μαντάς, από καιρό έχει καταθέσει τις προβλέψεις της για την κατάργηση των ισοβίων για οικονομικά εγκλήματα. «Ο νόμος αυτός και άλλοι ειδικοί ποινικοί νόμοι ενσωματώνονται πλέον στις βασικές διατάξεις του νέου ποινικού κώδικα, καθώς τα εγκλήματα κατά του Δημοσίου θα αποτελούν επιβαρυντική περίπτωση σε σειρά γνωστών αδικημάτων, όπως η απιστία, η απάτη, η υπεξαίρεση και άλλα, και προβλέπεται να τιμωρούνται με αυστηρές ποινές, όχι όμως με ισόβια» αναφέρεται σχετικά.
Αξίζει επίσης να σημειωθεί, πως ο Θ. Μαντάς έχει τοποθετηθεί εν ευθέτω χρόνω αναφορικά με τον νόμο περί καταχραστών δημοσίου, διαμηνύοντας πως «δεν έχει λόγο υπάρξεως στο δικαιικό μας σύστημα και η μόνη ενδεδειγμένη λύση για την εκπλήρωση των σκοπών, που οδήγησαν χρόνια πριν στο να τεθεί σε εφαρμογή, συνίσταται στη διάπλαση και συμπλήρωση των αντίστοιχων διατάξεων του Ποινικού Κώδικα με την πρόβλεψη διακεκριμένων μορφών εγκληματικής συμπεριφοράς. Ο Ν. 1608/1950 πρέπει να καταργηθεί και η κατάργησή του αυτή είναι το μόνο μέλλον που αυτός πρέπει να έχει». Η άποψη για την κατάργησή του υποστηρίζεται και από άλλες πλευρές, με χαρακτηριστική αυτή της Ένωσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, που στην παρέμβασή της για την καθαρίστρια τονίζει πως παρά το γεγονός πως ο συγκεκριμένος νόμος ισχύει εδώ και 70 χρόνια, «μάλλον δεν έλυσε το πρόβλημα της διαφθοράς στην Ελλάδα». Τα βέλη της στρέφονται εξίσου κατά του δικαστηρίου που την καταδίκασε με τον νόμο αυτόν, συντασσόμενη με το ρεύμα που θέλει τις ποινές ισοβίων να αποδίδονται μόνο σε εγκλήματα κατά ζωής.
Δεδομένων των παραπάνω, λαμβάνοντας υπόψη τις δεσμεύσεις του πρωθυπουργού, όπως εκείνες από το βήμα της ΔΕΘ για «διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και δημιουργία φιλικού επενδυτικού περιβάλλοντος», αλλά και «παραινέσεις» επενδυτών και ευρωπαϊκών θεσμών για «πολιτικές φιλικές προς τις επιχειρήσεις», η νομοθετική πρωτοβουλία του υπουργείου Δικαιοσύνης για την «τροποποίηση» της νομοθεσίας αναμένεται με μεγάλο ενδιαφέρον.
Το ερώτημα, που μένει να απαντηθεί, είναι εάν ο προσανατολισμός της κυβέρνησης θα είναι η αποδοτικότερη εφαρμογή του νόμου και όχι ένα αναμάσημα των σχεδίων της προηγούμενης κυβέρνησης για την κατάργησή του. Εάν δηλαδή η κυβέρνηση θα χρησιμοποιήσει ως πόλο έλξης για τους επενδυτές την παραδειγματική τιμωρία -ειδικά- αιρετών που καταχρώνται τη δημόσια περιουσία, ή θα διασφαλίσει πως τα οικονομικά εγκλήματα θα αντιμετωπίζονται στο εξής με ακόμα μεγαλύτερη ανοχή, κάνοντας κατάχρηση του πλεονάσματος ανοχής που πυροδότησε η σπαρακτική ιστορία της καθαρίστριας.