Μόλις το ΚΤΕΛ έστριψε στον δρόμο του Λεπέτυμνου και αποκαλύφθηκε στα μάτια του η Συκαμνιά, ο Ευθύμιος Παπαταξιάρχης, φοιτητής Κοινωνικής Ανθρωπολογίας στην Αγγλία, ήξερε ήδη μέσα του ότι εδώ ήθελε να ζήσει. Εγκαταστάθηκε στην ορεινή Συκαμνιά και την παραθαλάσσια Σκάλα για δύο χρόνια (1979-1981) για την έρευνα του διδακτορικού του με θέμα την αγροτική οικονομία και κοινωνία. Αγκαζέ με ένα σημειωματάριο, πέρασε χιλιάδες ώρες σε καΐκια και χωράφια, καφενεία, σπίτια, γάμους και γιορτές.

Οι ντόπιοι τον καλοδέχτηκαν σαν ισότιμο μέλος της οικογένειάς τους και της κοινότητας. Δεν του έκανε, έτσι, καμία εντύπωση, όταν “οι φίλοι του”, όπως τους αποκαλεί σήμερα, κατέστησαν, 36 χρόνια μετά, τη Σκάλα Συκαμνιάς διεθνώς γνωστή ως “τον τόπο της αλληλεγγύης”.

Είναι το χωριό των γιαγιάδων που έδωσαν γάλα στα “μωρέλια”, των ψαράδων που άφησαν το μεροκάματο για να διασώζουν ανθρώπους στα ανοιχτά, των αλληλέγγυων από όλο τον κόσμο που έφτιαχναν ζεστό τσάι και μοίραζαν κουβέρτες ή μετέφεραν θαλασσοδαρμένους πρόσφυγες στα αυτοκίνητά τους. Είναι ο τόπος που αμέτρητοι δημοσιογράφοι, φωτογράφοι, ντοκιμαντερίστες, καλλιτέχνες και ερευνητές πέρασαν για να καταγράψουν τις συνέπειες των πολέμων και την παγκόσμια Ιστορία εν τη γενέσει.

Είναι ένας τόπος που ελάχιστοι, όμως, γνωρίζουν τα δικά του τραύματα στον απόηχο μιας κοσμογονίας που η μοίρα τα ‘φερε να συντελεστεί στο σώμα του.

Ο τότε νεαρός φοιτητής, Ευθύμιος Παπαταξιάρχης, έγινε καθηγητής στο Τμήμα Κοινωνικής Ανθρωπολογίας και Ιστορίας του Πανεπιστημίου Αιγαίου, αφιερώθηκε στη μελέτη των κοινωνιών του Αιγαίου με έμφαση σε ζητήματα φύλου, εξουσίας, συγκρότησης πολιτικής ταυτότητας στον αγροτικό χώρο αλλά και την κατασκευή και τη διαπραγμάτευση της διαφοράς στην ελληνική κοινωνία στο πλαίσιο της σύγχρονης μετανάστευσης και της ‘προσφυγικής κρίσης’.

Ο ανθρωπολόγος αποκαλεί τη Σκάλα “το χωριό μου” και επιστρέφει συχνά, δεμένος πια με σχέσεις ζωής.

Και δεν είναι ο μόνος.

Αρκετοί άνθρωποι που βρέθηκαν στη Συκαμνιά τα χρόνια του προσφυγικού επιστρέφουν αθόρυβα, χωρίς κάμερες ή μικρόφωνα, για να κάνουν διακοπές και να στηρίξουν το ψαροχώρι των ούτε 150 κατοίκων. Άλλοι πάλι, κι όχι άδικα, δεν αντέχουν να ξαναβρεθούν εδώ. Νιώθουν τραυματισμένοι από το βίωμα του να βλέπουν χιλιάδες πρόσφυγες και μωρά να καταφτάνουν ή να τραβούν νεκρούς από τη θάλασσα. Είναι εύκολο να κάνεις τα μπάνια σου στην ίδια θάλασσα;

Τον φετινό Αύγουστο επέστρεψα κι εγώ. Στην πόρτα του παλιού σχολείου, η ασπρόμαυρη αφίσα έγραφε: “Εθνογραφικά Στιγμιότυπα, Σκαμιά και Σκάλα, 1979-1981”. Ο Παπαταξιάρχης και οι συνεργάτες του επέλεξαν 165 ασπρόμαυρες φωτογραφίες από τις 1.500 που τραβήχτηκαν με μια μηχανή Pentax και 35άρι φιλμ κατά τη δίχρονη επιτόπια ανθρωπολογική του έρευνα.

