Σε συνέντευξη που παραχώρησε στη γερμανική εφημερίδα Frankfurter Allgemeine Zeitung, ο Ευ. Τσακαλώτος δήλωσε ότι η Ελλάδα δεν θα χρειαστεί προληπτική πιστοληπτική γραμμή, όπως ζήτησε ο εκπρόσωπος της ΕΚΤ, Φραντέσκο Τρούντι. Τόνισε ότι όταν η Ελλάδα αποδείξει την αξιοπιστία της, οι δανειστές θα επιμείνουν μόνο στους στόχους που έχουν επιβάλει και θα αφήσουν την κυβέρνηση να χρησιμοποιήσει τα εργαλεία που θέλει για την επίτευξη των στόχων.
«Μετά τον Αύγουστο του 2018 δεν θα υπάρξουν πια άλλες πιστώσεις στην Ελλάδα από τον ESM. Θα υπάρξει μια μορφή επιτήρησης, όπως υπάρχει και σε κάθε άλλη χώρα με πρόγραμμα. Στην περίπτωση της Ελλάδας η εποπτεία αυτή θα είναι ενδεχομένως περισσότερο λεπτομερής. Μόλις δείξουμε πόσο αξιόπιστοι είμαστε δεν θα γίνεται πια λόγος για πολιτικούς στόχους και τα εργαλεία που απαιτούνται, αλλά μόνο για τους στόχους, όπως το πρωτογενές πλεόνασμα του 3,5% που πρέπει να πετυχαίνει κάθε χρόνο η Ελλάδα μέχρι το 2022».
Για το θέμα της πιστοληπτικής γραμμής, δήλωσε στην «Εφημερίδα των Συντακτών» πως το μόνο αποτέλεσμα που θα είχε θα ήταν να καθυστερήσει η χώρα να γυρίσει στην κανονικότητα για έναν χρόνο ακόμα. «Το θέμα είναι να σταθεί η χώρα στα δικά της πόδια. Να πάρουν όλοι τις ευθύνες τους. Με την προληπτική γραμμή πίστωσης, άρα και πρόγραμμα, οι οίκοι αξιολόγησης δεν θα αναβαθμίσουν τα ομόλογα σε επίπεδο να επενδύσουν και τα ασφαλιστικά ταμεία (investment grade). Άρα το μόνο που θα πετύχουμε είναι έναν χρόνο καθυστέρησης για να γυρίσουμε στην κανονικότητα».
«Επιβαρύναμε τμήματα της κοινωνίας»
Αναφερόμενος στην επίτευξη του υψηλού πρωτογενούς πλεονάσματος (4,2%) για το 2017, δήλωσε ότι επιβαρύνθηκαν σε μεγάλο βαθμό τμήματα της κοινωνίας. Ισχυρίστηκε πως η φορολόγηση στην Ελλάδα δεν είναι υψηλή και έκανε λόγο για νέο εφάπαξ βοήθημα της κυβέρνησης, πάντα υπό την προϋπόθεση πως θα ξεπεραστούν και το 2018 οι στόχοι του προϋπολογισμού.
«Για να πετύχουμε το πρωτογενές πλεόνασμα επιβαρύναμε υπέρ το δέον τμήματα της κοινωνίας. Τώρα όμως δημιουργούμε τα δημοσιονομικά περιθώρια για να μειώσουμε τα βάρη στα εν λόγω τμήματα της κοινωνίας. Γενικά όμως η φορολογία δεν είναι υπερβολικά υψηλή. Χάρη στην ανάπτυξη του 0,8% που πέτυχε η Ελλάδα υπάρχουν πλέον μεγαλύτερα περιθώρια για φοροελαφρύνσεις. Καταβάλλονται προσπάθειες για την αύξηση του κατώτατου μισθού. Σε περίπτωση που και το 2018 ξεπεράσουμε τους στόχους του προϋπολογισμού θα χορηγήσουμε και πάλι ένα κοινωνικό μέρισμα».

Παράλληλα, δήλωσε ότι το «μαξιλάρι ασφαλείας» που δημιουργεί η ελληνική κυβέρνηση φτάνει για να καλύπτει τις χρηματοδοτικές υποχρεώσεις της χώρας απέναντι στους δανειστές, αλλά δεν πρόκειται να διατεθεί μέρος των χρημάτων αυτών για τις δημόσιες δαπάνες. Ισχυρίστηκε πως τα 88 προαπαιτούμενα που έχουν μείνει ανοικτά δεν θα αποτελέσουν σημαντικό εμπόδιο για την ολοκλήρωση της τέταρτης αξιολόγησης. «Το πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων είναι εμπροσθοβαρές και οι σημαντικότερες μεταρρυθμίσεις βρίσκονταν στην αρχή. Τώρα το ζητούμενο είναι η ολοκλήρωση και βελτίωση μεταρρυθμιστικών βημάτων που έχουν ήδη γίνει και όχι θεμελιώδη πολιτικά ζητήματα».
Θολό το τοπίο για το χρέος
Ερωτηθείς για το ζήτημα της ελάφρυνσης του ελληνικού χρέους, υποστήριξε πως η Ελλάδα θα πάρει ορισμένες ελαφρύνσεις αρχικά, αλλά αυτή τη στιγμή δεν υπάρχει κάτι συγκεκριμένο. Εξέφρασε την επιθυμία του για μείωση της ονομαστικής αξίας του ελληνικού χρέους, ωστόσο ανέφερε ότι είναι ικανοποιημένος με τα όσα έχουν συμφωνηθεί για το ελληνικό χρέος το 2017. Απέφυγε να απαντήσει για την αυστηρή θέση της Γερμανίας ως προς την ελάφρυνση του χρέους.
«Θα είναι μια δοκιμή για όλους μας να δούμε αν οι αγορές λάβουν το μήνυμα ότι το ελληνικό χρέος είναι βιώσιμο. Σε περίπτωση ωστόσο που ζητούσαμε μια προληπτική γραμμή στήριξης τότε δεν θα αξιολογούνταν ποτέ αντικειμενικά η πιστοληπτική ικανότητα της χώρας. Για το χρέος έχουμε δύο στόχους: μακροπρόθεσμα το πρωτογενές πλεόνασμα πρέπει να βρίσκεται κοντά στο 2%, οι χρηματοδοτικές μας ανάγκες να μην ξεπεράσουν το 15% του ΑΕΠ μέχρι το 2030 και μετά να μην είναι υψηλότερες από 20%. Έτσι διασφαλίζουμε ένα συγκεκριμένο πλαίσιο για τα δημοσιονομικά μας και είμαστε σε θέση να προσδιορίσουμε ποίες ελαφρύνσεις απαιτούνται.
Η Ελλάδα θα λάβει αρχικά ορισμένες ελαφρύνσεις. Αν η ανάπτυξη βρίσκεται στα επίπεδα που προβλέπουν οι Ευρωπαίοι τότε όλα καλά. Σε περίπτωση όμως που οι αναπτυξιακοί ρυθμοί είναι χαμηλότεροι, όπως προβλέπει το ΔΝΤ, τότε θα υπάρξει δεύτερος γύρος ελαφρύνσεων. Θα επιθυμούσα η Ελλάδα να αντιμετωπιστεί όπως η Γερμανία στη Συμφωνία του Λονδίνου το 1952 ( με τη γενναία διαγραφή του χρέους), η οποία αποδείχθηκε χρήσιμη για το μετέπειτα οικονομικό θαύμα. Είμαι ωστόσο ικανοποιημένος με όσα συμφώνησαν οι υπουργοί Οικονομικών ήδη τον Ιούνιο του 2017».