Με αφορμή την έκθεση, συνομιλήσαμε φωτίζοντας φέτες ζωής των τελευταίων 4 δεκαετιών στη Σκάλα Συκαμνιάς και την Ελλάδα.

Ποιο είναι το πνεύμα εκείνης της εποχής στη Σκάλα;

Μια κοινωνία με παλμό. Καφενεία που σφύζουν από ζωή. Όχι μόνο τα Σαββατοκύριακα αλλά κάθε βράδυ. Ρακοποσία, Χαρτοπαιξία. Η οικονομία πάει αρκετά καλά. Οι τιμές των ψαριών ανεβαίνουν. Η ΑΤΕ μοιράζει δάνεια. Και δημογραφικά το χωριό κάπως επανέρχεται μετά το μεγάλο πλήγμα της μεταπολεμικής μετανάστευσης, αφού κάποιοι Σκαμιώτες, που είχαν μεταναστεύσει στη Γερμανία τη δεκαετία του ‘60, επιστρέφουν στο χωριό.

Υπάρχει και έντονος πολιτικός δυναμισμός. Συμμετοχή, συζητήσεις, ακόμη και τοπικά δημοψηφίσματα. Η Συκαμνιά είναι ιστορικά ένα προοδευτικό χωριό. Ανήκει σε μια περιοχή της Λέσβου με αριστερό προσανατολισμό και συμμετέχει έντονα στην πολιτικοποίηση της πρώιμης Μεταπολίτευσης. Εδώ η διάσπαση του Κομμουνιστικού Κόμματος άφησε πολύ ισχυρό αποτύπωμα και το ΚΚΕ Εσωτερικού είχε μια δυνατή παρουσία συγκριτικά με άλλες περιοχές της Ελλάδας.

Προίκα και γυναικεία αλληλεγγύη

Πώς οργανώνεται η κοινωνία όσον αφορά τους άνδρες και τις γυναίκες;

Μια ιδιαιτερότητα του συγκεκριμένου χωριού, αλλά και της Λέσβου, είναι η ισχυρή θέση των γυναικών στον οικιακό χώρο. Αυτή συνδέεται με τη συγγενειακή οργάνωση, με αυτό που οι ανθρωπολόγοι ονομάζουμε “μητροεστιακή συγγένεια”. Στα μεγάλα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου και στα Δωδεκάνησα, παραδοσιακά δίνεται ως προίκα στη γυναίκα ένα σπίτι χτισμένο κοντά στο σπίτι των γονιών της. Αυτό επιτρέπει την αναπαραγωγή κοινωνικών δικτύων ανάμεσα σε γυναίκες-συγγενείς που αλληλοϋποστηρίζονται συνιστώντας το υπόβαθρο της κοινωνικότητας στις γειτονιές.

Δημιουργείται δηλαδή ένας ιστός με επίκεντρο τις γυναίκες που μεγαλώνουν μαζί τα παιδιά ενώ οι άντρες δουλεύουν στα χωράφια, πάνε στο ψάρεμα, κλπ.;

Ακριβώς.

Όμως στις φωτογραφίες σας βλέπουμε γυναίκες να εργάζονται στις ελιές.

Η ισχυρή θέση των γυναικών στον οικιακό χώρο δεν σημαίνει σε καμία περίπτωση ότι είναι περιορισμένες εκεί. Αντίθετα, έχουν πλούσια δραστηριότητα και εκτός οικιακού χώρου. Στον αγροτικό χώρο τα δύο κλασικά πεδία είναι το χωράφι – όπου οι γυναίκες συνήθως εργάζονται διαχωρισμένες από τους άντρες – και η λαϊκή θρησκεία. Η εκκλησία είναι ένας κυρίως γυναικείος δημόσιος χώρος.

Στη Λέσβο, έχουμε μια εξαιρετικά ισχυρή παρουσία των γυναικών στη συγκομιδή της ελιάς, είτε για μεροκάματο με άλλες γυναίκες σε ξένα χωράφια είτε με συγγενείς στα δικά τους. Ο προτιμητέος, άλλωστε, τρόπος για το μάζεμα της ελιάς ήταν το λεγόμενο “συνάλαμα”. Δηλαδή, μαζεύεις οικογενειακά τις ελιές και αν χρειάζονται παραπάνω χέρια, καλείς τον γείτονα με την οικογένειά του. Με τη σειρά σου μετά, πηγαίνεις στο δικό του κτήμα.

Η ντόπια, Μαρία Μαυραπίδου, μου έλεγε ότι οι άντρες και οι γυναίκες πήγαιναν για μπάνιο χωριστά στη θάλασσα. Μάλιστα, θυμάται τη μητέρα της να μπαίνει με τη φούστα και την μπλούζα για μπάνιο και μόνο τα μικρά κορίτσια να φοράνε μαγιώ. Πρόκειται για μια μικρογραφία της τότε Ελλάδας;

Ο διαχωρισμός ανδρών γυναικών στον χώρο είναι ένα γενικότερο χαρακτηριστικό στην ελληνική αγροτική κοινωνία εκείνης της περιόδου. Οι γυναίκες έχουν μια παρουσία στον δημόσιο χώρο αλλά χωριστά από τους άντρες. Ο χωρικός διαχωρισμός ανδρών γυναικών εικονογραφείται ωραία στην κεντρική φωτογραφία της έκθεσης. Εκεί βλέπουμε άντρες από διαφορετικά καφενεία να κάθονται στην πλατεία σε κύκλο, σαν ένα σύνολο – η φωτογραφία αναπαριστά το χωριό ως μια ηθική ενότητα από την οποία αποκλείονται οι γυναίκες. Είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον ότι όταν την μεγένθυνα μετά την ψηφιακή επεξεργασία, είδα για πρώτη φορά ότι στο παράθυρο, πάνω δεξιά, υπάρχουν δύο φιγούρες, δύο μικρά κεφάλια. Είναι γυναίκες που “κάνουν γειτονιά”, κάθονται στο εσωτερικό του σπιτιού και από μέσα παρατηρούν τους άντρες.

Όμως, βασικό χαρακτηριστικό εκείνης της περιόδου είναι ότι συντελείται μια πολύ σημαντική αλλαγή στη θέση των γυναικών στην ελληνική κοινωνία η οποία νομίζω ότι δεν έχει μελετηθεί επαρκώς. Έχουμε μια έκρηξη δραστηριοποίησης των γυναικών στη δημόσια σφαίρα η οποία παίρνει ποικίλες μορφές και της οποίας τα ίχνη τα βλέπουμε ακόμα και σήμερα εδώ: στον Σύλλογο Γυναικών Συκαμνιάς αλλά και στην έντονη συμμετοχή γυναικών σε πολιτιστικές δραστηριότητες.

Ανδρισμός του κεράσματος vs ανδρισμός της ζωοκλοπής

Θα τολμήσω να πω ότι οι άντρες του νησιού δεν εμπίπτουν στην πατριαρχική φιγούρα με τον αυταρχισμό ή και τη βίαιη συμπεριφορά που συναντάς σε άλλες περιοχές της Ελλάδας.

Πράγματι. Στις νησιωτικές κοινωνίες του Αιγαίου έχουμε ένα διαφορετικό μοντέλο ανδρισμού από αυτό που περιγράφει ο σημαντικότερος ξένος ανθρωπολόγος που έκανε εθνογραφική έρευνα στην Ελλάδα, ο Τζον Κάμπελ, στην κλασική μελέτη του για τους Σαρακατσάνους της Ηπείρου. Στις ορεσίβιες, πατριαρχικές κοινωνίες της Νότιας Ευρώπης βλέπουμε έναν κτητικό ανδρισμό, που στηρίζεται στο παιχνίδι των προκλήσεων και των απαντήσεων και εμπεριέχει στοιχεία βίας στη σχέση τόσο των ανδρών με τις γυναίκες όσο και στη σχέση των ανδρών μεταξύ τους. Ένα άλλο εξαιρετικό παράδειγμα, από την ορεινή Κρήτη, προσφέρεται από τον συνάδελφο Michael Herzfeld στο έργο του, “Ποιητική του Ανδρισμού”. Ο Herzfeld περιγράφει την κατασκευή του ανδρισμού στο πλαίσιο του ιστορικού εθίμου της ζωοκλοπής. Η ζωοκλοπή προσεγγίζεται ως φαινόμενο “αρνητικής αμοιβαιότητας”, δηλαδή ως πρακτική που εμπεριέχει επιθετικότητα και βία, που προκαλεί ομοειδείς απαντήσεις και εν τέλει μια αλληλουχία κινήσεων, που παράγουν σχέσεις, συγκροτούν δηλαδή την κοινωνία.

Η εκδοχή του ανδρισμού που επικρατεί στη Συκαμνιά είναι σαφώς διαφορετική. Πρόκειται για έναν εκφραστικό ανδρισμό που δίνει μεγάλο βάρος σε αυτό που ονομάζουμε “θετική αμοιβαιότητα”. Στη Συκαμνιά, η επιτέλεση του ανδρισμού συνίσταται στην έκφραση συναισθημάτων ανοιχτότητας και γενναιοδωρίας, έχει το πρόσημο του κεράσματος, δηλαδή της προσφοράς ενός ποτού στον Άλλο και της ανταπόδοσης. Στην ανταλλαγή δωρημάτων ποτού στο καφενείο, αξία έχει να δίνεις. Βέβαια, οι σχέσεις που βασίζονται στο κέρασμα εμπεριέχουν το στοιχείο της εξουσίας, της προβολής και της δύναμης, αλλά πρόκειται για έναν διαφορετικό δρόμο διαμόρφωσης της κοινωνίας.

“Το προσφυγικό καταρράκωσε το χωριό”

To 2015, εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι φτάνουν στη Συκαμνιά υπό εξαιρετικά επικίνδυνες συνθήκες. Ήρθατε και εσείς για να καταγράψετε και να συμπαρασταθείτε. Τι συνέβη εδώ, μέσα από την άγνωστη οπτική γωνία που αφορά τους ντόπιους;

Μελετάω διαχρονικά τη μετανάστευση και σας ομολογώ ότι το ότι πέρασαν 500.000 άνθρωποι μέσα σε λίγους μήνες από τη Λέσβο, υπήρξε μια άνευ προηγουμένου δοκιμασία. Ήταν φαινόμενο παγκόσμιων διαστάσεων.

Βρέθηκα σε μια κατάσταση όπου φίλοι και γνωστοί ξαφνικά έγιναν “ήρωες αλληλεγγύης” και διεθνώς επώνυμες προσωπικότητες. Φτάνοντας στο χωριό, αισθάνθηκα το τεράστιο βάρος που είχε πέσει στους ντόπιους, το οποίο ο καθένας το εσωτερίκευε και το αντιμετώπιζε διαφορετικά. Κατά τη γνώμη μου, το προσφυγικό καταρράκωσε το χωριό. Παρήγαγε έναν εσωτερικό διχασμό, σοβαρές συγκρούσεις που διέλυσαν τον κοινωνικό ιστό.

Το προσφυγικό έφερε τους ανθρώπους μπροστά σε πολύ οδυνηρά διλήμματα, την ίδια στιγμή που εξέθεσε το χωριό στη δημόσια θέα. Δημιούργησε ένα κλίμα γενικευμένης καχυποψίας και αμφισβήτησης. Γιατί ο γείτονας το κάνει αυτό; Γιατί παρουσιάζεται έτσι κι όχι αλλιώς; Είναι πραγματικά αυτό που δηλώνει; Γιατί είναι αλληλέγγυος, γιατί βοηθάει; Τι θέλει να αποκομίσει από αυτό; Όλα αυτά δηλητηρίασαν τον κοινωνικό βίο. Ομολογώ ότι εκείνη την περίοδο, κάθε φορά έφευγα από το χωριό με σφιγμένο στομάχι.

Από τη μία υπήρχε η στάση της αλληλεγγύης, και από την άλλη, εκμετάλλευση και βία. Αυτό επιστημονικά, για όσους μελετάμε τη φιλοξενία, δεν μας εκπλήσσει. Από ανθρωπολογική άποψη γνωρίζουμε καλά ότι στη φιλοξενία υπάρχει ένα μπέρδεμα μεταξύ ξενοφιλίας και ξενοφοβίας. Είναι οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος.

Πώς εξηγείται αυτό;

Η φιλοξενία είναι μία πράξη ανοιχτότητας και υποδοχής του Άλλου, που είναι διαφορετικός, στον οικείο μας χώρο. Αυτή η στάση βασίζεται στην κυριότητα του χώρου, την κυριαρχία. Ο Άλλος, που εισέρχεται στον οικείο μου χώρο, αντιπροσωπεύει μία μπερδεμένη ταυτότητα. Από τη μία μεριά, είμαι ανοιχτός στο να συναναστραφώ με την ετερότητά του, αλλά από την άλλη πλευρά, τον βλέπω σαν απειλή. Η ανοιχτότητα της φιλοξενίας υπάρχει στον βαθμό που ο Άλλος θα επιβεβαιώσει την κυριαρχία μου στον οικείο χώρο. Και προϋπόθεση της φιλοξενίας, ειδικά όσο αυτή παρατείνεται, είναι ο Άλλος να άρει την επίφοβη ετερότητά του και να αποκτήσει την ταυτότητα του οικοδεσπότη, να γίνει σαν κι εκείνον. Το πρώτο κύμα μετανάστευσης από την Αλβανία εικονογραφεί αυτό το φαινόμενο.

Βαφτίστηκαν με ελληνικά ονόματα και δεν ανοίχτηκε ποτέ χώρος για να εκφράσουν στοιχεία του πολιτισμού τους όπως η μουσική, η κουζίνα, κλπ.

Ακριβώς. Η αφομοίωση είναι όρος και προορισμός της φιλοξενίας. Σε δέχομαι υπό όρους, σε ανέχομαι στον βαθμό που εσύ σταδιακά θα εγκαταλείψεις την ετερότητά σου και θα μου μοιάσεις, θα υιοθετήσεις τη δικιά μου ταυτότητα. Και γι’ αυτό η φιλοξενία άλλοτε γέρνει προς την ξενοφιλία και άλλοτε επικρατεί η ξενοφοβία. Στην Ευρώπη, από τη δεκαετία του ‘90, ιδιαίτερα από τότε που ξεκινήσαν οι μεταναστεύσεις από την Αφρική και την Ασία, υπήρξε ένας παροξυσμός στην κατεύθυνση της ξενοφοβίας.

“Στην καθημερινότητά μας αναζητούμε τον όμοιο και όχι τον διαφορετικό”

Άρα για να επιτευχθεί η ένταξη που επιτρέπει και ενθαρρύνει τη διατήρηση της γλώσσας τους και της κουλτούρας τους, είναι επιτακτικό να γίνει θεσμικά;

Πρόκειται για κορυφαίο ζήτημα πολιτικής. Η αντιμετώπισή του, κατά τη γνώμη μου, δεν μπορεί να γίνει μόνο από τα πάνω. Προφανώς είναι σημαντικό το κράτος να δώσει χώρο, σε επίπεδο παιδείας, θεσμών και κουλτούρας, για να υποδεχτεί η κοινωνία την ετερότητα των μεταναστευτικών πληθυσμών. Ωστόσο οι από τα πάνω κινήσεις δεν επαρκούν διότι η υποδοχή και η διαπραγμάτευση της ετερότητας του Άλλου παίζεται κυρίως μέσα στην κοινωνία, από τα κάτω. Και παίζεται στις στοιχειώδεις, καθημερινές μας πρακτικές, στον τρόπο που πίνουμε ένα ποτό, μεγαλώνουμε τα παιδιά μας ή πάμε στο γήπεδο. Μέσα στην καθημερινότητα υπάρχει μια ισχυρή, θα έλεγα πολιτισμική, τάση να μην δίνουμε αξία στην ετερότητα του Άλλου αλλά να δίνουμε αξία στην ομοιότητα. Αν δεν ξανασκεφθούμε τους καθημερινούς μας τρόπους με στόχο να τους αλλάξουμε, ό,τι και να γίνεται θεσμικά, θα προσκρούει σε αυτό το όριο.

“Αγγίζουν τις φωτογραφίες σαν να θέλουν να τους αγκαλιάσουν”

Γιατί κάνετε αυτή την έκθεση τώρα στη Συκαμνιά;

Ως ανθρωπολόγοι, ξεκινάμε από κάτι πολύ ειδικό και χωρο-χρονικά ορισμένο, από συγκεκριμένους ανθρώπους με τους οποίους έχουμε δεθεί συναισθηματικά και οι οποίοι “κάνουν πράγματα” -πίνουν ποτά στο καφενείο, κουβεντιάζουν, ψαρεύουν, συναλλάσσονται – για να οδηγηθούμε σε συμπεράσματα γενικότερης αξίας. Για να το κάνουμε αυτό, απαιτείται μία διανοητική κίνηση που λέγεται “αφαίρεση”. Αφαιρούμε μία σειρά από λεπτομέρειες, μαζί και την υποκειμενικότητα των συνομιλητών και συνομιλητριών μας, για να μπορέσουμε στη συνέχεια να συγκρίνουμε και να γενικεύσουμε. Στα κείμενά μας χρησιμοποιούμε αφηρημένες έννοιες, μιλάμε για “πρακτικές”, “σχέσεις”, “δομές”, για τη σημασία που αποδίδουν οι άνθρωποι σε αυτό που κάνουν. Συνήθως δεν αναφερόμαστε σε συγκεκριμένα πρόσωπα. Αλλά και όταν αναφερόμαστε σε αυτά χρησιμοποιούμε ψευδώνυμα για να τα προστατεύσουμε. Αυτή είναι μια ασυμμετρία που, ίσως λιγότερο σήμερα, την επιβάλλει η επιστήμη μας. Μέσα από την έκθεση, λοιπόν, (και τον κατάλογο που περιέχει τα ονόματα όσων εμφανίζονται στις φωτογραφίες) θέλω να αποδώσω στους συνομιλητές μου τη χαμένη τους υποκειμενικότητα, να τους επαναφέρω στο προσκήνιο ως επώνυμες, ενσώματες οντότητες. Για μένα η έκθεση αποτελεί αντίδωρο, μια ελάχιστη χειρονομία αγάπης και ευγνωμοσύνης προς τους ανθρώπους της Συκαμνιάς και της Σκάλας.

Εγκαίνια έκθεσης. Φωτογραφία: Άγγελος Γιωτόπουλος

Πώς αντιδρούν οι ντόπιοι βλέποντας τις φωτογραφίες;

Η έκθεση λειτουργεί για τους ντόπιους σαν χρονοκάψουλα. Παρατηρούσα τις αντιδράσεις τους στα εγκαίνια: Αναβιώνουν με μεγάλη συγκίνηση τον χώρο, τις πρακτικές, τα ρούχα της εποχής. Βλέπουν τον εαυτό τους, φίλους, συγγενείς που δεν ζουν πια και αγγίζουν τις φωτογραφίες σαν να θέλουν να τους αγκαλιάσουν. Eίναι μια έντονα ενσώματη εμπειρία. Υπάρχουν φίλοι που στενοχωρήθηκαν επειδή δεν είδαν τον εαυτό τους στις φωτογραφίες γιατί θέλουν να ανήκουν μέσα σε αυτό. Προσπάθησα να συμπεριλάβω όσες και όσους περισσότερους μπορούσα.

Είναι ίσως και ένας τρόπος να επουλωθούν τα τραύματα;

Η έκθεση εκπέμπει την εικόνα ενός πολύ ζωντανού τόπου. “Πλούτο ζωής” όπως εύστοχα επισήμανε ένας επισκέπτης. Αυτό νομίζω ότι λειτουργεί ενδυναμωτικά και επιβεβαιωτικά: Έχουμε υπάρξει έτσι μαζί και αξίζει τον κόπο να προσπαθούμε να συνυπάρχουμε έτσι. Γι’ αυτό και μετά από πολλή σκέψη, αποφάσισα ότι δεν πρέπει να συμπεριληφθεί η περίοδος του προσφυγικού γιατί ακόμα πονάει τους χωριανούς.

Δεν υπερασπίζομαι πάντως επουδενί τη νοσταλγία και την ιδέα ενός “χαμένου παράδεισου”. Αξία έχει να σκεφτούμε το παρελθόν ψύχραιμα, με τους δικούς του όρους, όχι για να το συμψηφίσουμε ή να το συγκρίνουμε με το παρόν. Η έκθεση είναι μια πρόσκληση να δούμε πώς τέτοια χωριά θα μπορούσαν να σταθούν ξανά στα πόδια τους μέσα από ένα άλλο μοντέλο οικονομικής ανάπτυξης, την αναγκαιότητα για μια ισορροπία μεταξύ αγροτικού και αστικού χώρου. Να ξανασκεφτούμε τις προτεραιότητές μας.

 

Info: Η έκθεση διοργανώνεται από τον Σύλλογο Σκαμιωτών Λέσβου υπό την αιγίδα του Δήμου Δυτικής Λέσβου και φιλοξενείται στο Πνευματικό Κέντρο Σκάλας Συκαμνιάς. Μετά τις 31 Αυγούστου μπορεί κανείς να επισκεφτεί την έκθεση με ραντεβού.